Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Πανορθόδοξη Σύνοδος και Γενική Ορθόδοξος Προσύνοδος, 1931

 

Αγιορείτικο Βήμα
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
 
Ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος απέστειλε το Φεβρουάριο του 1931 επίσημη επιστολή προς τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών για σύγκληση Γενικής Ορθοδόξου Προσυνόδου. Συγκεκριμένα σε επιστολή του προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου μακαριστό Κύριλλο Γ΄ αναφέρει τα ακόλουθα:
«Μετά την αποστολήν προς τας αδελφάς Εκκλησίας κατά τον μήνα Οκτώβριον του παραληλυθότος έτους των εκτυπωθέντων Πρακτικών της συνελθούσης εν Αγίω Όρει Προκαταρτικής Διορθοδόξου Επιτροπής, την λήψιν δε ήδη και απαντήσεων παρά πασών σχεδόν των αδελφών Εκκλησιών, χωρούντες ασμένως περαιτέρω εν τη οφειλε-τική μερίμνη και ενεργεία υπέρ της αισίας συν Θεώ πραγματοποιήσεως της συγκλή-σεως και της Προσυνόδου, κατά τα κοινή εν Αγίω Όρει αποφασισθέντα, προέβημεν, συσκεψάμενοι μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις την εξής περί της Συνόδου απόφασιν.
Υπόψη δηλονούν έχοντες την πολλήν διευκόλυνσιν, ήτις κατά την γενικήν εκτίμησιν προήλθεν εκ της εκτυπώσεως και διαμονής μια εκάστη των αδελφών Εκκλησιών των Πρακτικών της Προκαταρτικής Επιτροπής ως προς το έργον της ιδιαιτέρας υφ’ εκά-στης Εκκλησίας μελέτης των υπό της Επιτροπής ορισθέντων θεμάτων της Προσυνόδου, και επαρκές ένεκα τούτου διάστημα χρόνου προς άνετον πάσαις ταις αδελφαίς Εκκλη-σίαις παρασκευήν ευρίσκοντες το χρονικόν διάστημα ενός και ημίσεως το πολύ έτους, έγνωμεν και ωρίσαμεν τελικώς ως χρόνον της συγκλήσεως της Γενικής Ορθοδόξου Προσυνόδου την Κυριακή της Αγίας Πεντηκοστής του έτους 1932, 19 Ιουνίου 1932, αφειμένου ούτω ακαθορίστου εισέτι μόνου του σημείου του τόπου της συγκλήσεως της Προσυνόδου, καθορισθησομένου ακολούθως εν καιρώ»[1].
 
Φαίνεται ότι ορατές δυσκολίες για την κοινή συνάντηση των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών οδήγησαν τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο να ακυρώσει ή μάλλον να αναβάλει την Γενική Ορθόδοξη Προσύνοδο. Για ακόμη μια φορά διαφάνηκε ότι χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία μεταξύ των Ορθοδόξων Προκαθημένων ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία οποιασδήποτε σημαντικής Διορθόδοξης Συνάντησης και μάλιστα Γενικής Ορθόδοξης Προσυνόδου.
Δεν αποκλείεται η αποτυχία αυτή να οδήγησε μετά από πέντε χρόνια το 1936 στην οργάνωση του Α΄ Πανορθόδοξου Θεολογικού Συνεδρίου, που «συνήλθεν εν Αθήναις τη πρωτοβουλία της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Την όλην οργάνωσιν του Συνεδρίου και την δημοσίευσιν των πρακτικών είχεν αναλάβει και έφερεν εις πέρας ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος. Λόγω των πολιτικών συνθηκών, του Συνεδρίου εκείνου δεν είχον μετάσχει αι Θεολογικαί Σχολαί της Εκκλησίας της Ρωσίας»[2].
Το ρήγμα ανάμεσα στην ορθόδοξη ενότητα ήταν ήδη ορατό, όχι ως προς την κοινή πίστη της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά ως προς το θέμα της διοικήσεως και της κανονικής ευθύνης του συντονισμού των Ορθοδόξων.
 
