Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπίσκοπος Αλβα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιεπίσκοπος Αλβα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΣΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ



Φωτό: Νίκος Παπαχρήστου
Ιωάννου Λότσιου Δρ.Θ., στην panorthodox synod

Η επίσημη ειρηνική επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας, κ. Ιωάννη, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, η οποία πραγματοποιείτε από τις 13 έως τις 15 Ιουνίου 2025, είναι ένα ιστορικό και θεολογικό γεγονός με πολλαπλές διαστάσεις[1]. Η επίσκεψη αυτή δεν περιορίστηκε σε μια τυπική συνάντηση, αλλά αποτέλεσε μια βαθιά εκκλησιολογική και πνευματική δήλωση για την ενότητα και την κανονικότητα της Ορθοδοξίας, καθώς και για την αναγέννηση της Εκκλησίας της Αλβανίας μετά από δεκαετίες διωγμών και καταπίεσης.


Η Ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη

Ο λόγος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, εκφωνηθείς στις 14 Ιουνίου 2025 κατά την ειρηνική επίσκεψη του νέου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας Ιωάννη, αποτελεί ένα μνημειώδες εκκλησιαστικό και πνευματικό κείμενο, πλούσιο σε θεολογικά, ιστορικά και ποιμαντικά νοήματα. Ο Παναγιώτατος ξεκινά με μία λειτουργικού ύφους διατύπωση: «Εορτήν τελούμεν άπαντες», προσδίδοντας στον λόγο έναν πανηγυρικό, αλλά και μυστηριακό χαρακτήρα. Δεν πρόκειται απλώς για μια εθιμοτυπική επίσκεψη, αλλά για μια «εορτή» της Εκκλησίας, δηλαδή για μια ευχαριστιακή αναγνώριση του μαρτυρίου, της συνέχειας και της ενότητας. Οι έννοιες «μαρτύριον», «μαρτυρία», «ταπείνωσις» και «δόξα» συνδέονται άμεσα με την πατερική θεώρηση της Εκκλησίας ως σώματος σταυρικού και αναστάσιμου. Ο Πατριάρχης αναφέρεται εκτενώς στη μαρτυρική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας, καταγράφοντας τις φυσιογνωμίες εκείνες που φώτισαν τον εκκλησιαστικό της ουρανό: από τους Ιερομάρτυρες Άστιο και Ελευθέριο έως τον Κοσμά τον Αιτωλό και τον Δημήτριο Μπεντούλη. Ο κατάλογος των αγίων αποδίδεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια και θεολογική ακρίβεια, ως υπενθύμιση της «νεφέλης μαρτύρων» (πρβλ. Εβρ. 12,1) που συνοδεύει την Εκκλησία σε κάθε εποχή.

Ο Παναγιώτατος υπενθυμίζει τις απόπειρες διάσπασης της εν Αλβανία Ορθοδοξίας από την κανονική τάξη της Εκκλησίας μέσω εξωτερικών και γεωπολιτικών παρεμβάσεων, ιδιαιτέρως αναφερόμενος στη λεγομένη «Σύνοδο των Κάρλοβιτς» και στην προσπάθειά της να αποκόψει την Εκκλησία της Αλβανίας από τον ζωοποιό κορμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αναφορά στις «πύλες Άδου» είναι βιβλική (Ματθ. 16,18) και ερμηνεύεται πνευματικά ως οι δυνάμεις εκείνες που επιβουλεύονται την ενότητα και την καθολικότητα της Εκκλησίας. Με συγκίνηση και ποιητικότητα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης περιγράφει την καταστροφή που επέφερε η Κομμουνιστική δικτατορία στην Αλβανία. Η Ορθοδοξία «κατήχθη εις τα τάρταρα του Άδου» και όμως, μέσα από τους «κρυφούς» λειτουργούς του Θυσιαστηρίου, ο σπινθήρας της πίστεως δεν έσβησε. Ο Επίσκοπος Κοσμάς, ο οποίος βάπτισε τον νέο Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη, προβάλλεται ως ένας από τους μαρτυρικούς πυλώνες που διέσωσαν την αποστολική παράδοση μέσα σε καθεστώς πνευματικής ερήμου. Το κεντρικό θεολογικό και ποιμαντικό βάρος του λόγου πέφτει στη μορφή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως «θυσία άμωμος», «μύρον αναστάσεως», «ήλιος ελευθερίας» και «Καλός Άγγελος» της Εκκλησίας της Αλβανίας. Ο Πατριάρχης ενσωματώνει ρητορικές αναφορές στην Παλαιά Διαθήκη (Αβραάμ, Σκηνή) και στην πατερική ορολογία,για να περιγράψει το μέγεθος της διακονίας του. Η εικόνα του Αναστασίου ως ποιμένος που προσέφερε τη ζωή του για τα πρόβατα (Ιω. 10,11) δίνει στον λόγο ευαγγελική διάσταση.

