Ιωάννης Λότσιος Δρ.Θ. Academia 14/5/2025
Abstract: This
study offers a comprehensive examination of the historical, theological, and
pastoral trajectory of the Orthodox–Catholic dialogue from the 20th century to
the present. Beginning with the mutual lifting of excommunications in 1965 and
the highly symbolic encounters between Popes and Patriarchs, the dialogue has
evolved into a structured theological engagement with critical ecclesiological
issues. Through the documents of the Joint International Theological
Commission—ranging from Munich and Balamand to Ravenna and Chieti—a sincere and
systematic effort toward overcoming theological divisions emerges, particularly
on topics such as primacy, synodality, the Filioque, and ecclesial identity.
Ecumenical Patriarch Bartholomew and Pope Francis stand as leading figures who
have actively promoted rapprochement between the two Churches, embodying a new
ecumenical ethos grounded in humility, theological integrity, and pastoral
discernment. The study also highlights internal tensions within
Orthodoxy—especially the stance of Mount Athos and traditionalist circles—and
explores the diverse contemporary receptions of ecumenism. The work concludes
by exploring the theological and pastoral prerequisites for reunion:
recognition of ecclesial diversity, restoration of Eucharistic communion,
shared witness to global challenges, and above all, a spiritual renewal rooted
in repentance and openness to the work of the Holy Spirit. Church unity does
not result from institutional decrees but from a living experience in Christ,
founded on both truth and love.
Περίληψη: Η παρούσα μελέτη εξετάζει διεξοδικά την ιστορική, θεολογική και ποιμαντική πορεία του Ορθοδόξου–Καθολικού διαλόγου από τον 20ό αιώνα έως σήμερα. Ξεκινώντας από την άρση των αναθεμάτων το 1965 και τις συναντήσεις υψηλού συμβολισμού μεταξύ Πατριαρχών και Παπών, ο διάλογος εξελίχθηκε σε θεσμική και θεολογική διερεύνηση κρίσιμων εκκλησιολογικών θεμάτων. Μέσα από τα κείμενα της Μικτής Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής – από το Μόναχο και το Μπαλαμάντ έως τη Ραβέννα και το Κιέτι – αναδύεται μια ειλικρινής και συστηματική προσπάθεια γεφύρωσης των θεολογικών διαφορών, με κύρια σημεία αντιπαράθεσης το πρωτείο, τη συνοδικότητα, το Filioque και την εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας Φραγκίσκος αποτελούν κορυφαίες προσωπικότητες που προώθησαν την προσέγγιση των δύο Εκκλησιών, ενσαρκώνοντας ένα νέο οικουμενικό ήθος βασισμένο στην ταπείνωση, τη θεολογική ευθύνη και την ποιμαντική σύνεση. Η μελέτη αναδεικνύει, παράλληλα, τις εσωτερικές εντάσεις εντός της Ορθοδοξίας – με αιχμή τον ρόλο του Αγίου Όρους και των παραδοσιοκρατικών κύκλων – καθώς και τις διαφορετικές προσλήψεις του οικουμενισμού στον 21ο αιώνα. Καταλήγοντας, διερευνώνται οι θεολογικές και ποιμαντικές προϋποθέσεις για την επανένωση: η αναγνώριση της ποικιλίας, η αποκατάσταση της ευχαριστιακής κοινωνίας, η κοινή μαρτυρία ενώπιον των παγκόσμιων προκλήσεων και, κυρίως, η πνευματική ανακαίνιση που προϋποθέτει μετάνοια και άνοιγμα στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Η επανένωση δεν προκύπτει από θεσμικά διατάγματα αλλά από ζωντανή εμπειρία εν Χριστώ, με σεβασμό στην αλήθεια και στην αγάπη
Λέξεις Κλειδιά:΄Διάλογος, Ενότητα, Πρωτείο, Συνοδικόττα, Ορθοδοξία, Ρ/Καθολική
Εισαγωγή
Ο 20ός αιώνας
χαρακτηρίστηκε από ραγδαίες γεωπολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές
μεταβολές, οι οποίες επηρέασαν βαθιά την πορεία των διαχριστιανικών σχέσεων[1].
Μετά από αιώνες θεσμικής αποξένωσης, θεολογικής δυσπιστίας και πολιτισμικών
ανταγωνισμών, η Ορθόδοξη και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία προχώρησαν σε μια
ιστορική «επανεκκίνηση» του διαλόγου, επιχειρώντας να γεφυρώσουν το χάσμα που
επήλθε με το Σχίσμα του 1054[2].
Αυτή η νέα προσέγγιση δεν προέκυψε αυτομάτως. Αντιθέτως, αποτέλεσε καρπό μακράς
θεολογικής ωρίμανσης, μεταβολής των εκκλησιολογικών παραστάσεων και, κυρίως,
μιας νέας επίγνωσης των πνευματικών και κοινωνικών προκλήσεων της
νεωτερικότητας. Από την εποχή του Β’ Βατικανού Συνόδου (1962–1965) έως τις
συναντήσεις υψηλού επιπέδου μεταξύ Πατριαρχών και Παπών, διαμορφώθηκε ένας
πολυδιάστατος θεολογικός, ποιμαντικός και πολιτισμικός διάλογος, ο οποίος
συνεχίζεται μέχρι σήμερα[3].
Η παρούσα
μελέτη εξετάζει διεξοδικά τη διαδικασία αυτής της «επανεκκίνησης» του
Ορθοδόξου–Καθολικού διαλόγου στον 20ό αιώνα, εστιάζοντας σε πέντε βασικές
διαστάσεις:
- Την ιστορική αναδρομή των σχέσεων μεταξύ των
δύο Εκκλησιών έως το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα.
- Τις θεολογικές πρωτοβουλίες και τα κείμενα
που αποτέλεσαν ορόσημα στον διάλογο.
- Τον ρόλο κεντρικών προσώπων (Παπών,
Πατριαρχών, θεολόγων).
- Τις προκλήσεις και τις αντιδράσεις που
αναδύθηκαν εντός των Εκκλησιών.
- Τις σύγχρονες εξελίξεις στον 21ο αιώνα και
την προβολή μελλοντικών προοπτικών.
Στόχος είναι να διασαφηνιστεί πώς ο
διάλογος μετατοπίστηκε από το επίπεδο της απλής προσέγγισης σε μία συστηματική
και θεολογικά τεκμηριωμένη συνεργασία, με επίκεντρο την έννοια της ενότητας όχι
ως ομοιομορφίας, αλλά ως κοινωνίας στην αλήθεια και την αγάπη. Η έρευνα αυτή
στηρίζεται σε πατερικές αναφορές, εκκλησιαστικά κείμενα, συνοδικά πρακτικά και
επίσημες δηλώσεις, καθώς και σε νεότερη θεολογική βιβλιογραφία, ώστε να
παρουσιάσει ένα πλήρες και κριτικό πλαίσιο του διαλόγου Ορθοδόξων και Καθολικών
κατά τον 20ό αιώνα.
Ιστορική Αναδρομή των
Ορθοδόξων–Καθολικών Σχέσεων έως τον 20ό Αιώνα
Η σχέση μεταξύ
της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας υπήρξε πολυσύνθετη,
εξελισσόμενη ανάμεσα σε περιόδους προσέγγισης και σύγκρουσης, κοινού δόγματος
και εκκλησιολογικής απόκλισης. Το Μεγάλο Σχίσμα του 1054 σηματοδότησε την
κορύφωση μακροχρόνιων θεολογικών και κανονικών διαφορών που είχαν ωριμάσει ήδη
από τον 9ο αιώνα[4]. Αν
και συχνά προσδιορίζεται ως ένα μοναδικό γεγονός, στην πραγματικότητα επρόκειτο
για μια διαδικασία σταδιακής αποξένωσης που εκτυλίχθηκε εντός ενός πλαισίου
γεωπολιτικών μεταβολών και διαφορών στη θεώρηση της εκκλησιαστικής εξουσίας.
Οι θεολογικές
διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήδη από την εποχή του M. Φωτίου (9ος αιώνας)
και της έριδος περί Filioque κατέστησαν εμφανείς τις διαφορετικές προοπτικές[5].
Ο Πατριάρχης Φώτιος, υπερασπιζόμενος τη μοναρχία του Πατρός στην Τριάδα,
απέρριψε τη δυτική προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως και έθεσε τον θεολογικό
θεμέλιο λίθο της μεταγενέστερης διάστασης.
Η πολιτισμική
διαφοροποίηση, η αποδυνάμωση της χρήσης της ελληνικής γλώσσας στη Δύση και η
ανάδυση διαφορετικών κανονικών παραδόσεων συνέβαλαν στην απομάκρυνση. Επιπλέον,
η διοικητική τάση συγκέντρωσης της εξουσίας στον επίσκοπο Ρώμης ερχόταν σε
αντίθεση με την Ανατολική αντίληψη της συνοδικότητας και του «πρώτου μεταξύ
ίσων». Το 1054, η αλληλοαφορισμοί του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και του
Καρδιναλίου Ουμβέρτου αποτέλεσαν το σημείο ρήξης.³ Παρά το γεγονός ότι οι
ενέργειες αυτές δεν θεωρήθηκαν αρχικά οριστικές, η θεσμική διάσπαση εδραιώθηκε
με την πάροδο του χρόνου. Κατά τον 13ο αιώνα, η Τέταρτη Σταυροφορία (1204) και
η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους δημιούργησε ανεπανόρθωτο
τραύμα στη μνήμη των Ορθοδόξων, ενισχύοντας το αντιλατινικό αίσθημα. Οι
απόπειρες για ένωση, όπως στη Σύνοδο της Λυών (1274) και της
Φερράρας–Φλωρεντίας (1438–39), απέτυχαν λόγω θεολογικής ασυμβατότητας
και κοινωνικής απόρριψης από το σώμα της Ανατολικής Εκκλησίας[6].