 
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΡΩΣΙΑΣ ΝΑ ΣΥΓΚΑΛΕΣΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 1947
 
Το 1947 ο μακαριστός Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος προσεκάλεσε δι’ εγκυκλίου επιστολής του τους Αρχηγούς των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών σε Πανορθόδοξο Συνέδριον, συγκαλούμενον υπ’ Αυτού στη Μόσχα με τον ακόλουθο κατάλογο ζητημάτων:
1. Σχέση του Βατικανού προς την Ορθοδοξία κατά τα τελευταία τριάκοντα έτη
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις
3. Η δυνατότης της αναγνωρίσεως των Αγγλικανικών χειροτονιών υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας
4. Η Αρμενογρηγοριανή Εκκλησία, η Συροϊακωβιτική Εκκλησία, η Αιθιοπική Εκκλησία, η Συροχαλδαϊκή Εκκλησία και σχέσις αυτών προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
5. Κανονικά ζητήματα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, περί του Ρωσικού σχίσματος, περί του ημερολογίου, περί παραδοχής των εκπεσόντων κληρικών και άλλα.
 
Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μακαριστός Λεόντιος εκφράζοντας την κανονική τάξη των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών απάντησε στον Προκαθήμενον της Ρωσικής Εκκλησίας τονίζοντας του ότι «λυπούμεθα, ότι συμφώνως τη κανονική τάξει, δηλούμεν, ότι δεν αποδεχόμεθα την γενομένην πρόσκλησιν εις Πανορθόδοξον Συνέδριον. Τοιαύτην αρμοδιότητα έχει μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία»[3].
Παρομοία ήταν κι η στάση κι άλλων Ορθοδόξων Προκαθημένων.
 
ΠΡΟΘΕΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟ 1952.
Εκφράζοντας την αγωνία και την ευαισθησία πολλών Ορθοδόξων πιστών για καλύτερη παρουσία και συνεργασία των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, και μάλιστα για σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου στο γνωστό εκκλησιαστικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας» του 1951 διαβάζουμε το ακόλουθο εύστοχο σχόλιο:
«Η σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου είναι αναγκαιοτάτη. Πλείστα όσα Πανορθοδόξου ενδιαφέροντος ζητήματα αναμένουν από δεκάδων ετών την εξέτασιν αυτών και λύσιν. Είναι διά τούτο αξία ολοθύμου επικροτήσεως και υποστηρίξεως η πρωτοβουλία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Αθηναγόρου προς σύγκλησιν Πανορθοδόξου Συνόδου κατά το προσεχές έτος 1952. Το γεγονός δ’ ότι η Α.Θ.Π. αποστέλλει Επιτροπήν προς τας Ορθοδόξους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας προς συζήτησιν ζητημάτων σχετικών προς την Πανορθόδοξον Σύνοδον, υπό την Προεδρίαν Ιεράρχου επιλέκτου, του Μητροπολίτου Σάρδεων κ. Μαξίμου, μαρτυρεί την απόφασιν Αυτής, όπως πραγματοποιηθή η σύγκλησις της Συνόδου.
Ευχόμεθα εξ όλης ψυχής, ίνα, επερχομένης πλήρους συμφωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνέλθη η Πανορθόδοξος Σύνοδος, η οποία θα σημειώση εποχήν εν τη ιστορία της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα αποτελέση αφετηρίαν προόδου δι’ αυτήν και ακμής»[4].
 
Το νέο αξιόλογο στοιχείο στη παραπάνω αναφορά είναι ότι συνειδητοποιήθηκε εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου η αναγκαιότητα της κατάλληλης προετοιμασίας με τις προσωπικές επαφές μετά των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών για την επιτυχία της οργάνωσης οποιασδήποτε Διορθόδοξης συνάντησης. Τελικά οδηγηθήκαμε στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 στη Ρόδο για τις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, μέσα στα πλαίσια παρουσιάσεως αξιόλογων ιστορικών κειμένων που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία της Πανορθόδοξης Συνόδου, αλλά πολύ περισσότερο για να συνεχίσουμε όλοι μας να προσευχώμαστε για την ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, για τη συνεργασία τους και την επιτυχία των εργασιών της Πανορθοδόξου Συνόδου. (Βλέπε περισσότερα στο Βιβλίο του Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχονο κόσμο, Αθήνα, 2005, εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 63 - 87).

