Ιωάννου Λότσιου, Δρ.Θ., Post Do
Εισαγωγή
Η ετήσια συνάντηση της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον Πάπα της Ρώμης, που πραγματοποιείται παραδοσιακά κοντά στην εορτή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς για τον ορθόδοξο-καθολικό διάλογο. Η πρώτη αυτή συνάντηση με τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ το 2025 χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σημασία, καθώς αναδεικνύει το εκκλησιολογικό στίγμα και το οικουμενικό όραμα του νεοεκλεγέντος Ρωμαίου Επισκόπου[1]. Η επίσημη αναφορά του Πάπα στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ως «αδελφή Εκκλησία» αποτελεί ένα θεμελιώδες σημείο εκκίνησης για την κατανόηση της βάσης της αμοιβαίας αναγνώρισης και του προσανατολισμού προς ενότητα. Στην ομιλία επίσης του Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Εμμανουήλ προς τον Πάπα Λέοντα XIV, Επικεφαλής της Πατριαρχικής Αντιπροσωπείας με αφορμή την Θρονικη Εορτή της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αποτελεί και αυτό ένα σημαντικό κείμενο οικουμενικής σημασίας, στο οποίο η χρήση του όρου «Αδελφή Εκκλησία» για την Εκκλησία της Ρώμης δεν είναι τυχαία, αλλά φέρει βάθος θεολογικής, ιστορικής και οικουμενικής βαρύτητας. Ο όρος αυτός εκφράζει μια συγκεκριμένη θεολογική θεώρηση της σχέσης μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού, καθώς και την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού και εμβάθυνσης του διαλόγου ενότητας[2].
Αποστολική συγγένεια ως θεμέλιο ενότητας
Η ομιλία του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄ αρχίζει με προσφώνηση «Αδελφοί εν Κυρίω», που σηματοδοτεί τον πνευματικό δεσμό μεταξύ των Εκκλησιών. Η εκτενής αναφορά στους αποστόλους Πέτρο και Ανδρέα, ως ιστορικούς και συμβολικούς θεμέλιους λίθους των δυο παραδόσεων της Δύσης και της Ανατολής, αναδεικνύει την αποστολική κοινότητα ως υπέρτατο θεμέλιο ενότητας. Η κοινή μνήμη και τιμή προς τους Αγίους Αποστόλους λειτουργεί ως στοιχείο συνοχής και συνάφειας στην εκκλησιολογική ταυτότητα και λειτουργία των Εκκλησιών[3]. Στην Ομιλία του ο Πάπας Λέων ο 14ος επισημάνει : «Είμαι ιδιαιτέρως ευτυχής που υποδέχομαι, για πρώτη φορά μετά την εκλογή μου ως Επισκόπου Ρώμης και διαδόχου του Αποστόλου Πέτρου, την Αντιπροσωπεία σας που εκπροσωπεί την αδελφή Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, κατά τον εορτασμό των Αγίων Πέτρου και Παύλου, προστάτων της Εκκλησίας της Ρώμης. Αυτή η παραδοσιακή ανταλλαγή αντιπροσωπειών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, κατά τις αντίστοιχες εορτές των προστάτων Αγίων, αποτελεί σημάδι της βαθιάς κοινωνίας που ήδη υφίσταται μεταξύ μας, καθώς και αντανάκλαση του δεσμού αδελφότητας που συνδέει τους Αποστόλους Πέτρο και Ανδρέα»[4]. Η επιδίωξη της «piena comunione visibile» (πλήρους ορατής κοινωνίας) είναι κεντρική στην ορθόδοξη και καθολική εκκλησιολογία. Η έννοια της ορατής της κοινωνίας είναι θεολογικά σημαντική, καθώς η Εκκλησία δεν νοείται μόνο ως πνευματική κοινότητα, αλλά και ως ορατή, κοινωνική πραγματικότητα που μαρτυρεί την ενότητα στο σώμα του Χριστού. Το «continua ascolto rispettoso e dialogo fraterno» τονίζει την ανάγκη αμοιβαίας ακρόασης, διάκρισης και πνεύματος αγάπης, χαρακτηριστικά που αποτελούν τους πυλώνες κάθε γνήσιου διαλόγου.