Μετά την Άλωση
της Κωνσταντινούπολης (1453), η Ορθόδοξη Εκκλησία εισήλθε σε φάση ιστορικής
περιχαράκωσης, με κύριο μέλημα την επιβίωση και τη διατήρηση της ταυτότητάς της
υπό οθωμανική κυριαρχία. Αντίθετα, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία γνώρισε θεσμική
εδραίωση και αποικιοκρατική εξάπλωση, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο του Τριδέντου
(1545–1563). Η Αντιμεταρρύθμιση, η σύγκρουση με τον Προτεσταντισμό, καθώς και η
εδραίωση του παπικού πρωτείου και του αλαθήτου (1870) στην Α’ Βατικανή Σύνοδο,
αποξένωσαν ακόμα περισσότερο τις δύο Εκκλησίες. Στα μάτια των Ορθοδόξων, η
Καθολική Εκκλησία φαινόταν πλέον ως μία μονομερής εξουσιαστική δομή, αποκομμένη
από την πατερική κληρονομιά και τη συνοδική συνείδηση.
Παρά την
αποξένωση, υπήρχαν διάσπαρτες προσπάθειες επικοινωνίας, ιδίως από θεολόγους και
διανοουμένους. Στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, η αναβίωση της
πατερικής θεολογίας, η άνοδος των διαχριστιανικών κινήσεων και η εμπειρία των
παγκοσμίων πολέμων οδήγησαν σε αναθεώρηση των σχέσεων. Σημαντική στιγμή υπήρξε
η Εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1920, η οποία απηύθυνε κάλεσμα
προς τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες «προς την επανένωσιν» με πνεύμα
αδελφοσύνης και αλληλοσεβασμού[7].
Η Εγκύκλιος αυτή προανήγγειλε τη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο Οικουμενικό
Κίνημα και τη συγκρότηση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Η Β’ Βατικανή και η Θεολογική
Μεταστροφή της Ρώμης
Η σύγκληση της
Β’ Βατικανής Συνόδου (1962–1965) από τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ αποτέλεσε καμπή όχι
μόνο για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά και για τη συνολική πορεία του
διαχριστιανικού διαλόγου. Ήταν η πρώτη φορά που μια Οικουμενική Σύνοδος της
Ρώμης ασχολήθηκε με τρόπο θετικό και ανοιχτό με την παρουσία των άλλων
Εκκλησιών και Χριστιανικών Κοινοτήτων, θεμελιώνοντας την αρχή της “επιστροφής
στην ενότητα μέσω του διαλόγου και όχι της υποταγής”. Το θεμελιώδες
εκκλησιολογικό κείμενο της Συνόδου, η Lumen Gentium, εισήγαγε έναν πιο
συμπεριληπτικό ορισμό της Εκκλησίας, δηλώνοντας ότι:
“Η Εκκλησία του Χριστού subsistit
in στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία”.[8]
Η διατύπωση
αυτή (αντί του παραδοσιακού “est”) άφηνε περιθώρια για την ύπαρξη
εκκλησιαστικών στοιχείων και εκτός της Καθολικής Εκκλησίας, ανοίγοντας τον
δρόμο για ουσιαστικό θεολογικό διάλογο με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Αυτή η
προσέγγιση θεωρήθηκε από πολλούς Ορθοδόξους θεολόγους ως πρόοδος, καθώς
αναγνώριζε την ύπαρξη πραγματικής Εκκλησίας και μυστηρίων στην Ορθόδοξη
παράδοση, χωρίς να απαιτείται η άμεση «επιστροφή» υπό τον Πάπα. Ωστόσο, ο όρος subsistit
in παραμένει αντικείμενο έντονων εκκλησιολογικών συζητήσεων. Η Διάταξη περί
Οικουμενισμού, Unitatis Redintegratio (1964), εισήγαγε μια νέα θεώρηση
της σχέσης με τις άλλες Εκκλησίες. Δήλωνε ρητά ότι:
“Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί την
αποστολική διαδοχή και την αληθινή Ευχαριστία”,[9]
γεγονός που αποτέλεσε πρωτοφανή
αναγνώριση της πληρότητας του εκκλησιαστικού βίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η
έμφαση δόθηκε στην ανάγκη θεολογικού διαλόγου, προσευχής και αδελφικής
επικοινωνίας. Η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πλέον αναγνώριζε ότι η ενότητα δεν
μπορούσε να επιβληθεί, αλλά έπρεπε να οικοδομηθεί μέσα από την αναγνώριση της
ετερότητας και την πορεία προς κοινή πίστη και Ευχαριστία. Στις 7 Δεκεμβρίου
1965, μία ημέρα πριν τη λήξη της Συνόδου, ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ και ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Αθηναγόρας προχώρησαν στην άρση των αναθεμάτων του 1054. Η κοινή
αυτή ενέργεια, που συνοδευόταν από ταυτόχρονες δηλώσεις σε Ρώμη και
Κωνσταντινούπολη, δεν αποτέλεσε θεσμική ένωση, αλλά συμβολική κίνηση
αποκατάστασης των σχέσεων. Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας δήλωσε:
“Ήλθεν ο καιρός να διαλύσωμεν τα
νέφη της προκαταλήψεως με το φως της αγάπης”.[10]
Η κίνηση αυτή προετοίμασε το έδαφος
για τις μετέπειτα επισκέψεις υψηλού επιπέδου, καθώς και τη δημιουργία της
Μικτής Θεολογικής Επιτροπής Διαλόγου. Η Β’ Βατικανή Σύνοδος προκάλεσε
προβληματισμό και κινητοποίηση στο εσωτερικό της Ορθόδοξης θεολογικής σκέψης. Η
πατερική αναβίωση, που αναπτύχθηκε ταυτόχρονα στον Ορθόδοξο χώρο (ιδίως μέσω
των Ζηζιούλα, Ρωμανίδη, Φλωρόφσκυ), συνάντησε τη θεολογία της communio
στη Δύση, δημιουργώντας έδαφος για σύγκλιση. Ωστόσο, δεν έλειψαν και οι
κριτικές. Πολλοί Ορθόδοξοι θεολόγοι προειδοποίησαν ότι η «εκκλησιολογία των
κύκλων» της Unitatis Redintegratio υπονοεί μια σχετικοποίηση της
Ορθοδόξου ταυτότητας, θέτοντας σε κίνδυνο τη μοναδικότητα της Εκκλησίας.
Οι Συναντήσεις Προσεγγίσεως: Πατριάρχες και Πάπες (1965–2000)
Η περίοδος
1965–2000 αποτέλεσε κορυφαία φάση προσέγγισης μεταξύ της Ορθοδόξου και
της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η διπλωματική και πνευματική επαναπροσέγγιση
έλαβε σάρκα και οστά μέσα από συναντήσεις κορυφής μεταξύ Πατριαρχών και Παπών,
κοινές δηλώσεις, εκφράσεις συγγνώμης και προσπάθειες υπέρβασης των ιστορικών
τραυμάτων. Η «συνάντηση της αγάπης» εξελίχθηκε σταδιακά σε θεσμικό διάλογο
υψηλού επιπέδου, με την ίδρυση και ενεργοποίηση κοινών θεολογικών επιτροπών. Η
θεμελιώδης καμπή σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 1964, όταν ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ συναντήθηκαν στα Ιεροσόλυμα. Η
χειραψία τους στο Όρος των Ελαιών αποτέλεσε ισχυρό συμβολισμό συμφιλίωσης, και
έκτοτε καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς για την αποκατάσταση των σχέσεων.
Η συνάντηση
αυτή αποτέλεσε την αφετηρία σειράς ανταλλαγών επισκέψεων μεταξύ Φαναρίου και
Βατικανού. Τον Ιούλιο του 1967, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επισκέφθηκε επισήμως τη
Ρώμη, και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ μετέβη στο Φανάρι. Στις
7 Δεκεμβρίου 1965, η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του 1054 διακηρύχθηκε
ταυτόχρονα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη. Οι δύο προκαθήμενοι δήλωσαν ότι η
αναθεματική γλώσσα του παρελθόντος δεν εκφράζει πλέον τις προθέσεις των
Εκκλησιών τους, τονίζοντας: «Μετανοούμε διά τας προσβολάς και τας
προκαταλήψεις της ιστορίας· παρακαλούμεν ο ειρηνοποιός Κύριος να μας ελεήσει»[11].
Η κίνηση αυτή υπήρξε ιστορικής σημασίας, καθώς άνοιξε το δρόμο για την
επανασύνδεση των Εκκλησιών σε επίπεδο κοινωνίας αγάπης, αν και όχι ακόμη
ευχαριστιακής κοινωνίας. Ο Πατριάρχης Δημήτριος Α΄, διάδοχος του Αθηναγόρα,
συνέχισε την πολιτική διαλόγου και επικοινωνίας. Το 1979, υποδέχθηκε τον Πάπα
Ιωάννη Παύλο Β΄ στο Φανάρι, κατά την εορτή του Αγίου Ανδρέα, όπου υπεγράφη
Κοινή Διακήρυξη, με την οποία επαναβεβαιωνόταν η κοινή πορεία προς την ενότητα.