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Πανορθόδοξη Σύνοδος και Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή (Μονή Βατοπεδίου,1930)

 
ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ, 1930
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των Προκαθημένων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος συνεκάλεσε το 1930 Προκαταρτική Διορθόδοξη Επιτροπή στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους για να ετοιμάσει τα θέματα Μελλούσης Διορθοδόξου Προσυνόδου για την Μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
   Στη σχετική του επιστολή προς τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών αναφέρει τα ακόλουθα:
   “Eκ των ληφθεισών απαντήσεων των αδελφών Εκκλησιών περί της συγκλήσεως Προσυνόδου προ της Μεγάλης ή Οικουμενικής Πανορθοδόξου Συνόδου κατάδηλος εγένετο η ομόθυμος επιδοκιμαστική γνώμη αυτών υπέρ της τοιαύτης ελάσσονος το κατ’ αρχάς γενικής συναθροίσεως ως ευκοπώτερον τε εν ταις παρούσαις περιστάσεσι πραγματοποιησίμου και ως ασφαλέστερον επιτελούσης το ήσσονος εκτάσεως έργον αυτής, εν επί μέρους δε σημείοις τισί μόνον εξεφράσθησαν υπ’ ενίων αδελφών Εκκλησιών και γνώμαι ή ευχαί μικρόν τι απ’ αλλήλων διαφέρουσαι.
   Ούτως ουν της των αδελφών Εκκλησιών γνώμης εκδηλωθείσης, η Μετριότης ημών μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, στοχαζόμενοι της υπό πάσαν έποψιν αισίας και τελείας καταρτίσεως και ευοδώσεως της ιεράς ταύτης συναθροίσεως, ως πρώτης εν ταις εφέταις[1] και ελπιζομέναις τακτικαίς εφεξής, συν Θεώ, κανονικαίς Πανορθοδόξοις περί των γενικωτέρων εκκλησιαστικών ζητημάτων ιεραίς συνελεύσεσιν, έγνωμεν όπως προσκληθή και συνέλθη τη Κυριακή της Πεντηκοστής, 8η του προσεχούς μηνός Ιουνίου, εν τη εν Αγίω Όρει Ιερά Πατριαρχική Μονή του Βατοπεδίου προκαταρκτική Διορθόδοξος Επιτροπή, εν η εκπροσωπηθήσονται αι αδελφαί εκκλησίαι διά δύο εκάστη αυτών αγίων Αρχιερέων. Σκοπός και έργον της συγκαλουμένης Επιτροπής έσται, προς τη επισήμω εκ του σύνεγγυς πνευματική επικοινωνία αδελφών εν Χριστώ, εκπροσωπούντων την Αγίαν ημών Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο διά κοινής εξετάσεως και αποφάσεως τελικός καθορισμός εξ ενός μεν του διαγράμματος των τη μελλούση συγκληθήναι Προσυνόδω συζητηθησομένων θεμάτων εν οις περιληφθήσονται, ως εικός, εκ των πρώτων τα υπό επείγουσαν μορφήν προβάλλοντα ζητήματα του Ημερολογίου40 και του Πασχαλίου, ανταλλασσομένων επί τούτω προκαταρτικώς σχετικών σκέψεων, ως και της αναγκαίας των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών συνεργασίας, προς αντιμετώπισιν και εξουδετέρωσιν των ενεργειών των κατά της Ορθοδοξίας εργαζομένων εν τω παρόντι θρησκευτικών δοξασιών, ουνι-τισμού, χιλιασμού και είτινος ετέρου, εξ άλλου δε του αριθμού των εν τη Προσυνόδω Αντιπροσώπων των Αγίων αδελφών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών»[2].
 Αποφάσεις της Διορθόδοξης Προκαταρτικής Επιτροπής του Αγίου Όρους, 1930
 