2. Η Χρήση του Όρου «αδελφή Εκκλησία»
Η φράση «αδελφή Εκκλησία»[5] εισήχθη και καθιερώθηκε στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου από τα μέσα του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά την ιστορική συνάντηση των Πάπα Παύλου ΣΤ΄ και Πατριάρχη Αθηναγόρα το 1964, που σηματοδότησε την άρση των αναθεμάτων του 1054 και άνοιξε νέα εποχή στις σχέσεις Ρώμης-Κωνσταντινούπολης[6]. Η έκφραση αυτή αποτυπώνει την αμοιβαία αναγνώριση της πληρότητας της Εκκλησίας της άλλης πλευράς, καταρρίπτοντας κάθε θεωρία περί εκκλησιαστικής μονοπώλησης της αλήθειας ή αποκλειστικότητας. Οι «αδελφές εκκλησίες » συνεπάγεται ισοτιμία, αμοιβαίο σεβασμό και αναγνώριση της ιστορικής και θεολογικής αυτονομίας, στο πλαίσιο της ενότητας στην ποικιλία[7]. Η χρήση του όρου από τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ δεν συνιστά τυπική διπλωματική χειρονομία, αλλά εκφράζει τη θεμελιώδη εκκλησιολογική πεποίθηση για την ύπαρξη μίας αποστολικής και ευχαριστιακής συνέχειας στην Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, δηλώνει την επιθυμία για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας, όχι ως ομογενοποίηση, αλλά ως αναγέννηση μιας κοινής αποστολικής εμπειρίας. Η ομιλία αναφέρεται ρητά στη συνάντηση του 1964 και στις προσπάθειες των προκατόχων του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄, οι οποίοι ανέπτυξαν ένα διαρκές όραμα συμφιλίωσης και ενότητας, με σεβασμό στην ιστορική μνήμη και στην ορθόδοξη παράδοση. Η άρση των αναθεμάτων, ως σύμβολο συμφιλίωσης, υπογραμμίζει την κοινή ευθύνη για την υπέρβαση των διαχωριστικών τειχών και την προώθηση μιας ενότητας που δεν επιβάλλεται εκ των άνω, αλλά εδράζεται στην αμοιβαία αποδοχή και τον διάλογο[8]. Η εκκλησιολογική χρήση του όρου «Αδελφή Εκκλησία», από τον Μητροπολίτης Χαλκηδόνος αντανακλά την αρχή της ισοτιμίας και της αμοιβαιότητας ανάμεσα στις Εκκλησίες, χωρίς να υπονοεί ιεραρχική υπεροχή ή υποταγή. Θεμελιώνεται στην κοινή πίστη στον Χριστό και στην από κοινού αποδοχή των οικονομιών και της αποστολής της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Η φράση «Αδελφή Εκκλησία» έχει τις ρίζες της στην πατερική παράδοση, όπου οι τοπικές Εκκλησίες αναφέρονται ως «αδελφές» μεταξύ τους, αντανακλώντας τη συνεκτικότητα του εκκλησιαστικού σώματος[9]. Η επιλογή του όρου από τον Μητροπολίτη Εμμανουήλ για να περιγράψει την Εκκλησία της Ρώμης εκφράζει μια θεμελιώδη θεώρηση ότι οι δύο Εκκλησίες, παρά τις διαφορές και τις ιστορικές διασπάσεις, μοιράζονται μια κοινή κληρονομιά, που βασίζεται στην αποστολική διαδοχή και την πίστη στα ίδια θεμελιώδη δόγματα. Αυτή η θεώρηση καταδεικνύει επίσης την επιθυμία για επανένωση και συνεργασία σε πνεύμα ειρήνης, καθώς η αδελφοσύνη προϋποθέτει διάλογο και αμοιβαίο σεβασμό. Η χρήση του όρου λειτουργεί ως γέφυρα εμπιστοσύνης και ελπίδας, η οποία διαπερνά τα όρια των θεολογικών διαφορών και θέτει