Η ίδια διακήρυξη ανακοίνωσε την ίδρυση της Μικτής Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής
Ορθοδόξων και Καθολικών, η οποία άρχισε το έργο της το 1980 στην Πάτμο. Η
πρωτοβουλία αυτή θεωρήθηκε σημείο ωρίμανσης των σχέσεων και αναβάθμισης του
διαλόγου από διπλωματικό σε θεολογικό.
Ο Πάπας
Ιωάννης Παύλος Β΄ διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη βελτίωση των σχέσεων. Με
θεολογική εμβρίθεια και ποιμαντική ευαισθησία, διακήρυξε ότι η Εκκλησία πρέπει
να «αναπνέει με τους δύο της πνεύμονες – Ανατολής και Δύσης»[12].
Οι επισκέψεις του στην Κωνσταντινούπολη, στο Άγιον Όρος, καθώς και στην Αθήνα
το 2001, συνοδεύτηκαν από:
- Ρητές εκφράσεις συγγνώμης για τα δεινά της
Λατινικής Εκκλησίας προς την Ορθοδοξία.
- Δημόσια καταδίκη της Σταυροφορίας του 1204.
- Τονισμό της ανάγκης ενότητας στην πίστη και
μαρτυρία.
Οι ενέργειές του ενίσχυσαν τη θετική εικόνα της Ρώμης στον Ορθόδοξο κόσμο, χωρίς να αίρουν τις θεολογικές διαφορές. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, από την εκλογή του το 1991, συνέχισε με συνέπεια τη γραμμή των προκατόχων του, ενισχύοντας τις συμβολικές και θεολογικές γέφυρες με τη Ρώμη. Με συχνές επισκέψεις στο Βατικανό, συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια και κοινές δηλώσεις με τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, έθεσε τις βάσεις για τη συνέχιση του διαλόγου στη νέα χιλιετία.
Η Θεσμική Θεμελίωση του Διαλόγου – Από την Πάτμο στη Ραβέννα (1980–2007)
Η μετάβαση από
την αγάπη στη θεσμική και θεολογική
εμβάθυνση του Ορθοδόξου–Καθολικού διαλόγου σηματοδοτήθηκε από τη συγκρότηση της
Μικτής Διεθνούς Θεολογικής Επιτροπής για τον Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της
Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Από το 1980 και εξής, η Επιτροπή
αποτέλεσε το κύριο όργανο διαλόγου, προσφέροντας δομημένη βάση για συζήτηση
θεμελιωδών εκκλησιολογικών και δογματικών ζητημάτων.
Η πρώτη
συνάντηση της Μικτής Επιτροπής πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1980, στην Πάτμο
και τη Ρόδο, υπό την προεδρία του Καρδινάλιου Johannes Willebrands και του
Μητροπολίτη Μελίτωνος (Χαλκηδόνος). Το θέμα της πρώτης φάσης του διαλόγου ήταν:
“Η μυστηριακή δομή της Εκκλησίας και η σημασία της Ευχαριστίας”. Το κείμενο της
Μονάχου (1982)[13] που
ακολούθησε, έθεσε ως θεμέλιο τη συγκλίνουσα κατανόηση του μυστηρίου της
Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας την Εκκλησία ως ευχαριστιακή κοινότητα εν κοινωνία με
τον επίσκοπο. Το κείμενο της Μπάρι (1987) αφορούσε τη σχέση πίστης και
μυστηρίων, όπου σημειώθηκε ότι Ορθόδοξοι και Καθολικοί διατηρούν κοινή αντίληψη
περί μυστηρίων, ιδιαίτερα της Ευχαριστίας και της Χειροτονίας.
Το 1990, κατά τη σύνοδο στη Φρέιζερ
της Γερμανίας, αναδείχθηκαν εντάσεις λόγω του φαινομένου του ουνιτισμού στην
Ουκρανία και τη Ρουμανία. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι κατήγγειλαν την ανασύσταση
Ελληνοκαθολικών δομών στις μετακομμουνιστικές χώρες, θεωρώντας ότι παραβιάζουν
το πνεύμα του διαλόγου.
Η κατάσταση οδήγησε στη διακοπή των
εργασιών της Επιτροπής. Η επαναδραστηριοποίηση έγινε στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου
(1993), όπου δημοσιεύθηκε κοινή δήλωση κατά του προσηλυτισμού, η οποία
απέρριπτε τον ουνιτισμό ως μοντέλο ενότητας, δίνοντας έμφαση στον σεβασμό της
ταυτότητας της κάθε Εκκλησίας[14].
Η Δήλωση του Μπαλαμάντ αποτέλεσε σταθμό συμφιλίωσης και επανεκκίνησης του
διαλόγου σε επίπεδο εμπιστοσύνης.Το 2000, με αφορμή το Ιωβηλαίο έτος της
Καθολικής Εκκλησίας, πραγματοποιήθηκαν συντονισμένες επαφές και ανακοινώσεις
για την ανανέωση του διαλόγου. Σε δήλωση του Οικουμενικού Πατριάρχη
Βαρθολομαίου στη Βαλτιμόρη, τονίστηκε: «Η ενότητα δεν μπορεί να βασίζεται
στην εξουσιαστική κυριαρχία, αλλά στη διακονία της αγάπης και της αληθείας»[15].
Οι διεργασίες αυτές προετοίμασαν την επανεκκίνηση της Επιτροπής και την
προετοιμασία της συνάντησης του Ραβέννα.
Η Συνάντηση
του Ραβέννα υπήρξε καμπή στη θεολογική κατανόηση του πρωτείου και της
συνοδικότητας. Το έγγραφο που εκδόθηκε, με τίτλο «Εκκλησιολογικές και
Κανονικές Συνέπειες της Μυστηριακής Φύσεως της Εκκλησίας: Εκκλησιαστική
Κοινωνία, Συνοδικότητα και Πρωτείο», αναγνώρισε:
- Την ύπαρξη πρωτείου στην Εκκλησία, σε
τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
- Ότι το πρωτείο πρέπει να ασκείται εντός της
συνοδικότητας και όχι ανεξαρτήτως αυτής.
- Ότι ο επίσκοπος Ρώμης είχε πρωτείο τιμής
κατά την πρώτη χιλιετία, χωρίς ορισμό δικαιοδοσίας[16].
Η Ρωσική Εκκλησία, ωστόσο,
αποχώρησε από τη συνάντηση, διαφωνώντας για την εκπροσώπηση της Εσθονικής
Εκκλησίας. Το γεγονός κατέδειξε τις ενδοορθόδοξες δυσκολίες, που εξακολουθούν
να επηρεάζουν την εξέλιξη του διαλόγου.
Νεότερες
Εξελίξεις και η Πορεία προς τον 21ο Αιώνα
Η είσοδος στον
21ο αιώνα βρίσκει τον Ορθόδοξο–Καθολικό διάλογο να συνεχίζει σε θεσμικό
επίπεδο, αλλά και να αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις, τόσο θεολογικές όσο και
γεωπολιτικές. Η σχέση μεταξύ των δύο Εκκλησιών χαρακτηρίζεται από συνεχιζόμενη
αναζήτηση κοινής θεολογικής βάσης, αλλά και από εσωτερικές διαφοροποιήσεις,
ιδιαίτερα εντός του ορθοδόξου κόσμου. Οι εξελίξεις της τελευταίας εικοσαετίας
αποκαλύπτουν το εύρος των θεμάτων που παραμένουν ανοικτά, αλλά και τις
προσπάθειες για συνέχιση του διαλόγου παρά τις δυσκολίες. Το 2009, η Μικτή
Επιτροπή συνεδρίασε στην Πάφο της Κύπρου, προχωρώντας σε περαιτέρω συζήτηση του
ζητήματος του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο, βασιζόμενη στο έγγραφο του
Ραβέννα. Η Ορθόδοξη αντιπροσωπεία παρουσίασε τις αντιρρήσεις της στην έννοια
του καθολικού πρωτείου εξουσίας, αντιπροτείνοντας την παραδοσιακή ορθόδοξη αρχή
του πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares).
Η συζήτηση
εστίασε σε ιστορικά και κανονικά δεδομένα της πρώτης χιλιετίας, με σκοπό την
ερμηνεία της θέσης του επισκόπου Ρώμης εντός της συνοδικής δομής. Η διαφορετική
εκκλησιολογική θεώρηση παρέμεινε εμφανής: για τη Ρώμη, το πρωτείο έχει
συγκεκριμένη ποιμαντική και διοικητική λειτουργία, ενώ για την Ορθοδοξία
αποτελεί έκφραση ενότητας, όχι εξουσίας. Η Πανορθόδοξη Σύνοδος που συγκλήθηκε
στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης το 2016 επανέφερε το ενδιαφέρον για τη θεολογική
ταυτότητα της Ορθοδοξίας και τη στάση της έναντι των άλλων χριστιανικών
ομολογιών. Το κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν
Χριστιανικόν κόσμον» επιβεβαίωσε τη δέσμευση στον θεολογικό διάλογο, αλλά
κατέστησε σαφές ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την αυθεντική έκφραση της Μίας
Εκκλησίας του Χριστού.