    «Ο υπό της εν Αγίω Όρει συνελθούσης Προκαταρτικής Διορθοδόξου Επιτροπής καταρτισθείς κατάλογος των θεμάτων της μελλούσης Προσυνόδου.
1. Το ζήτημα της Ρωσικής Εκκλησίας. Η Προκαταρτική Διορθόδοξος Επιτροπή, αναγράψασα τούτο πρώτον εν τω Καταλόγω, παρακαλεί την Α.Θ.Μ. τον Οικουμενικόν Πατριάρχην όπως προ της συγκλήσεως της Προσυνόδου ενεργήση, ίνα καταστή δυνατή η παρουσία εν αυτή κατά τινα τρόπον και Αντιπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας, προερχομένων είτε έσωθεν είτε έξωθεν της Ρωσίας.
2. Στενωτέρα σχέσις και επαφή των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς αλλήλας και τα προς τούτο μέσα, εν οις η ανταλλαγή σπουδαστών μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η αμοιβαία επίσκεψις διαφόρων Αποστολών εκ Κληρικών, Καθηγητών της Θεολογίας και Ιεροκηρύκων, χάριν πληρεστέρας επικοινω-νίας, δραστηριωτέρα συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν ζητήμασι πνευματικοίς, ηθικοίς και κοινωνικοίς, επ’ αγαθώ των Ορθοδόξων λαών.
3. Μόρφωσις του Κλήρου (Θεολογική και Ιερατική) και η ανάγκη της Οργα-νώσεως αυτής υπό την άμεσον επίβλεψιν της Εκκλησίας, εξουδετερουμένης πάσης αντιθέτου τάσεως.
4. Μελέτη της ενεστώσης καταστάσεως της εν Αμερική Ορθοδόξου Εκκλησίας και των μέσων της θεραπείας και βελτιώσεως αυτής.
5. Εξεύρεσις των μέσων προς επαναφοράν του Ορθόδοξου Ανατολικού Μοναχικού βίου εις το αρχαίον αυτού κάλλος και την λαμπρότητα διά τε της εμμονής εις τας παραδόσεις και τους μοναστικούς κανόνας και διά της ανανεώσεως της πάλαι δράσεως αυτού, επιστημονικής, φιλανθρωπικής, εκπολιτιστικής και ιδία διά της καλλιεργείας των ιερών τεχνών.
6. Εξεύρεσις τρόπου σενεργασίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς απόκρουσιν του αθεϊσμού και των διαφόρων πεπλανημένων Συστημάτων, οίον Μασωνισμού, Θεοσοφισμού, Πνευματισμού κ.τ.λ.
7. Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τας Ετεροδόξους Εκκλησίας εν τη Ανατολή και τη Δύσει, ήτοι:
Α. Σχέσεις εν πνεύματι αγάπης, ήτις κατά τον Απόστολον «πάντα ελπίζει», μετά
     των Ετεροδόξων Εκκλησιών (Αρμενίων, Κοπτών, Αβυσσηνών, Χαλδαίων,
     Ιακωβιτών, Παλαιοκαθολικών, Αγγλικανών), όσαι τείνουσι να προσεγγίσωσι
     προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και δεν ενεργούσι προσυλητισμόν μεταξύ των
     Ορθοδόξων.
Β. Σχέσεις προφυλάξεως και αμύνης κατά των Ετεροδόξων, οίτινες ενεργούσι
     προσυλητισμόν και προσπαθούσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον να βλάψωσι την
    Ορθόδοξον Εκκλησίαν (Ρωμαιοκαθολικισμόν – Ουνιτισμός, Προτεσταντισμός
     – Μεθοδισμός, Βαπτισταί, Χιλιασμός κ.τ.λ.).
8. Μελέτη του ζητήματος ποίοι των Αιρετικών και των Σχισματικών θα γίνωνται δεκτοί εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά Βαπτίσματος, ποίοι διά χρίσματος και ποίοι δι’ απλού λιβέλλου πίστεως.
9. Καθορισμός των όρων της ανακηρύξεως και αναγνωρίσεως του Αυτοκεφάλου Εκκλησίας τινός, ως και του αριθμού των γενικώς σήμερον ανεγνωρισμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προς αμοιβαίαν κανονικήν αυτών κοινωνίαν και προς απρόσκοπτον συμμετοχήν αυτών εν ταις Πανορθοδόξοις Συνελεύσεσι και Συνόδοις. Ωσαύτως καθορισμός των όρων της αναγνωρίσεως Εκκλησίας τινός ως Αυτονόμου.
10. Κωδικοποίησις των Ιερών Κανόνων και των Κανονικών Διατάξεων, ίνα τύχωσιν εν καιρώ της εγκρίσεως της Οικουμενικής Συνόδου.
11. Μελέτη της σημερινής πράξεως εν ταις κατά τόπους Εκκλησίαις ως προς τα κωλύματα του Γάμου, ως προς τους λόγους Διαζυγίου και ως προς την νόμιμο τούτων διαδικασία. Ωσαύτως μελέτη του τρόπου, καθ’ ον θα επιτευχθή, εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν, ομοιόμορφος ως προς τα άνωθι πράξις εν τη καθόλου Ορθοδόξω Εκκλησία.
12. Διοργάνωσις των Πνευματικών Δικαστηρίων κατά τρόπον, ει δυνατόν, ομοιό-μορφον εν τη καθόλου Ορθοδόξω Εκκλησία και καταρτισμός Εκκλησιαστικής Ποινικής Δικονομίας.
13. Μελέτη τρόπου εκλογής των Αρχιερέων και δη των Πρώτων των Αυτοκε-φάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, συμφωνοτέρου προς τους Ιερούς Κανόνας.
14. Μελέτη του ζητήματος του Ημερολογίου εν αναφορά προς την περί Πασχα-λίου Απόφασιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις του τρόπου προς αποκατάστασιν της συμφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω.
15. Ενιαία κατά το δυνατόν διάταξις του Τυπικού, συμφώνως τη Εκκλησιαστική Παραδόσει.
16. Μελέτη και εξεύρεσις των μέσων, διά των οποίων δέον να ενισχυθή μεταξύ των Ορθοδόξων Λαών ο Ορθόδοξος Χριστιανικός Πολιτισμός, υφ’ όλας τας εκδηλώσεις αυτού.
17. Μελέτη των μέσων προς υποστήριξιν και ενίσχυσιν της κατά παράδοσιν Βυζαντινής Τέχνης, εν ταις διαφόροις αυτής εκφάνσεσιν, ήτοι Εκκλησιαστική Μουσική, Εικονογραφία, Αρχιτεκτονική και τη τέχνη των Ιερών Αμφίων και Σκευών»[3]. (Βλέπε Βιβλίο Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο,Αθήνα, 2005, εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 59 – 62).


Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

Πανορθόδοξη Σύνοδος και παρουσία της Ορθοδοξίας στην εποχή μας

Αγιορείτικο Βήμα
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη (εκπροσώπου Αλεξανδρινού Προκαθημένου κ. Θεοδώρου Β’ σε Διεθνείς Οργανισμούς)

   Χρονικά η αναφορά μας στη περίοδο αυτή της παρουσίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο αρχίζει από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα.

   Πέρα από τις καθιερωμένες εόρτιες επιστολές και ποιμαντικές επισκέψεις των Προκαθημένων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών για να δηλωθεί εκτάκτως η ορατή ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνήθως με αφορμή την κοίμηση και την εκλογή νέων Προκαθημένων και επί τη ευκαιρία των εορτών του Πάσχα, των Χριστουγέννων και του νέου ενιαυτού, μπορούμε να πούμε ότι ένα σημαντικό βήμα κατά τον εικοστό αιώνα για την σύσφιξη των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και την κοινή τους μαρτυρία στο σύγχρονο κόσμο έγινε με την σύγκληση των τεσσάρων Πανορθοδόξων Διασκέψεων[1].

    Σημαντική επίσης ήταν και η Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιος του 1902 του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που απευθυνόταν στις αδελφές Εκκλησίες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, Κύπρου, Ρωσίας, Ελλάδος, Ρουμανίας, Σερβίας και Μαυροβουνίου. Ήδη τα ονόματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών που απουσιάζουν από τον πιο πάνω κατάλογο δείχνουν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία εβίωνε ένα ρήγμα ή μάλλον μια έλλειψη επικοινωνίας. Απουσιάζουν τα ονόματα των Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχοσλοβακίας. Στη σημαντική αυτή επιστολή την οποία υπογράφουν ο τότε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου του ιδίου Πατριαρχείου ζητούνται οι σκέψεις και οι προτάσεις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών για θέματα προστασίας και ενισχύσεως της ενότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών, για το θέμα του Ημερολογίου και του θεολογικού διαλόγου μετά των άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών, ιδιαίτερα μετά των Ρωμαιοκαθολικών[2].