ως πρωταρχικό στόχο την επίτευξη της «ενότητας εν τη πίστει» [10], εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των οικουμενικών προσπαθειών μετά το 1964, με την άρση των αναθεμάτων του 1054 ως ιστορικό σημείο καμπής, το οποίο έθεσε τις βάσεις για έναν ανοιχτό και ειλικρινή θεολογικό διάλογο. Ο Μητροπολίτης επισημαίνει ότι η «Αδελφή Εκκλησία» δεν αποτελεί μια απόλυτη ιεραρχική σχέση, αλλά είναι μέρος μιας συνεχιζόμενης προσπάθειας κατανόησης και συμφιλίωσης, που προωθείται μέσω επίσημων επιτροπών και κοινών κειμένων. Η αδελφοσύνη των Εκκλησιών λειτουργεί ως θεμέλιο για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η πρωτεία και η συνοδικότητα, καθώς και οι δογματικές διαφορές γύρω από το Φιλιόκβε. Η χρήση του όρου αποκαλύπτει τη θετική προοπτική της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης να συναντήσει την Εκκλησία της Ρώμης, εκφράζει μια σχέση ισοτιμίας, αλληλεγγύης και πνευματικής κοινότητας, που συνιστά θεμέλιο της πορείας διαλόγου, συμφιλίωσης και συνεργασίας, στην προσπάθεια να ξεπεραστούν οι ιστορικές διαφορές και να επιτευχθεί η πλήρης κοινωνία στην πίστη. Η ομιλία αποτελεί σημαντικό σταθμό, που με θεολογική σοφία και ευαισθησία επιχειρεί να αναζωογονήσει το πνεύμα του οικουμενικού διαλόγου, εστιάζοντας στην ενότητα και την ειρήνη ως καρπό της αδελφοσύνης μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, εν προοπτική του κοινού εορτασμού της πίστης και της πορείας προς το μέλλον.
Η παράγραφος 23 του Lumen Gentium
Το κέντρο βάρους της ομιλίας εστιάζει στην πλήρη και ορατή ενότητα. Η διατύπωση αυτή δεν είναι τυχαία, είναι βασικός όρος στη θεολογία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για την ενότητα των χριστιανών. Η "communio plena", που αφορά την κοινωνία στην πίστη και στα μυστήρια είναι πράγματα που, κατά την Ρ/Καθολική εκκλησιολογία, δεν υπάρχουν πλήρως εκτός της υποταγής στον Ρωμαίο Επίσκοπο. Ωστόσο, η προσέγγιση του Λέοντα ΙΔ΄ είναι εξισορροπητική και συνθετική. Δεν ζητά υποταγή, αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη κοινής πορείας «εν Πνεύματι», «μέσω αδελφικού διαλόγου», και ιδιαίτερα «μέσα στο πλαίσιο της συνοδικότητας». Αυτή η προοπτική είναι οικεία και θεμελιώδης στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, και η επανάληψή της από τον Πάπα σηματοδοτεί έναν εκλεκτικό επαναπροσδιορισμό του Παπικού Πρωτείου, προς κατεύθυνση διακονικής και όχι εξουσιαστικής κατανόησης. Ο Πάπας κάνει ρητή αναφορά στην παράγραφο 23 του Συνταγμάτειου τα Β’ Βατικανής Lumen Gentium, τονίζοντας ότι ο Επίσκοπος Ρώμης δεν ενεργεί απομονωμένα, αλλά «σε κοινωνία με όλους τους Επισκόπους». Η παράγραφος 23 του Lumen Gentium, του Δογματικού Συντάγματος περί της Εκκλησίας της Β΄ Βατικανής Συνόδου, αποτελεί κεντρικό σημείο για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στις τοπικές Εκκλησίες και την Ρ/Καθολική Εκκλησία ως σύνολο. Το άρθρο