Η απόφαση αυτή
προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, ιδίως από κύκλους που αμφισβητούν την
εγκυρότητα και την αναγκαιότητα των διαλόγων με τη Ρώμη. Παρόλα αυτά, η Σύνοδος
επαναβεβαίωσε τη θέση της Ορθοδοξίας ως εκκλησίας διαλόγου, όχι απομόνωσης. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Πάπας
Φραγκίσκος εγκαινίασαν μια νέα περίοδο αδελφικής επικοινωνίας και συμβολικής
ενότητας. Από τη συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (2014), μέχρι τις κοινές δηλώσεις για
το περιβάλλον και τους πρόσφυγες, η συνεργασία τους ενίσχυσε την εικόνα ενός
διαλόγου σε πνεύμα ταπεινότητας και πραότητας. Ο Πάπας Φραγκίσκος έχει
επανειλημμένα δηλώσει την πρόθεσή του να επανεξετάσει την άσκηση του πρωτείου
σε σχέση με τη συνοδική διάσταση. Μετά
το Ραβέννα, η Μικτή Επιτροπή συνέχισε τις εργασίες της με στόχο την εμβάθυνση
στο ζήτημα του πρωτείου και της συνοδικότητας κατά τη δεύτερη χιλιετία. Στη
Λιμόζ (2009) και τη Βιέννη (2010), το θέμα του παπικού πρωτείου τέθηκε πλέον
στο επίκεντρο, με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να προτείνει ένα μοντέλο “πρωτείου
εντός της κοινωνίας των Εκκλησιών”, και την Ορθόδοξη πλευρά να επιμένει στην
αναλογία μεταξύ τοπικότητας και καθολικότητας.
Το κείμενο της
Βιέννης δεν κατέληξε σε τελική κοινή διατύπωση, αλλά κατέγραψε τις βασικές
συμφωνίες και διαφωνίες. Σημαντικό ήταν ότι όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες
επανήλθαν στον διάλογο, περιλαμβανομένης και της Ρωσικής Εκκλησίας. Η δεκαετία
του 2010 χαρακτηρίστηκε από προσπάθειες διαμόρφωσης ενός κοινού θεολογικού
λεξιλογίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την έννοια της Εκκλησίας ως κοινωνίας (communio
ecclesiarum), καθώς και τη λειτουργία του πρωτείου ως διακονίας ενότητας.
Η Συνάντηση
του Κιέτι (2016) κατέληξε σε κείμενο με θέμα: “Η συνοδικότητα και το πρωτείο
κατά την πρώτη χιλιετία: Προς κοινή κατανόηση στην υπηρεσία της ενότητας της
Εκκλησίας”, όπου γίνεται σαφής αναφορά στην ανάγκη:
- Σεβασμού της τοπικής αυτοκεφαλίας,
- Αναγνώρισης του πρωτείου τιμής χωρίς αναγωγή
σε καθολική δικαιοδοσία, και
- Διατήρησης της συνοδικής δομής ως βασικής μορφής οργάνωσης της
Παράλληλα με τις θεολογικές διεργασίες, υπήρξαν πολυάριθμες κοινές δράσεις σε επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος, υπεράσπισης των διωκόμενων χριστιανών, και προσέγγισης σε χώρες όπως η Ουκρανία, η Μέση Ανατολή και η Αφρική. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η Κοινή Δήλωση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Φραγκίσκου στην Κωνσταντινούπολη (2014), όπου επιβεβαιώνεται:
«Η κοινή μας επιθυμία να εργαστούμε για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας στην πίστη, στα μυστήρια και στην ιεραρχία»[17]
Παρά τις θετικές εξελίξεις, δεν
έλειψαν τα εσωτερικά εμπόδια, κυρίως στην Ορθόδοξη πλευρά. Αντιδράσεις για την
ταυτότητα του διαλόγου, η αποχή της Ρωσίας από τη Σύνοδο στην Κρητη (2016), και
η αμφισβήτηση της εκπροσώπησης του Οικουμενικού Πατριαρχείου επιβράδυναν την
ενιαία στάση. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι Καθολικοί θεολόγοι εξέφρασαν
δυσφορία για την αργή πρόοδο και την απουσία δεσμευτικών συμφωνιών. Η Ρώμη,
ωστόσο, συνεχίζει να προβάλλει την έννοια ενός “πρωτείου εν κοινωνία”, ενώ
ενισχύει τον συνοδικό της λόγο μέσω της Συνόδου για τη Συνοδικότητα
(2021–2024). Ο διάλογος στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα πέρασε
από το στάδιο της ευγένειας και των συμβολισμών σε ουσιαστική θεολογική
διερεύνηση. Οι σημαντικές διαφωνίες παραμένουν, ιδίως γύρω από το πρωτείο και
την εκκλησιολογική ταυτότητα, όμως η θέληση για συνέχιση του διαλόγου αποτελεί
ισχυρή παρακαταθήκη ελπίδας.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος και η Προώθηση του Διαλόγου
Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄, από την εκλογή του το 1991, διαδραματίζει κεντρικό
ρόλο στην προώθηση του οικουμενικού διαλόγου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το
όραμά του για ενότητα δεν περιορίζεται σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά εκδηλώνεται
με συνεπείς πρωτοβουλίες, δημόσιο λόγο και θεσμικές δράσεις, εντός και εκτός
της Ορθοδοξίας. Η παρούσα ενότητα εξετάζει τη συμβολή του Πατριάρχη στην
εμβάθυνση του διαλόγου, εστιάζοντας στη θεολογική, ποιμαντική και πολιτισμική
του προσέγγιση.
Ο Πατριάρχης
Βαρθολομαίος υπήρξε ο πρώτος προκαθήμενος της Ορθοδοξίας που συμμετείχε σε
παπική ενθρόνιση (2013), παρουσία στην εγκαθίδρυση του Πάπα Φραγκίσκου. Αυτή η
κίνηση είχε έντονο συμβολικό και εκκλησιολογικό χαρακτήρα, καταδεικνύοντας τη
διάθεση για αδελφική συνεργασία.
Σημαντικές στιγμές περιλαμβάνουν:
- Την κοινή προσκυνηματική επίσκεψη στους
Αγίους Τόπους (Μάιος 2014), εις ανάμνηση της συνάντησης Παύλου ΣΤ΄ –
Αθηναγόρα (1964).
- Την κοινή προσευχή και δηλώσεις υπέρ της
ενότητας στο Φανάρι (2014 και 2018).
- Την υποδοχή του Πάπα Φραγκίσκου στο Φανάρι,
όπου εκδόθηκαν κοινές δηλώσεις για τη διατήρηση του διαλόγου, την
οικολογική συνείδηση και την προστασία της χριστιανικής παρουσίας στη Μέση
Ανατολή.
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος είναι
επηρεασμένος από την ευχαριστιακή εκκλησιολογία, όπως διαμορφώθηκε από τον
Μητροπολίτη Ιωάννη Ζηζιούλα. Σε δημόσιες παρεμβάσεις και εγκυκλίους του,
τονίζει ότι η ενότητα της Εκκλησίας θεμελιώνεται στο κοινό βάπτισμα, την αποστολική
διαδοχή και την αναφορά στην Ευχαριστία. Σύμφωνα με τον ίδιο:
«Η ενότης δεν είναι εξαναγκασμός,
αλλά καρπός κοινωνίας στην αλήθεια και τη χάρη»[18]
Η θεολογική προσέγγισή του
συνδυάζει πίστη στην παράδοση με ποιμαντικό ρεαλισμό, προσπαθώντας να
διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ δογματικής ακριβείας και ποιμαντικής
οικονομίας. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έχει συμμετάσχει σε πλήθος διεθνών
πρωτοβουλιών:
- Διαθρησκειακά
συνέδρια, ιδιαίτερα σε συνεργασία με το Βατικανό (π.χ. Ασίζη 2011, 2016).
- Ομιλίες
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στον ΟΗΕ για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη
θρησκευτική ελευθερία και τη φτώχεια.
- Συμμετοχή
σε παγκόσμιες περιβαλλοντικές δράσεις, όπου διαμορφώνει ένα νέο
οικουμενικό ήθος.
Αναγνωρίζεται
διεθνώς ως “Πράσινος Πατριάρχης” για την οικολογική του ευαισθησία, ενώ η
συνεργασία του με τον Πάπα Φραγκίσκο στο περιβαλλοντικό πεδίο ενίσχυσε το κοινό
τους μήνυμα περί σεβασμού της Δημιουργίας ως θεολογικού καθήκοντος. Η δράση του
Πατριάρχη Βαρθολομαίου έχει τύχει ευρύτατης αποδοχής σε διεθνές επίπεδο, όμως
έχει προκαλέσει και αντιδράσεις στον εσωτερικό ορθόδοξο χώρο. Συγκεκριμένα:
- Κύκλοι
εντός του Αγίου Όρους και παραδοσιοκρατικοί θεολόγοι επικρίνουν την
οικουμενική πολιτική του Πατριάρχη ως «υπερβατική των δογματικών ορίων».
- Η Ρωσική
Εκκλησία αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία του Φαναρίου, ιδιαίτερα μετά το
Ουκρανικό Αυτοκέφαλο (2018), γεγονός που επηρεάζει έμμεσα και την εξέλιξη
του διαλόγου με τη Ρώμη.
Ωστόσο, οι
περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνωρίζουν ότι ο Πατριάρχης λειτουργεί ως
θεματοφύλακας της ενότητας και της παράδοσης, χωρίς να εγκαταλείπει τον
διάλογο.