  Από τις παραπάνω Εκκλησίες που έλαβαν την επιστολή αυτή απάντησαν μόνον έξι: των Ιεροσολύμων, της Ρωσίας, της Ελλάδος, της Ρουμανίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Σε όλες τις απαντήσεις τονίζεται η σημασία της ενότητας της κοινής πίστεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ο σεβασμός της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας των τοπικών Εκκλησιών, η μη ανάμειξη της μιας στα εσωτερικά της άλλης ο σκεπτικισμός για τον διάλογο με τις μη Ορθόδοξες Εκκλησίες και για το Ημερολόγιο, που ήδη δημιουργούσε τεράστιο πρόβλημα στον καθημερινό βίο των Ορθοδόξων, γιατί η Πολιτεία ακολουθούσε το Γρηγοριανό κι η Εκκλησία το Ιουλιανό.

    Μετά από δύο χρόνια, το 1904, ο ίδιος Πατριάρχης είχε την ευκαιρία να απευθύνει νέο γράμμα προς τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες, με αφορμή τις αντιδράσεις και απαντήσεις τους. Και πάλι αναφέρεται στο θέμα των οικουμενικών επαφών με τις ετερόδοξες εκκλησίες, τονίζοντας μάλιστα τη μεγαλύτερη συγγένεια μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας και Παλαιοκαθολικών και Αγγλικανών. Ωστόσο η ενότητα πρώτα πρέπει να μη διακυβεύεται μέσα στους κόλπους των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Με πολλή λεπτότητα αναφέρεται στις τότε προστριβές μεταξύ του Πατριαρχείου Αντιοχείας και της Εκκλησίας της Κύπρου, υπενθυμί-ζοντας πως είναι απαραίτητο οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να ακολουθούν την τάξη που θέσπισαν οι Πατέρες διά μέσου των Οικουμενικών Συνόδων. Εννοεί τον 8ο Κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου που καθιερώνει την αυτοτέλεια της Εκκλησίας της Κύπρου, η οποία μπορεί να εκλέγει και να χειροτονεί επισκόπους δίχως τη σύμπραξη του Πατριάρχη Αντιοχείας[3].
Ανεξάρτητα από την πρωταρχική επιδίωξη του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄, που ήταν η διαφύλαξη της κανονικής ευταξίας μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, η επιστολή δίνει την εντύπωση ότι η ενότητα ανάμεσα σε όλες τις Εκκλησίες, Ορθόδοξες και Ετερόδοξες, έχει πηγή και αφετηρία την ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα δύο αυτά εγκύκλια Πατριαρχικά γράμματα[4], που κατά βάση ήταν ένα, εκφράζουν κατά ένα έντονο τρόπο την αγωνία της Ορθοδοξίας για την ενότητα του κόσμου και την προκοπή του στην χριστιανική ζωή[5].