αυτό υπογραμμίζει ότι, ενώ κάθε τοπική Εκκλησία είναι πλήρης κατά την ουσία της, εντούτοις δεν είναι απομονωμένη, αλλά συγκροτεί μέρος του όλου Σώματος της Εκκλησίας, το οποίο είναι καθολικό και συνοδικό[11]. Στο πλαίσιο της πρόσφατης συνοδικής διαδικασίας, παρατηρείται μια έντονη επανερμηνεία του άρθρου 23, σε σχέση με το άρθρο 12, το οποίο αναφέρεται στο «sensus fidei» των πιστών. Η σύνδεση αυτή εμβαθύνει την αντίληψη πως το Άγιο Πνεύμα δεν μιλά μόνο μέσα από την ιεραρχία, αλλά και μέσα από τον λαό του Θεού, καθιστώντας τις τοπικές Εκκλησίες χώρους ενεργούς συμμετοχής, ακρόασης και συνδιαμόρφωσης της πίστης. Η έννοια της «restitutio, που σημαίνει «αποκατάσταση», «επιστροφή» ή και «επαναφορά», εισάγεται στο παρόν εκκλησιολογικό πλαίσιο για να δηλώσει μια στροφή προς την αυθεντική παράδοση, όπου η Εκκλησία λειτουργεί συνοδικά και οργανικά, και όχι με συγκεντρωτισμό. Στόχος της «restitutio είναι η ανάδυση ενός αυθεντικού «sensus totius populi Dei», δηλαδή του «του Λαού του Θεού», ως κριτηρίου αλήθειας και ζωής της Εκκλησίας. Αυτή η παρατήρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι η ρωμαιοκαθολική θεώρηση του πρωτείου είναι ασύμβατη με τη συνοδικότητα της πρώτης χιλιετίας. Η ρητή αναγνώριση της συνοδικότητας ως θεμελίου του πρωτείου παρέχει νέα βάση για τον θεολογικό διάλογο. Εφόσον, όπως έδειξε και το Κείμενο της Ραβέννας (2007), υπάρχει συμφωνία στο ότι το πρωτείο υπήρχε στην Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας, το ζήτημα παραμένει η ερμηνεία και η άσκησή του. Η Σύνοδος για τη Συνοδικότητα (2021–2024) επανέφερε στο επίκεντρο την ανάγκη θεσμικής και πνευματικής συμμετοχής όλων των μελών της Εκκλησίας στις διαδικασίες διακρίσεως. Ο Πάπας Φραγκίσκος ομιλεί για μια Εκκλησία που πορεύεται μαζί (una Chiesa sinodale)[12], με θεμέλιο τη σχέση των τοπικών Εκκλησιών και της καθολικής ενότητας. Υπό αυτό το φως, το άρθρο 23 δεν αποτελεί απλώς περιγραφή του ρόλου των επισκόπων, αλλά πρότυπο συνοδικής σχέσης μεταξύ: τοπικών Εκκλησιών και της Ρώμης, επισκόπων και πιστών, θεσμού και Πνεύματος[13]. Αναδύεται έτσι μια συνοδική δυναμική, όπου το Άγιο Πνεύμα ομιλεί μέσα από τις τοπικές εμπειρίες, τους λαούς και την ιστορικότητα της Εκκλησίας[14]. Ο Λέων ΙΔ΄ φαίνεται διατεθειμένος να επανεξετάσει αυτή την ερμηνεία με αναφορά στην Παράδοση.
Συμπέρασμα
Η χρήση της έκφρασης «αδελφή Εκκλησία» από τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ αναδεικνύει μια ουσιαστική εκκλησιολογική και οικουμενική πρόθεση που υπερβαίνει την απλή χειρονομία καλής θέλησης. Καθιστά σαφές ότι η ενότητα των Εκκλησιών προϋποθέτει αμοιβαία αναγνώριση, σεβασμό της παράδοσης και αποστολική συνέπεια. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως θεμέλιο για τη συνέχιση του διαλόγου, με ορίζοντα την πλήρη κοινωνία, που θα αποτελεί αναβίωση της παλαιάς αποστολικής αδελφότητας και κοινής μαρτυρίας στον κόσμο.