Ο Πάπας Φραγκίσκος και η Συνοδικότητα ως Γέφυρα
Κατανόησης
Η εκλογή του
Πάπα Φραγκίσκου το 2013 εγκαινίασε μία νέα εποχή στην καθολική εκκλησιολογία
και στην πορεία του διαλόγου με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Με έμφαση στην
ταπεινότητα, τη διακονία και τη θεολογική επιστροφή στις πηγές της Εκκλησίας, ο
Πάπας Φραγκίσκος προώθησε την έννοια της συνοδικότητας ως θεμελιώδη διάσταση
της εκκλησιαστικής ζωής, επιχειρώντας να γεφυρώσει το χάσμα με την Ορθόδοξη
κατανόηση του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Από την αρχή
της παποσύνης του, ο Φραγκίσκος ανέδειξε τη συνοδικότητα ως την προοπτική μέσα
από την οποία η Καθολική Εκκλησία πρέπει να ανανεωθεί. Στην εναρκτήρια ομιλία
της Συνόδου των Επισκόπων το 2014, τόνισε:
«Η συνοδικότητα είναι αυτό που ο
Θεός περιμένει από την Εκκλησία του τον τρίτο χιλιετία»[19].
Η προσέγγιση αυτή υπογραμμίζει ότι
η Εκκλησία δεν είναι μονολιθική δομή εξουσίας, αλλά ένα λαϊκό–επισκοπικό σώμα
σε διαρκή διάλογο και κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια του πρωτείου
νοείται ως υπηρεσία και όχι κυριαρχία, προσεγγίζοντας την Ορθόδοξη εκκλησιολογία.
Η Σύνοδος για τη Συνοδικότητα, που ξεκίνησε το 2021 και επεκτάθηκε έως το 2024,
συνιστά τη μεγαλύτερη συνοδική πρωτοβουλία της Καθολικής Εκκλησίας από τη Β’
Βατικανή Σύνοδο. Με συμμετοχή επισκόπων, θεολόγων και λαϊκών από όλο τον κόσμο,
στόχος ήταν:
- Η ενίσχυση της ακρόασης του λαού του Θεού,
- Η επανεξέταση της λειτουργίας της παπικής
εξουσίας,
- Η αναγνώριση των τοπικών Εκκλησιών ως
αυθεντικών εκφράσεων της καθολικότητας.
Η διαδικασία έγινε δεκτή θετικά από
πολλούς Ορθοδόξους θεολόγους, καθώς περιέχει στοιχεία που αντηχούν την συνοδική
πρακτική της Ανατολής. Στην ομιλία του προς Ορθοδόξους θεολόγους στην Ακαδημία
Αθηνών, ο Φραγκίσκος δήλωσε:
«Η συνοδικότητα δεν καταργεί το
πρωτείο· το νοηματοδοτεί ως στοιχείο ενότητας και όχι κυριαρχίας»[20].
Ο λόγος αυτός θεωρήθηκε από
θεολόγους, όπως ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, ως ένα «αξιόλογο άνοιγμα» για
τη διαμόρφωση κοινού εκκλησιολογικού πλαισίου, ιδίως ως προς τη σχέση
συνοδικότητας–πρωτείου. Ο Φραγκίσκος έχει κατ’ επανάληψιν εκφράσει τον σεβασμό
του προς την πατερική θεολογία, τη λειτουργική παράδοση και την ευχαριστιακή
ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Χαρακτηριστικά:
- Τόνισε τη σημασία της ανατολικής λιτότητας
και θεοκεντρικότητας.
- Έκανε εκκλήσεις για κοινή ημερομηνία Πάσχα.
- Προώθησε τον διάλογο για την αναγνώριση της
ποικιλομορφίας ως θεμιτής ενότητας.
Στην επίσκεψή κατά τη συνάντησή του
με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, δήλωσε ότι το μέλλον της Χριστιανοσύνης είναι
συνοδικό, διαλογικό και ευχαριστιακό. Παρά τη φιλική διάθεση, υπάρχουν
θεολογικά και θεσμικά όρια. Η Καθολική Εκκλησία δεν έχει εγκαταλείψει:
- Την θεσμική ερμηνεία του παπικού αλαθήτου,
- Την καθολική δικαιοδοσία του Πάπα,
- Τον τρόπο διοίκησης μέσω Συνοδών που
προεδρεύονται από την Curia.
Ωστόσο, το γεγονός ότι ο ίδιος ο
Πάπας προτείνει επαναπροσδιορισμό αυτών των δομών συνιστά άνοιγμα.
Οι Δογματικές Προκλήσεις στον
Θεολογικό Διάλογο
Παρά τις
θετικές εξελίξεις και την πρόοδο στις σχέσεις μεταξύ της Ορθοδόξου και της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εξακολουθούν να υφίστανται βαθιές δογματικές
διαφοροποιήσεις που καθιστούν δύσκολη την αποκατάσταση της πλήρους
ευχαριστιακής κοινωνίας. Ανάμεσα στα κυριότερα θεολογικά ζητήματα
συγκαταλέγονται: το ζήτημα του πρωτείου, η προσθήκη του Filioque στο
Σύμβολο της Πίστεως και το δόγμα της Άσπιλης Συλλήψεως της Θεοτόκου. Το
κεφάλαιο αυτό εξετάζει τις θεολογικές θέσεις εκατέρωθεν και τις προοπτικές
υπέρβασής τους.
Η μεγαλύτερη πρόκληση αφορά το
είδος και την έκταση του πρωτείου που διεκδικεί ο επίσκοπος Ρώμης. Η
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, βάσει της Α΄ Βατικανής Συνόδου (1870), αναγνωρίζει
στον Πάπα καθολική και άμεση δικαιοδοτική εξουσία επί της Εκκλησίας, καθώς και
αλάθητο λόγο όταν μιλά ex cathedra[21].
Αντιθέτως, η Ορθόδοξη Εκκλησία
αναγνωρίζει μόνον πρωτείο τιμής, όπως ίσχυε κατά την πρώτη χιλιετία, χωρίς
δικαιοδοτική εξουσία επί των λοιπών Πατριαρχείων. Ο Μητροπολίτης Ιωάννης
Ζηζιούλας παρατηρεί:
«Το πρωτείο, αν ασκείται εκτός
συνοδικότητας, καθίσταται αντιεκκλησιαστικό»[22].
Το κείμενο της Ραβέννα (2007)
συμφωνεί ότι υπήρχε πρωτείο στον επίσκοπο Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία, αλλά
δεν αποσαφηνίζει τη μορφή της εξουσίας του. Οι διαφορές παραμένουν, με την
Ορθοδοξία να επιμένει στην συνοδικότητα ως θεμελιώδη αρχή, και τη Ρώμη να
προτείνει μια ανανεωμένη ερμηνεία του πρωτείου ως διακονίας ενότητος.
Η δυτική προσθήκη του Filioque
στο Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή η φράση ότι το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται και εκ
του Υιού», αποτέλεσε έναν από τους βασικούς θεολογικούς λόγους του σχίσματος. Η
Ανατολική Εκκλησία εμμένει στη διατύπωση της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου,
όπου αναφέρεται μόνο η εκπόρευση εκ του Πατρός.³
Θεολογικά, το ζήτημα εστιάζει:
- Στην παραβίαση της συνοδικής αυθεντίας των
Οικουμενικών Συνόδων,
- Στην εσωτερική ζωή της Αγίας Τριάδος και τον
ρόλο του Πατρός ως πηγής θεότητος.
Οι Καθολικοί θεολόγοι σήμερα
τείνουν να ερμηνεύουν το Filioque ως οικονομική και όχι οντολογική
εκπόρευση, προσπαθώντας να το καταστήσουν θεολογικά αποδεκτό για την Ανατολή[23].Υπάρχουν
προτάσεις επαναφοράς του αρχικού Συμβόλου στις κοινές λειτουργικές περιστάσεις.
Το δόγμα της Άσπιλης Συλλήψεως (Immaculata Conceptio), που ορίστηκε το 1854 από
τον Πάπα Πίο Θ΄, υποστηρίζει ότι η Παρθένος Μαρία συνελήφθη χωρίς το
προπατορικό αμάρτημα[24].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται αυτό το δόγμα, για τους εξής λόγους:
- Η οντολογική φύση του προπατορικού
αμαρτήματος είναι διαφορετικά κατανοητή στην Ανατολή: δεν υφίσταται ως
«ενοχή» αλλά ως «διάσπαση κοινωνίας».
- Η αγιότητα της Θεοτόκου θεμελιώνεται στη
θεία Χάρη και την υπακοή της, και όχι σε κάποια «προκαταβολική» εξαίρεση.
Παρ’ όλα αυτά, η Ορθόδοξη τιμή προς
τη Θεοτόκο είναι εξίσου έντονη, γεγονός που αφήνει περιθώριο για θεολογικό
συντονισμό, κυρίως εάν το δόγμα ερμηνευθεί όχι ως ιστορικό γεγονός, αλλά ως
δογματικό υπόμνημα της αγιότητας της Παναγίας.
Η Ευχαριστία και η Εκκλησιολογία στον Διάλογο
Ορθοδόξων και Καθολικών
Η ευχαριστιακή
θεολογία και η εκκλησιολογία αποτελούν κρίσιμα πεδία σύγκλισης και απόκλισης
μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Αν και οι δύο παραδόσεις
αναγνωρίζουν την Ευχαριστία ως «πηγή και κορυφή» της εκκλησιαστικής ζωής, η
κατανόηση της σχέσης μεταξύ τοπικής και καθολικής Εκκλησίας, καθώς και η
λειτουργία του επισκόπου εντός της ευχαριστιακής κοινότητας, διαφέρει
σημαντικά. Το παρόν κεφάλαιο διερευνά πώς η ευχαριστιακή θεολογία επηρέασε την
πρόσληψη της εκκλησιολογίας στον διάλογο, με έμφαση στις πατερικές αναφορές και
στα κείμενα της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής.