   Πέραν όμως από τις καθαρά εκκλησιαστικές κινήσεις για τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας, είχαμε και περιπτώσεις όπου η Πολιτική ή ακόμη το κοσμικό κράτος επηρεαζόταν από την υφιστάμενη ανάγκη των Ορθοδόξων λαών να δράσουν με ενότητα και να οργανώσουν τον αγώνα τους για να διαφυλάξουν τα αγαθά της ελευθερίας, της ειρήνης, της ασφάλειας και του σεβασμού των αξιών της πίστεως τους, της πατρίδος, του θεσμού της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και γενικά τη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους.
Έτσι, με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄. συνασπίσθηκαν οι χριστιανικοί λαοί οι εν Τουρκία βιούντες προς υπεράσπισή τους από τις καταπιέσεις των Νεουτούρκων, ο συνασπισμός δε εκείνος προκάλεσε τη συμμαχία των ομογενών και ομοδόξων κρατών. Ελλάς, Σερβία, Μαυροβούνιον και Βουλγαρία διά κοινής διακοινώσεως εζήτησαν παρά της Τουρκίας να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις εξασφαλίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα στους υπηκόους της Χριστιανούς.
Επειδή η Τουρκία απέκρουσε τη διακοίνωση, τα σύμμαχα κράτη τής κήρυξαν τον πόλεμο[6], που διεξήχθη εν ονόματι της χριστιανικής πίστεως προσλαβών χαρακτήρα Σταυροφορίας. Ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος ο Α΄. (+1913) σε τηλεγράφημά του προς τους συμμάχους έλεγε:‘οι Ορθόδοξοι ημών λαοί, εν κοινή εξεγέρσει ενούνται δι’ αρρήκτων δεσμών συμφωνίας και θυσίας, αι δε προσευχαί των στενώς συνδεδεμένων τεσσάρων Εθνών ανέρχονται προς τον Ύψιστον, εν θερμή ικεσία απεκδεχόμεναι την ευλογίαν Αυτού να ενισχύση την σύγχρονον προσπάθειαν των στρατών ημών και να επιστέψη διά νίκης το άγιον έργον της Ορθοδοξίας διά της απελευθερώσεως των αδελφών ημών.
Με τα βλέμματα δε προσηλωμένα εις το Σύμβολον του Σταυρού ας έχωμεν έμβλημα το ‘εν τούτω νίκα’. Ο αγών εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας. Η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Θράκη, αι νήσοι απηλευθερώθησαν…[7]. Σε καμμία περίπτωση φυσικά δεν πρέπει να αγνοείται η μεγάλη μορφή του Εθνάρχη Ελευθερίου Βενιζέλου, που στην πραγματικότητα η πολιτική του οδήγησε στο γεωγραφικό διπλασιασμό της Ελλάδος.

   Στο χώρο των Βαλκανίων με το γεωγραφικό περιορισμό της Τουρκίας άρχισαν να αποκτούν την ανεξαρτησία τους Ορθόδοξες χώρες και ταυτόχρονα να αναζητούν και το Εκκλησιαστικό τους Αυτοκέφαλον, άλλες με κανονικό τρόπο μέσω του Οικουμε-νικού Πατριαρχείου και άλλες με αυθαίρετη δική τους απόφαση, όπως οι Εκκλησίες της Ελλάδος και της Βουλγαρίας. Το ίδιο φαινόμενο βλέπουμε να συμβαίνει και επί των ημερών μας με την κατάλυση της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, όπου μέσα από την πολιτική χειραφέτηση και τη δημιουργία νέων κρατών αναζητείται και εκκλησιαστική ανεξαρτησία.

    Όπως είναι γνωστό,«η συνθήκη της Λωζάνης[8] έθηκε τέρμα εις την μεγάλην εκείνην τραγωδίαν και καθώρισε τα όρια της Τουρκίας, εν οις συμπεριλήφθη μόνον το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως. Η μεν Παλαιστίνη ετέθη υπό την εντολήν της Αγγλίας, η δε Συρία υπό την εντολήν της Γαλλίας, ούτω δε εξήλθον εκ της Τουρκικής κυριαρχίας αι Επαρχίαι των Πατριαρχείων Ιεροσολύμων και Αντιοχείας»[9].

   Από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προήλθαν ως Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες τα Πατριαρχεία Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες Ελλάδος, Αλβανίας και Τσεχίας-Σλοβακίας. Από το Πατριαρχείο Ρωσίας προήλθαν ως Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες το Πατριαρχείο Γεωργίας και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας, και οι Αυτόνομες Εκκλησίες Φιλλανδίας, Εσθονίας, Λεττονίας και Λιθουανίας.