[1] H Ομιλία, ΒΛ. https://www.vatican.va/content/leo- xiv/it/speeches/2025/june/documents/20250628-patriarcato-ecumenico.html
[2] Η Ομιλία βλ. https://ec-patr.org/address-by-his-eminence-elder-metropolitan-emmanuel-of-chalcedon-to-his-holiness-pope-leo-xiv-on-the-occasion-of-the-thronal-feast-of-the-church-of-rome/.
[3] Για την αποστολική βάση της εκκλησιαστικής ενότητας και την συμβολική αναφορά στους αποστόλους Πέτρο και Ανδρέα, βλ. John Meyendorff, Byzantine Theology: Historical Trends and Doctrinal Themes (New York: Fordham University Press, 1974), pp. 112-115.
[4] «Sono particolarmente lieto di dare il benvenuto, per la prima volta dopo la mia elezione quale Vescovo di Roma e successore dell’Apostolo Pietro, alla vostra Delegazione che rappresenta la Chiesa sorella di Costantinopoli mentre celebriamo la festa dei Santi Pietro e Paolo, Patroni della Chiesa di Roma. Questo tradizionale scambio di delegazioni tra le due Chiese in occasione delle rispettive feste dei Santi Patroni è segno della profonda comunione già esistente tra noi e riflesso del vincolo di fraternità che unisce gli Apostoli Pietro e Andrea.,,».
[5] Will T. Cohen, The Concept of “Sister Churches” in Catholic-Orthodox Relations Since Vatican II (Münster: Aschendorff, 2016).
[6] Για την ιστορική σημασία της συνάντησης Παύλου ΣΤ΄ - Αθηναγόρα και την εισαγωγή του όρου «αδελφή Εκκλησία», βλ. John W. O'Malley, What Happened at Vatican II (Cambridge, MA: Harvard University Press, 2008), pp. 234-236. John Chryssavgis, ΄΄ Pilgrimage Toward Unity: Ecumenical Patriarch Athenagoras and Pope Paul VI in Jerusalem (1964) Based on Correspondence and Archives’’, in https://apostolicpilgrimage.org/historicmeeting.html.
[7] Για την εκκλησιολογική ερμηνεία της «αδελφής Εκκλησίας» στο πλαίσιο του οικουμενικού διαλόγου, βλ. Thomas F. Michel, «The Orthodox-Catholic Dialogue: Toward a Common Vision of the Church’’, in Theological Studies 70, 4 (2009), pp. 771-793.
[8] Για το ιστορικό πλαίσιο της άρσης των αναθεμάτων και τις προοπτικές της ενότητας, βλ. Geoffrey Wainwright, Ecumenical Theology: Today and Tomorrow (Grand Rapids, MI: Eerdmans, 2000), pp. 157-163.
[9] πρβλ. Κολασσαείς 1.18.
[10] πρβλ. Εφεσίους 4.13.
[11] R.Luciani, ‘’The Heart of the Current Reception of the Ecclesiology of the People of God, "New paths in the theology and practice of sensus fidei", in Warszawskie Studia Teologiczne, 36(2023), pp.28–51.
12Instrumentum Laboris (Ιούνιος 2023), §28–31. https://www.synod.va/content/dam/synod/common/phases/universal-stage/il/ENG_INSTRUMENTUM-LABORIS.pdf.
13 Episcopalis Communio (2018), §5. https://www.vatican.va/content/francesco/en/apost_constitutions/documents/papa-francesco_costituzione-ap_20180915_episcopalis-communio.html.
14 Instrumentum Laboris, §3.2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1) Ενδέχεται το περιεχόμενο του άρθρου να μη συμπίπτει με τις απόψεις και θέσεις του Ιστολογίου.
2) Να μην χρησιμοποιείτε greeklish για τον καλύτερη κατανόηση των σχολίων σας.
3) Να τσεκάρετε το πλαίσιο "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις" που βρίσκεται κάτω από το μήνυμα σας, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, ώστε να ειδοποιείστε για τα επόμενα σχόλια αυτής της ανάρτησης, μέσω της ηλεκτρονικής σας διεύθυνσης.
4)Τα σχόλια ελέγχονται από τον Διαχειριστή.
5) Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: Johhlotsios@gmail.com.