Σύμφωνα με την
αρχαία χριστιανική παράδοση, η Ευχαριστία δεν είναι απλώς ένα από τα Μυστήρια,
αλλά η φανέρωση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού. Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας ήδη από
τον 2ο αιώνα γράφει:
«Ὅπου ἂν φανῇ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ τὸ πλῆθος ἔστω· ὥσπερ ὅπου ἂν ᾖ Ἰησοῦς Χριστός, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία»[25].
Αυτή η ευχαριστιακή αντίληψη της
Εκκλησίας υπήρξε θεμέλιο για την Ορθόδοξη θεολογία του 20ού αιώνα. Ο Γεώργιος
Φλωρόφσκι και ο Ιωάννης Ζηζιούλας ανέπτυξαν την ιδέα της Εκκλησίας ως
κοινότητας ευχαριστιακής, εν τόπω και χρόνω, που μετέχει στην καθολικότητα μέσω
της Θείας Λειτουργίας.
Ο θεολογικός
όρος communio ecclesiarum (κοινωνία Εκκλησιών) κατέστη κεντρικός όρος
στον μετασυνοδικό καθολικό λόγο, ιδίως με τη Lumen Gentium (§26). Η
Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ότι:
- Κάθε τοπική Εκκλησία που τελεί εγκύρως την
Ευχαριστία είναι αυθεντική Εκκλησία,
- Αλλά η πληρότητα της κοινωνίας απαιτεί
ενότητα με τον επίσκοπο Ρώμης.
Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία
θεωρεί ότι κάθε τοπική Εκκλησία εκφράζει πλήρως την καθολικότητα, εφόσον
βρίσκεται εν κοινωνία με τις άλλες και συμμετέχει στη συνοδικότητα, χωρίς
αναφορά σε παγκόσμιο επίσκοπο. Η Μικτή Επιτροπή, ιδίως στα κείμενα της Μονάχου
(1982) και του Βαρί (1987), ανέδειξε την ευχαριστιακή βάση της ενότητας. Το
κείμενο της Μονάχου αναφέρει: «Η Εκκλησία είναι η ευχαριστιακή σύναξη των
πιστών με τον επίσκοπο· εκεί παρίσταται ολόκληρο το σώμα του Χριστού»[26].
Το έγγραφο της Σαμπεζύ (1990) επεσήμανε την ανάγκη για θεολογική συνείδηση ότι
η ενότητα δεν είναι εξωτερικός οργανισμός αλλά εσωτερική κοινωνία, με βάση τη
θεία Ευχαριστία. Η πρόοδος αυτή υπήρξε θεμελιακή για την εκκλησιολογική
προσέγγιση μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αν και δεν αίρει τις διαφωνίες για το
ζήτημα του πρωτείου και της δικαιοδοσίας. Οι Ορθόδοξοι θεολόγοι υποστηρίζουν
ότι η αναγνώριση της Εκκλησίας ως ευχαριστιακής κοινότητας οδηγεί αναπόφευκτα
στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού του παπικού ρόλου. Από την άλλη πλευρά, η
Καθολική Εκκλησία θεωρεί ότι η ενότητα της πίστης και της κοινωνίας με τον Πάπα
αποτελεί συστατικό στοιχείο της καθολικότητας.
Ο Ζηζιούλας προτείνει ότι:
«Η μόνη βάση για την ενότητα των
Εκκλησιών είναι η κοινή Ευχαριστία· το υπόλοιπο είναι διοικητικό»[27].
Η θέση αυτή ανοίγει προοπτικές για επιλεκτική κοινωνία σε ειδικές περιπτώσεις, ιδίως σε μικτές γάμους και σε απομονωμένες κοινότητες.
Το Ζήτημα της Εκκλησιαστικής
Εξουσίας και της Διοικητικής Αυτονομίας
Η θεώρηση της
εκκλησιαστικής εξουσίας και της διοικητικής οργάνωσης αποτελεί ένα από τα
βασικά πεδία διαφοροποίησης μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας. Η ιστορική εξέλιξη του εκκλησιαστικού θεσμού στη Δύση οδήγησε στην
ανάπτυξη ενός ισχυρά κεντρικού και παπικού μοντέλου διοίκησης, ενώ η Ανατολή
διατήρησε την αρχή της συνοδικότητας και της αυτοκεφαλίας. Η διαφοροποίηση αυτή
δεν είναι απλώς θεσμική, αλλά εκφράζει βαθύτερες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις,
σχετικές με την πνευματική ερμηνεία της ενότητας και της εξουσίας στην
Εκκλησία. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ειδικά μετά την Πρώτη Βατικανή Σύνοδο
(1870), θεμελίωσε ένα μοντέλο εξουσίας στο οποίο ο Πάπας:
- Έχει υπέρτατη, πλήρη και άμεση εξουσία επί
της καθολικής Εκκλησίας,
- Μπορεί να αποφασίζει ex cathedra
χωρίς τη συναίνεση συνόδου,
- Ασκεί τον ρόλο του ως ορατό θεμέλιο
ενότητας.
Η κεντρικότητα της ρωμαϊκής
διοίκησης ενισχύθηκε και θεσμικά μέσω της Κουρίας, η οποία διαχειρίζεται την
καθολική κοινότητα με διοικητικούς και νομικούς όρους, κάτι που προκαλεί
επιφυλάξεις στον ορθόδοξο χώρο[28].
Η Ορθόδοξη
Εκκλησία αναγνωρίζει ως θεμέλιο της ενότητας τη συνοδική λειτουργία της
Εκκλησίας. Δεν υπάρχει υπέρτατη εξουσία σε έναν προκαθήμενο· κάθε Τοπική
Εκκλησία είναι πλήρης και καθολική, με τον επίσκοπό της να αποτελεί το κέντρο
της ευχαριστιακής σύναξης[29].
Η αρχή της διοικητικής αυτονομίας
(αυτοκεφαλία) προϋποθέτει ότι κάθε Εκκλησία διαχειρίζεται τα εσωτερικά της
θέματα, ενώ η μεταξύ τους κοινωνία δεν είναι διοικητική, αλλά ευχαριστιακή και
συνοδική. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει ρόλο πρωτείου τιμής και
συντονισμού, χωρίς διοικητική εξουσία επί των άλλων Εκκλησιών.
Η Εκκλησία εκφράζεται συλλογικά
μέσω:
- Τοπικών Συνόδων,
- Πανορθοδόξων συσκέψεων,
- Συνοδικών Πράξεων και Οικουμενικών Συνόδων.
Ο διάλογος αποκαλύπτει τη σύγκρουση
δύο μοντέλων:
- Το Καθολικό μοντέλο: η ενότητα ως ιεραρχική
υποταγή στον επίσκοπο Ρώμης,
- Το Ορθόδοξο μοντέλο: η ενότητα ως συνοδική
κοινωνία επί ίσοις όροις.
Ο Καρδινάλιος Walter Kasper
επισημαίνει ότι «η Καθολική Εκκλησία καλείται να μάθει από τη συνοδική
παράδοση της Ορθοδοξίας»,[30]
ενώ ο Μητροπολίτης Ζηζιούλας παρατηρεί ότι «η Ορθοδοξία καλείται να εντοπίσει
θεολογικά το νόημα του πρωτείου σε παγκόσμιο επίπεδο». Από τη δεκαετία του 2000
και εξής, έχουν προταθεί διάφορες συνθετικές λύσεις, μεταξύ των οποίων:
- Η αποδοχή πρωτείου ως διακονίας συντονισμού,
με συνοδική λογοδοσία,
- Η ανάπτυξη μιας πολυκεντρικής
εκκλησιολογίας, όπου η Ρώμη δεν είναι το μόνο καθολικό κέντρο,
- Η επαναφορά πρακτικών της πρώτης χιλιετίας,
όπως οι πανορθόδοξες και πανοκαθολικές σύνοδοι χωρίς εξουσιαστική
μονοκρατορία.
Η Καθολική Σύνοδος για τη
Συνοδικότητα (2021–2024) άνοιξε παράθυρα προς τέτοιες προσεγγίσεις, με το
Βατικανό να τονίζει ότι «η εξουσία πρέπει να είναι πάντοτε διακονία και
ουδέποτε επιβολή»[31].
Το Πρωτείο και η Συνοδικότητα στον Ορθόδοξο–Καθολικό
Διάλογο
Το ζήτημα του
πρωτείου και της συνοδικότητας βρίσκεται στον πυρήνα του ορθοδόξου–καθολικού
διαλόγου και αποτελεί τη μεγαλύτερη θεολογική και εκκλησιολογική πρόκληση προς
την αποκατάσταση της ενότητας. Οι δύο παραδόσεις αναγνωρίζουν την αξία τόσο του
πρωτείου όσο και της συνοδικότητας, ωστόσο διαφωνούν ως προς τη φύση, την
έκταση και τη σχέση μεταξύ τους. Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι να
αναδείξει τη θεολογική προσέγγιση των δύο Εκκλησιών και τα συμπεράσματα του
διαλόγου από τη Ραβέννα έως το Κιέτι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι η Εκκλησία
δομείται συνοδικός, με κάθε τοπική Εκκλησία να τελεί την Ευχαριστία υπό τον
επίσκοπο, εν κοινωνία με τις λοιπές. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν προκύπτει από
ένα κέντρο εξουσίας, αλλά από την κοινωνία αγάπης και πίστης μεταξύ των
Εκκλησιών. Το πρωτείο εντός της Ορθοδοξίας έχει τιμητικό χαρακτήρα και αφορά
τον συντονισμό και την προεδρία των Πανορθοδόξων Συνόδων. Ο Μητροπολίτης
Περγάμου Ιωάννης αναφέρει: «Το πρωτείο δεν αναιρεί την ισότητα· υπηρετεί την
ενότητα»[32].