Η ανόρθωση του Ναού της Αναστάσεως στο κέντρο των Τιράνων και η ανέγερση δεκάδων ναών ανά την Αλβανία είναι η ορατή απόδειξη της ανάνηψης της Εκκλησίας από την πνευματική της νεκρότητα. Ο λόγος του Παναγιωτάτου δεν είναι απλώς μια φιλοφρονητική ομιλία σε έναν νέο Προκαθήμενο. Είναι μια βαθιά θεολογική, ποιμαντική και ιστορική δήλωση για τη φύση της Εκκλησίας, το μαρτύριό της στην ιστορία, την αναστάσιμη ελπίδα, και το έργο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως πνευματικού θεματοφύλακα. Αποτελεί επίσης μια εκκλησιολογική μαρτυρία για την ενότητα, την κανονικότητα και τη διαχρονική παρουσία της Ορθοδοξίας, ιδίως σε τόπους μαρτυρίου, όπως η Αλβανία.


Η Ομιλία του Αρχιεπίσκοπου Αλβανίας Ιωάννη

Η ομιλία του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας αναδεικνύει με σαφήνεια και σεβασμό τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας τον 20ό αιώνα, επισημαίνοντας δύο βασικές φάσεις: την παραχώρηση της Αυτοκεφαλίας το 1937 και την παροχή πνευματικής και διοικητικής στήριξης μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος, μέσω της αποστολής του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου.

Η αναφορά στην αυτοκεφαλία είναι εξαιρετικά σημαντική, διότι υπογραμμίζει την σοφή και προνοητική μέριμνα της Μητρός Εκκλησίας να δώσει στην Εκκλησία της Αλβανίας τη δυνατότητα να αυτοδιοικηθεί και να διαφυλάξει έτσι την πίστη και την παράδοσή της μέσα σε ένα εθνικό πλαίσιο που ήταν συνεχώς μεταβαλλόμενο και συχνά εχθρικό. Η αυτοκεφαλία δεν ήταν απλώς μια εκκλησιαστική πράξη, αλλά μια πράξη ελευθερίας και επιβίωσης, που επέτρεψε στους πιστούς να κρατήσουν ζωντανή την πίστη τους ακόμα και κάτω από συνθήκες βίας και καταπίεσης. Η περιγραφή των διωγμών από το 1945 έως το 1990 και η έντονη καταστολή της θρησκευτικής ζωής στην Αλβανία φωτίζει το μέγεθος των δοκιμασιών που υπέστη η Εκκλησία. Ωστόσο, τονίζεται η ζωτική παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το οποίο διέσωσε την πίστη στο κρυφό λαό του Θεού που προσευχόταν και βαπτιζόταν μυστικά. Αυτή η πίστη που δεν έσβησε παρά τις δυσκολίες αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη και πηγή ελπίδας για το μέλλον.

Η δεύτερη μεγάλη στιγμή, η αποστολή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου το 1991, παρουσιάζεται ως ευλογία και σοφή πρωτοβουλία της Μητρός Εκκλησίας, που υπήρξε καταλυτική για την αναγέννηση της Εκκλησίας. Η επίμονη και καρποφόρα προσπάθεια ανασυγκρότησης, η ανέγερση ναών, η αναβίωση των μοναστηριών και η θεολογική εκπαίδευση υπογραμμίζουν τη ζωντάνια και το μέλλον της Εκκλησίας της Αλβανίας. Τέλος, η ευγνωμοσύνη προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και η προσδοκία συνέχισης του έργου του αναδεικνύουν την στενή πνευματική και θεσμική σύνδεση της Εκκλησίας της Αλβανίας με το Πατριαρχείο, αλλά και την εμπιστοσύνη στην καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος ώστε η Εκκλησία να παραμείνει ενωμένη, δυνατή και πιστή στο ευαγγελικό της μήνυμα.