   Όπως τόνιζε χαρακτηριστικά στη δεκαετία του 1950 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι παρακολουθούσαι και το χριστιανικόν έργον μεγάλων οργανώσεων, οίον του ‘Συνδέσμου διεθνούς Φιλίας των λαών διά των Εκκλησιών’, του παγκοσμίου Συνδέσμου ‘Πίστεως και Πράξεως’, του Οικουμενικού Συνδέσμου ‘Ζωή και Έργον’, επεδίωξαν και την από κοινού μελέτην των τρόπων αναζωογονήσεως των χριστιανικών αρχών εν τη ζωή των λαών.
Εις την αρξαμένην δε κίνησιν, τείνουσαν εις την προπαρασκευήν και συγκρότησιν Οικουμενικής Συνόδου της καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας, οφείλεται το εν Κωνσταντινούπολει Πανορθόδοξον Συνέδριον (1923) και η εν αγίω Όρει Πανορθόδοξος Διάσκεψις (1930), ην πρόκειται να επακουληθήση η Προσύνοδος. Την κίνησιν ταύτην μεγάλως ενισχύει η προσωπική συνάφεια των ορθοδόξων θεολόγων, αι επιστημονικαί διαλέξεις αυτών εν ταις θεολογικαίς Σχολαίς των Πανεπιστημίων, η μετάφρασις των συγραμμάτων αυτών εις τας οικείας γλώσσας και άλλοι τρόποι. Τελευταίως (1936) συνεκροτήθη εν Αθήναις το πρώτον ‘Συνέδριον της Ορθοδόξου Θεολογίας’ εκ τεσσαράκοντα και πλέον Καθηγητών των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών, οίτινες και εις σπουδαιοτάτας επιστημονικάς θεολογικάς ανακοινώσεις προέβησαν και έθηκαν τας βάσεις κοινής επιστημονικής συνεργασίας. Διά πάντων δε τούτων εκδηλούται η αδιάσπαστος ενότης και συνοχή της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας της Ανατολής»[10].

 Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο, με τίτλο «Η Μέλλουσα να συγκληθή Οικουμενική των Ορθοδόξων Εκκλησιών Σύνοδος και αι Εκκλησιαστικαί Μεταρρυθμίσεις – Η ανάγκη της συγκλήσεως και τα μέλλοντα να τεθώσιν υπ’ όψιν της Συνόδου ζητήματα», στο περιοδικό «Απόστολος Βαρνάβας»[11], ο Αρχιμ. Μακάριος Μαχαιριώτης, Καθηγητής του Παγκύπριου Ιεροδιδασκαλίου Κύπρου, εκφράζει την αγωνία των Ορθοδόξων της εποχής εκείνης (1920) για το μέλλον της Ορθοδοξίας.

   Οι φωνές αυτές αποτέλεσαν μια δυνατή ηθική πίεση προς την Διοικούσαν Ορθόδοξη Εκκλησία να προβληματισθεί σοβαρά μέσα στα πλαίσια της ενάρξεως μιας μόνιμης συνεργασίας μεταξύ των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τη δεκαετία του του 1960 που ξεκίνησαν οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις πέρασαν περισσότερα από πενήντα ολόκληρα χρόνια, και μέσα στον κόσμο μας και στην ιστορία των Ορθοδόξων Εκκλησιών πολλά συνέβησαν και πολλά που ανέμενε κανείς να συμβούν δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί.




[1] Α΄., Β΄., Γ΄. στη Ρόδο τα έτη 1961, 1963 και 1964 και η Δ΄. στη Γενεύη το 1968.
[2] Παπαδοπούλου Αντωνίου, Κείμενα Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, Οικουμενικά ΙΙ, Θεσσαλονίκη, 1984.
[3] Ιωάννου Καλογήρου, Έννοια της οικουμενικότητος της Ορθοδοξίας εν σχέσει προς τας εθνικάς αυτοκεφάλους Εκκλησίας, Επιστημονική Επετηρίς Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμος 19, Θεσσαλονίκη, 1974, σελ. 219.
[4] βλ. το κείμενο στην έκδοση C. G. Patelos, The Orthodox Church in the Ecumenical Movement, Documents and Statements, 1902 – 1975, Geneva, 1978, σελ. 27 – 39. Το πρωτότυπο κείμενο στην ελληνική, βλ. Βασιλείου Σ. Σταυρίδου, Ιστορία της Οικου-μενικής Κινήσεως, σελ. 18.
[5] Νίκου Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση, Ιστορία – Θεολογία, Θεσσαλονίκη, 1984, σελ. 217 – 219.
[6] 5 Οκτωβρίου 1912.
[7] Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Η Ορθόδοξος Αν. Εκκλησία, Αθήνα, 1954,σ.187.
[8] 6 Αυγούστου 1922.
[9] Παπαδοπούλου Χρυσοστόμου, Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, Αθήνα,1954, σ.188.
[10] Η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία, Αθήνα, 1954, σελ. 192.
[11] Έτος Γ΄., τεύχος 50, σελ. 51 – 58, Λευκωσία, 1920.