Ο Οικουμενικός
Πατριάρχης έχει ρόλο πρώτου μεταξύ ίσων (primus inter pares), χωρίς
δικαιοδοτική εξουσία επί των άλλων Πατριαρχείων. Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
αναγνωρίζει το πρωτείο του Πάπα ως ουσιώδες για τη διασφάλιση της ενότητας. Η
A΄ Βατικανή Σύνοδος (1870) όρισε το πρωτείο ως:
- Καθολικό, άμεσο και πλήρες,
- Αλάθητο όταν ο Πάπας ομιλεί ex cathedra.
Ωστόσο, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος με τη
Lumen Gentium τόνισε και τη σημασία της συνοδικότητας και της
κολλεγιαλικής λειτουργίας του επισκοπικού σώματος, προσπαθώντας να αποδώσει
ισορροπία μεταξύ του πρωτείου και της συλλογικότητας[33].
Ο Πάπας Φραγκίσκος, με τη σύνοδο για τη Συνοδικότητα (2021–2024), προώθησε ένα
περιεκτικότερο μοντέλο πρωτείου, ως διακονία ενότητας και ακρόασης του
πληρώματος της Εκκλησίας. Το έγγραφο της Ραβέννα αποτέλεσε σημείο καμπής.
Ορίζει ότι:
- Το πρωτείο υφίσταται σε τοπικό, περιφερειακό
και οικουμενικό επίπεδο,
- Ο επίσκοπος Ρώμης είχε πρωτείο κατά την
πρώτη χιλιετία,
- Η φύση αυτού του πρωτείου πρέπει να
ερμηνευτεί εντός της κοινωνίας και όχι της εξουσίας.
Η Ρωσική Εκκλησία αποχώρησε από τη
συνάντηση, διαφωνώντας για την παρουσία Εσθονικής αντιπροσωπείας, γεγονός που
ανέδειξε και τις ενδορθόδοξες δυσκολίες του διαλόγου. Η Συνάντηση στο Κιέτι
επεδίωξε να συμφιλιώσει τις δύο οπτικές. Το Κοινό Κείμενο υπογραμμίζει ότι κατά
την πρώτη χιλιετία:
- Υπήρχε αναγνώριση πρωτείου του επισκόπου
Ρώμης,
- Η συνοδικότητα διασφάλιζε τη λειτουργία της
Εκκλησίας εν κοινωνία,
- Το πρωτείο δεν ήταν ανεξάρτητο από τις
Συνόδους.
Το Κιέτι προσφέρει ένα πλαίσιο
κοινής αποδοχής του πρωτείου ως υπηρεσίας, χωρίς να προσδιορίζει την πλήρη
θεσμική μορφή που θα λάβει αυτό στο μέλλον. Η προοπτική για συμφιλίωση
βασίζεται:
- Στην αναγνώριση ότι το πρωτείο δεν πρέπει να
είναι μονομερής εξουσία,
- Στην αποδοχή της συνοδικότητας ως
συνταγματικής αρχής της Εκκλησίας,
- Στην επανερμηνεία του παπικού ρόλου με βάση
την πρώτη χιλιετία.
Ωστόσο, η πλήρης συμφωνία παραμένει
ανεκπλήρωτη, καθώς υπάρχουν βαθιές θεολογικές και ιστορικές αντιλήψεις που
διαχωρίζουν τις δύο Εκκλησίες. Ο διάλογος συνεχίζεται, αλλά απαιτεί:
- Ποιμαντικό ρεαλισμό,
- Δογματική διαύγεια,
- Και κυρίως, αμοιβαία μετάνοια και υπακοή στο
Άγιο Πνεύμα.
Η Αγία και
Μεγάλη Σύνοδος (2016) και ο Διάλογος με
την Δύση
Η Αγία και
Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία συνήλθε στο Κολυμπάρι της
Κρήτης τον Ιούνιο του 2016, αποτέλεσε ένα ιστορικό εκκλησιαστικό γεγονός μετά
από πολλές δεκαετίες προετοιμασίας. Αν και δεν συμμετείχαν όλες οι Τοπικές
Ορθόδοξες Εκκλησίες, η Σύνοδος ανέδειξε τον συνοδικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας
και άνοιξε προοπτικές αναστοχασμού της θέσης της έναντι της υπόλοιπης
Χριστιανοσύνης, και ειδικά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος στην Κρήτη
συγκλήθηκε υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και
συμμετείχαν 10 από τις 14 Αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Αν και απουσίαζαν σημαντικές
Εκκλησίες (Ρωσική, Αντιοχείας, Βουλγαρική, Γεωργιανή), η Σύνοδος υιοθέτησε
επίσημα θεολογικά κείμενα, τα οποία συνιστούν θεσμικές τοποθετήσεις της
Ορθοδοξίας για σύγχρονα ζητήματα.
Η σύγκληση
αυτή αποτέλεσε μαρτυρία συνοδικής ταυτότητας της Ορθοδοξίας ενώπιον της
παγκόσμιας Χριστιανοσύνης, διαψεύδοντας τις απόψεις περί στασιμότητας και
αδυναμίας συνοδικής λειτουργίας.
Το βασικό κείμενο που αφορά στον
διάλογο με τη Δύση είναι το «Περί των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον
λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[34].
Σε αυτό:
- Διακηρύσσεται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι
η μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία,
- Αναγνωρίζεται η ύπαρξη βαπτισματικής βάσης
επικοινωνίας με άλλες Εκκλησίες και Ομολογίες,
- Τονίζεται η σημασία του θεολογικού διαλόγου
και της προσευχής υπέρ της ενότητας.¹
Το κείμενο επαναβεβαιώνει τη
συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο Οικουμενικό Κίνημα, αλλά ταυτόχρονα αποσαφηνίζει
τα όριά της, αρνούμενο οποιοδήποτε συγκρητιστικό ή σχετικιστικό πνεύμα. Η Σύνοδος έγινε δεκτή με ανάμεικτα
συναισθήματα στον ορθόδοξο κόσμο: Θεολόγοι και ποιμένες αναγνώρισαν τη σημασία
της συνοδικής έκφρασης και της θεολογικής σαφήνειας. Κριτικές διατυπώθηκαν από
συντηρητικούς κύκλους (ιδίως στο Άγιον Όρος), που θεώρησαν ότι τα κείμενα
υποχωρούν έναντι της Οικουμενικής παράδοσης. Σημειώνεται επίσης ότι η απουσία
της Ρωσικής Εκκλησίας περιόρισε την οικουμενικότητα της Συνόδου και έθεσε νέα
ερωτήματα για την ενδορθόδοξη ενότητα.
Η Σύνοδος στην
Κρήτη, ανεξαρτήτως ελλείψεων, επηρέασε θετικά τον διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική
Εκκλησία:
- Προσέφερε σαφές θεσμικό πλαίσιο για τη
συμμετοχή της Ορθοδοξίας στον διάλογο,
- Επανέφερε στο προσκήνιο την ενοποιητική
λειτουργία των Συνόδων,
- Ενίσχυσε την εμπιστοσύνη του Βατικανού προς
τον συνοδικό θεσμό της Ανατολής.
Ο Πάπας Φραγκίσκος συνεχάρη
επισήμως τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τονίζοντας ότι «η συνοδικότητα είναι το
δώρο της Ορθοδοξίας προς τον σύγχρονο κόσμο»[35].²
Η Θεολογική Πρόσληψη του Οικουμενισμού στον 21ο
Αιώνα
Ο όρος
«οικουμενισμός» υπήρξε αντικείμενο ποικίλων ερμηνειών, ενίοτε φορτισμένων
θετικά ως ελπίδα για ενότητα, και άλλοτε αρνητικά, ως υποχώρηση της αλήθειας.
Στον 21ο αιώνα, η ορθόδοξη θεολογία καλείται να επαναπροσδιορίσει τη σημασία,
τα όρια και τις προοπτικές του οικουμενισμού, όχι ως αφηρημένο πρόγραμμα
ένωσης, αλλά ως μαρτυρία της Εκκλησίας εν μέσω πολυδιάσπασης. Η εμπειρία του
20ού αιώνα, με την ενεργό συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο
Εκκλησιών (ΠΣΕ) και άλλες διαχριστιανικές πλατφόρμες, δημιούργησε την ανάγκη
διασαφήνισης του ορθόδοξου λόγου στον διάλογο. Ο κίνδυνος ενός αδογμάτιστου
συγκρητισμού οδήγησε σε ενδοορθόδοξες εντάσεις και επανεκτιμήσεις. Η θεολογική
στροφή των τελευταίων δεκαετιών κινείται προς έναν οικουμενισμό θεολογικού
ρεαλισμού, όπου:
- Η ενότητα δεν προϋποθέτει εξάλειψη των
διαφορών,
- Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας παραμένει σαφής,
αλλά όχι φοβική,
- Ο διάλογος νοείται ως δρόμος αλήθειας και
όχι πολιτική σύμβαση.
Η θεολογική συζήτηση περιστρέφεται
γύρω από την ισορροπία ανάμεσα: Στην ομολογία της αλήθειας — δηλαδή την αποδοχή
της Ορθοδοξίας ως πλήρους Εκκλησίας, και στην ποιμαντική της αγάπης, δηλαδή τον
σεβασμό στην ανθρώπινη συνείδηση των ετεροδόξων. Ο αείμνηστος πατήρ Γεώργιος
Μεταλληνός τονίζει ότι: «Η αγάπη χωρίς αλήθεια είναι συγκρητισμός· η αλήθεια
χωρίς αγάπη είναι φανατισμός»[36].