Συμπεράσματα

Η Εκκλησία της Αλβανίας συνιστά έναν ζωντανό θεσμό, ο οποίος, παρά τις πολλαπλές ιστορικές αντιξοότητες και διωγμούς, κατάφερε να διαφυλάξει την πνευματική και θεολογική της ταυτότητα. Η επιβίωσή της και η διατήρηση της λειτουργικής ζωής μαρτυρούν την ισχυρή εσωτερική συνοχή και την πνευματική ανθεκτικότητα των πιστών και της ιεροσύνης, στοιχεία που καταδεικνύουν την ενεργό παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπήρξε καθοριστικός στην εξασφάλιση της εκκλησιαστικής ενότητας και της κανονικής τάξης. Ως μητέρα Εκκλησία και θεματοφύλακας της ορθόδοξης παράδοσης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσέφερε διοικητική και πνευματική στήριξη, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διατήρηση της εκκλησιαστικής νομιμότητας και της λειτουργικής συνοχής στην Εκκλησία της Αλβανίας. Η παραχώρηση της Αυτοκεφαλίας το 1937 αποτελεί σημαντική εκκλησιαστική πράξη που διευκόλυνε την ανάπτυξη της τοπικής εκκλησιαστικής αυτονομίας και την αποτελεσματική ανταπόκριση στις εθνικές και πολιτικές προκλήσεις της εποχής. Η αυτοκεφαλία συνέβαλε στην ενδυνάμωση της διοικητικής αυτονομίας και την αναδιοργάνωση των εκκλησιαστικών δομών σύμφωνα με τις ανάγκες της αλβανικής κοινωνίας, ενισχύοντας ταυτόχρονα το αίσθημα ταυτότητας και εθνικής αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας. Η κομμουνιστική περίοδος επέφερε συστηματική καταστολή της θρησκευτικής ζωής και προσπάθεια εκρίζωσης της πίστης, με συνέπεια την αναστολή της λειτουργικής δραστηριότητας και τον διωγμό του κλήρου. Παρά τις συνθήκες αυτές, η μυστική και αθόρυβη διακονία της ιεροσύνης, σε συνδυασμό με την αφοσίωση των πιστών, διατήρησε την πνευματική συνέχεια και τη μαρτυρία της Εκκλησίας, προετοιμάζοντας το έδαφος για την ανασυγκρότησή της μετά την πτώση του καθεστώτος. Η συμβολή του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αναστασίου υπήρξε καταλυτική για την πνευματική αναγέννηση και διοικητική ανασυγκρότηση της Εκκλησίας της Αλβανίας στο μετακομμουνιστικό περιβάλλον. Η αναβίωση των λειτουργικών δομών, η ανέγερση νέων ναών και η ανασυγκρότηση των μοναστηριών αποτελούν απτά τεκμήρια της ανανεωμένης εκκλησιαστικής ζωής και της ενδυνάμωσης της πνευματικής παρουσίας της Εκκλησίας στον κοινωνικό ιστό. Η διατήρηση της ενότητας της Ορθοδοξίας, η πιστή τήρηση της κανονικής τάξης και η πνευματική συνοχή αναδεικνύονται ως κρίσιμοι παράγοντες για τη διαχρονική βιωσιμότητα και μαρτυρία της Εκκλησίας, ανεξαρτήτως ιστορικού πλαισίου και γεωγραφικής θέσης. Η ενότητα αυτή αποτελεί την προϋπόθεση για τη διασφάλιση της θεολογικής ακεραιότητας και της λειτουργικής ομοφωνίας, που χαρακτηρίζουν το ορθόδοξο εκκλησιαστικό σώμα. Τέλος, η διαρκής καθοδήγηση από το Άγιο Πνεύμα, σε συνδυασμό με την πιστή προσήλωση στην πατερική και εκκλησιαστική παράδοση, συνιστούν τον θεμέλιο λίθο για τη μελλοντική πορεία της Εκκλησίας της Αλβανίας. Η ιστορική εμπειρία και η πνευματική κληρονομιά της δημιουργούν ένα σταθερό πλαίσιο μέσα στο οποίο η Εκκλησία καλείται να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις, διατηρώντας τη μαρτυρία της ζωντανή και δυναμική.


The Peaceful Visit of the New Archbishop of Albania to the Ecumenical Patriarchate: Ecclesiological and Historical Significance

The official peaceful visit of the newly elected Archbishop of Tirana, Durrës, and All Albania, His Beatitude John, to the Ecumenical Patriarchate, which takes place from June 13 to 15, 2025, constitutes a historical and theological event of multiple dimensions¹. This visit was not limited to a formal exchange of courtesies between Churches, but represented a profound ecclesiological and spiritual declaration concerning the unity and canonical integrity of the Orthodox Church. Furthermore, it highlighted the vitality of the spiritual renewal of the Autocephalous Church of Albania after decades of persecution, atheism, and oppression under the communist regime. The presence of Archbishop John at the See of the Ecumenical Patriarchate strengthens the bonds of communion between the two Churches, while simultaneously emphasizing the ecclesiological significance of the institution of the peaceful visit as an act of confessional faith, unity, and canonical recognition. This act acquires particular symbolic meaning as it takes place in a time when the Orthodox Church is called to bear witness to unity, theological continuity, and spiritual renewal in the modern world.


[1] Οικουμενικό Πατριαρχείο, Θερμή υποδοχή του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στο Φανάρι, στο διαδίκτυο, https://ec-patr.org/%ce%b8%ce%b5%cf%81%ce%bc%ce%ae-%cf%85%cf%80%ce%bf%ce%b4%ce%bf%cf%87%ce%ae-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%83%ce%ba%cf%8c%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%bb%ce%b2%ce%b1/.