Ο
οικουμενισμός καλείται να ενσωματώσει και τα δύο στοιχεία, προβάλλοντας την
Ορθόδοξη εμπειρία ως προσφορά και όχι απαίτηση.
Μια αναδυόμενη προσέγγιση μιλά για τον «οικουμενισμό των αγίων», όπου η ενότητα προκύπτει όχι μόνο από διαλόγους, αλλά: Από τη θεολογική και λειτουργική ζωή των Εκκλησιών, από την παρουσία αγίων μορφών που γεφυρώνουν χάσματα (π.χ. αγ. Σιλουανός, αγ. Παΐσιος, αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς), και από την εσχατολογική προσμονή της πλήρους κοινωνίας. Αυτή η προσέγγιση δίνει έμφαση στον ασκητισμό, τη μετάνοια και την ταπείνωση ως βάσεις ενότητας. Η θεολογική πρόσληψη του οικουμενισμού σήμερα χαρακτηρίζεται από: Αποστασιοποίηση από τους διεθνιστικούς οικουμενισμούς του 20ού αιώνα, Επιστροφή στην πατερική και ευχαριστιακή θεώρηση της Εκκλησίας, Ποιμαντική αναγνώριση της ποικιλίας των παραδόσεων χωρίς ισοπέδωση.
Υποσημειώσεις
[1] John
Meyendorff, Byzantine Theology: Historical Trends and Doctrinal Themes,
2nd ed. New York:
Fordham University Press, 1983, p. 218.
[2] Δημήτριος
Στανιλοάε, Η Εν Χριστώ Ζωή και η Ενότητα της Εκκλησίας, μτφρ. Ι. Κωστίνου (Αθήνα: Αρμός, 2001), σ. 87.
[3] Walter Kasper, That They May All Be One: The Call to Unity Today London: Burns & Oates, 2004, pp.33–40.
[4] Francis Dvornik, The Photian Schism: History and Legend, Cambridge:
Cambridge University Press, 1948), 121–134.
[5] Γεώργιος Μαρτζέλος, Το Φιλιόκβε στην Ανατολική και Δυτική Θεολογί,α
Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1998), σσ.45–67.
[6] John Meyendorff, Byzantine Theology, 219–222.
[8] Lumen Gentium, §8, Δεύτερη
Σύνοδος του Βατικανού, 1964.
[9] Unitatis Redintegratio, §15, Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού, 1964.
[10] Επίσημο Δελτίο Τύπου Οικουμενικού Πατριαρχείου (Κωνσταντινούπολη, 7 Δεκεμβρίου 1965), στο Διάλογος: Πατριαρχικά Κείμενα 1961–1972, επιμ. Γ. Παπαθανασίου (Αθήνα: Δόμος, 2006), σσ. 42–44.
[11] Κοινή Δήλωση Παύλου ΣΤ΄ και
Αθηναγόρα, 7 Δεκεμβρίου 1965, στο Acta Apostolicae Sedis 58 (1966), pp.13–15.
[12] John Paul II, Ut Unum Sint (1995), §54–56.
[13] The Mystery of the Church and of the Eucharist in the Light of the Mystery of the Holy Trinity, Munich Statement, 1982.
[14] Uniatism, Method of Union of the Past, and the Present Search for Full
Communion, Balamand Statement, 1993.
[15] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Ομιλία στη Βαλτιμόρη (2000), στο Πρακτικά
Πατριαρχικά 1991–2005, επιμ. Ν. Μαυρομάτης
[16] Ravenna Document, International Commission for Theological Dialogue, 2007, §43–46.
[17] Κοινή Δήλωση Πάπα Φραγκίσκου και Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, Κωνσταντινούπολη, 30 Νοεμβρίου 2014.
[18] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Ομιλία στη Σύνοδο των Καθολικών Επισκόπων Ευρώπης, Φανάρι, 3 Νοεμβρίου 2016.
[19] Pope Francis, Address at the Opening of the Synod of Bishops,
Vatican City, 4 October 2014.
[20] Πάπας Φραγκίσκος, Ομιλία στην Ακαδημία Αθηνών, 2 Δεκεμβρίου 2022, στο Vatican News, πρόσβαση 2023.
[21] Pastor Aeternus, Πρώτη Σύνοδος του Βατικανού, 1870
[22] Ιωάννης Ζηζιούλας, Εκκλησιολογία της Κοινωνίας και Πρωτείο, (Θεσσαλονίκη: Π.Π.Σ., 2005), 75.
[23] Joseph Ratzinger (Benedict XVI), Introduction to Christianity,
trans. J.R. Foster
(San Francisco: Ignatius Press, 2004), p. 122.
[24] Ludwig Ott, Fundamentals
of Catholic Dogma, trans. Patrick Lynch (Rockford: Tan Books,
1974), pp. 201–205.
[25] Ιγνάτιος Αντιοχείας, Προς
Σμυρναίους, 8.
[26] The Mystery of the Church and of the Eucharist in the Light of the Mystery
of the Holy Trinity, Munich Statement, 1982, §5.
[27] Ιωάννης Ζηζιούλας, Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία και Ενότητα, (Θεσσαλονίκη: Π.Π.Σ., 2001), σ. 112.
[28] Joseph Ratzinger, Called to Communion (San Francisco: Ignatius
Press, 1996), pp. 55–60.
[29] Ιωάννης Ζηζιούλας, Η ενότητα της
Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας
(Αθήνα: Πουρναράς, 1985), σσ.92–99.
[30] Walter Kasper, The Petrine Ministry, ed. James Puglisi (New York:
Paulist Press, 2006), p. 39.
[31] Pope Francis, Let Us Dream: The Path to a Better Future, trans.
Austen Ivereigh (New York: Simon & Schuster, 2020), p. 115.
[32] Ιωάννης Ζηζιούλας, Το Πρωτείο και η Ενότητα της Εκκλησίας (Θεσσαλονίκη: Π.Π.Σ., 2003), σ.88.
[33] Lumen Gentium, §§22–25, Δεύτερη Βατικανή Σύνοδος, 1964.
[34] Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον Λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, επίσημο κείμενο Συνόδου, 2016.
[35] Pope Francis, Χαιρετισμός στον
Πατριάρχη Βαρθολομαίο, Vatican News, 30 Ιουνίου 2016.
[36] Γεώργιος Μεταλληνός, Ο Οικουμενισμός στην Ποιμαντική και στη Θεολογία, (Αθήνα: Παπαδημητρίου, 2000), σ. 33.
· Florovsky, Georges. Bible, Church, Tradition: An Eastern Orthodox View. Belmont: Nordland, 1972.
· Kasper, Walter. That They May All Be One: The Call to Unity Today. London: Burns & Oates, 2004.
· Kasper, Walter. The Petrine Ministry: Catholics and Orthodox in Dialogue. Edited by James F. Puglisi. New York: Paulist Press, 2006.
· Μεταλληνός, Γεώργιος. Ο Οικουμενισμός στην Ποιμαντική και στη Θεολογία. Αθήνα: Παπαδημητρίου, 2000.
· Ott, Ludwig. Fundamentals of Catholic Dogma. Translated by Patrick Lynch. Rockford: Tan Books, 1974.
· Ratzinger, Joseph. Called to Communion: Understanding the Church Today. San Francisco: Ignatius Press, 1996.
· Ratzinger, Joseph. Introduction to Christianity. Translated by J. R. Foster. San Francisco: Ignatius Press, 2004.
· Romanides, John. Η Θεολογία της Ενώσεως. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1999.
· Σταμούλς Χρυσόστομος. Αποφατισμός και Εκκλησιολογική Ταυτότητα. Θεσσαλονίκη: Αρμός, 2017.
· Zizioulas, John D. Being as Communion: Studies in Personhood and the Church. Crestwood, NY: St. Vladimir’s Seminary Press, 1985.
· Zizioulas, John. Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία και Ενότητα. Θεσσαλονίκη: Π.Π.Σ., 2001.
· Η Ενότητα της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς, 1985.
· Το Πρωτείο και η Ενότητα της Εκκλησίας. Θεσσαλονίκη: Π.Π.Σ., 2003.
Άρθρα και έγγραφα:
· Acta Apostolicae Sedis, vol. 58 (1966): 13–15.
· Balamand Statement. Uniatism, Method of Union of the Past, and the Present Search for Full Communion, 1993.
· Chieti Document. Synodality and Primacy in the First Millennium, 2016.
· Lumen Gentium. Dogmatic Constitution on the Church, Second Vatican Council, 1964.
· Munich Statement. The Mystery of the Church and of the Eucharist in the Light of the Mystery of the Holy Trinity, 1982.
· Ravenna Statement. Ecclesiological and Canonical Consequences of the Sacramental Nature of the Church, 2007.
· Σύνοδος Κρήτης . Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον Λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον, 2016.
· Vatican News. Statements by Pope Francis, 2014–2023.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1) Ενδέχεται το περιεχόμενο του άρθρου να μη συμπίπτει με τις απόψεις και θέσεις του Ιστολογίου.
2) Να μην χρησιμοποιείτε greeklish για τον καλύτερη κατανόηση των σχολίων σας.
3) Να τσεκάρετε το πλαίσιο "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις" που βρίσκεται κάτω από το μήνυμα σας, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, ώστε να ειδοποιείστε για τα επόμενα σχόλια αυτής της ανάρτησης, μέσω της ηλεκτρονικής σας διεύθυνσης.
4)Τα σχόλια ελέγχονται από τον Διαχειριστή.
5) Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: Johhlotsios@gmail.com.