Του Ιωάννη Λότσιου,
Ο εγκαινιασμός
της νέας εν Χριστώ πραγματικότητας φανερώνεται κατεξοχήν στο πρόσωπο της Παναγιάς,
της Θεομήτορος, η οποία κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «Δικαίως και αληθώς
Θεοτόκον την Αγίαν Μαρίαν ονομάζομεν· τούτο γαρ το όνομα άπαν το μυστήριον της
οικονομίας συνίστησιν».
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην Ομιλία του Εις την Κοίμηση της Θεοτόκου, αναφερόμενος ως μεθόριο ουρανού και γης, λέγει και το εξής θαυμαστό: «Μόνη γάρ Θεού και παντός ανθρωπείνου γένους στάσα μεταξύ, τον μεν Θεό εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς σε θεού τους ανθρώπους απειργάσατο». Πως όμως φανερώνεται αυτή η μητρότητα της;
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στην Ομιλία του Εις την Κοίμηση της Θεοτόκου, αναφερόμενος ως μεθόριο ουρανού και γης, λέγει και το εξής θαυμαστό: «Μόνη γάρ Θεού και παντός ανθρωπείνου γένους στάσα μεταξύ, τον μεν Θεό εποίησεν υιόν ανθρώπου, υιούς σε θεού τους ανθρώπους απειργάσατο». Πως όμως φανερώνεται αυτή η μητρότητα της;
Η
απόδειξη του ενεργού ρόλου, το μεταίχμιο στην σχέση Θεού και ανθρώπου, φαίνεται
στην προτροπή του Χριστού στον Σταυρό, στον αγαπημένο του μαθητή Ιωάννη: «Ιησούς ούν
ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα όν ηγάπα, λέγει τη μητρί αυτού,
γύναι, ίδε ο υιός σου. Είτα λέγει τω μαθητή, ιδού η μήτηρ σου, και απ’ εκείνης
της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια» (Ιωάν. 19, 26-27).
Η φράση «ιδού η μήτηρ σου» των συνοπτικών Ευαγγελίων:
«καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου; καὶ
περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ
ἀδελφοί μου» (Μάρκου 3, 33-34), και: «εἶπε δέ τις αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ
ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν» (Ματθαίου 12,47), ασχολούνται
βέβαια με τους λεγομένους ‘’αδελφούς’’ του Ιησού, με θεολογικό και πνευματικό
περιεχόμενο όμως. Εκεί ο Χριστός ομιλεί για την δημιουργία της νέας Ιερουσαλήμ,
της νέας οικογένειας και των δεσμών εκείνων που βρίσκονται πάνω από κάθε είδους
συγγενείας εξ αίματος.
Είναι αλήθεια ότι στην αναφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται σε μια θεώρηση υπάρξεως «άλλων παιδιών» της Παναγίας. Είναι ειρωνικό, είναι μια παρερμηνεία της αναφοράς του ίδιου του Χριστού. Αντίθετα φανερώνει την ανάπτυξη των δεσμών, που υπερισχύουν των νομιζόμενων, που προέρχονται από την συγγένεια εξ αίματος στο στενό πλαίσιο. Ο Χριστός δεν αρνείται την φυσική συγγένεια με το πρόσωπο της Παναγίας, αλλά η νέα οικογένεια, είναι πνευματική και μπορούν να μετέχουν όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής και γλώσσας. Η Παναγία μετέχει και των δύο.
Είναι αλήθεια ότι στην αναφορά αυτή δεν ανταποκρίνεται σε μια θεώρηση υπάρξεως «άλλων παιδιών» της Παναγίας. Είναι ειρωνικό, είναι μια παρερμηνεία της αναφοράς του ίδιου του Χριστού. Αντίθετα φανερώνει την ανάπτυξη των δεσμών, που υπερισχύουν των νομιζόμενων, που προέρχονται από την συγγένεια εξ αίματος στο στενό πλαίσιο. Ο Χριστός δεν αρνείται την φυσική συγγένεια με το πρόσωπο της Παναγίας, αλλά η νέα οικογένεια, είναι πνευματική και μπορούν να μετέχουν όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, φυλής και γλώσσας. Η Παναγία μετέχει και των δύο.
Στον
σταυρό όμως η μητρότητα της Παναγίας δια του αγαπημένου μαθητή, δείχνει την επέκταση
της μητρότητας από τα παλιοδιαθηκικά πλαίσια. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είχε ιδιαίτερη
σχέση με τον Χριστό, ήταν ο αγαπημένος μαθητής του, ήταν δηλαδή σε μια σχέση αγάπης.
Η παράδοση της Παναγίας στον οίκο του Ευαγγελιστή Ιωάννη, δεν είναι μια
μεταφορική ή αναπαραστατική εικόνα. Περισσότερο δεν είναι μια συμβολική ή
παραβολική παράσταση, είναι βαθύτατης θεολογικής και χριστολικής αναφοράς.
Η Παναγία δεν είναι ένα πρόσωπο από τους Αποστόλους, δεν είναι μια εκ των μαθητών, είναι αληθώς Θεοτόκος με όλες εκείνες τις εικόνες που η έννοια της μητρότητας επιφέρει. Εικόνες, αγάπης, στοργής και φροντίδας, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο (Εἰς Ἰωάννην, 85,2, PG 59, 462). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, έλαβε την Παναγία «εις τα ίδια», χωρίς δισταγμό. Όπως αγαπημένος μαθητής έλαβε την Παναγία εις τον οίκο του, έτσι και οι χριστιανοί την λαμβάνουν ως Μήτηρ και Θεοτόκος για την πορεία της πρόσκαιρης ζωής.
Η Παναγία δεν είναι ένα πρόσωπο από τους Αποστόλους, δεν είναι μια εκ των μαθητών, είναι αληθώς Θεοτόκος με όλες εκείνες τις εικόνες που η έννοια της μητρότητας επιφέρει. Εικόνες, αγάπης, στοργής και φροντίδας, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο (Εἰς Ἰωάννην, 85,2, PG 59, 462). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, έλαβε την Παναγία «εις τα ίδια», χωρίς δισταγμό. Όπως αγαπημένος μαθητής έλαβε την Παναγία εις τον οίκο του, έτσι και οι χριστιανοί την λαμβάνουν ως Μήτηρ και Θεοτόκος για την πορεία της πρόσκαιρης ζωής.
Στην
περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, η καθημερινή τέλεση των παρακλήσεων και της νηστείας,
μας υποβάλλει σε αυτήν την πράξη του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Να λάβουμε, δηλαδή,
την Παναγία στους οίκους της ψυχής. Η καθημερινή αυτή εμπειρία μας φανερώνει
δυο πράγματα. Πρώτον, όπως κάθε μητέρα αναμένει
τα παιδιά της έτσι και η Παναγία περιμένει. Δεύτερον, όταν πάλι μια μητέρα μεγαλώσουν
τα παιδιά της και δεν είναι δυνατόν να είναι δίπλα της, έτσι και η Παναγία περιμένει
με ανυπομονησία για την προκοπή και όλα όσα συμβαίνουν ή θα συμβούν, έστω και η
παραμικρή ασθένεια, γιατί την αφορούν βαθιά.
Αυτή η προσμονή, η πρεσβεία, η ταχέος αντίληψης, δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ γιατί μας οδηγεί στον δρόμο για την Βασιλεία των Ουρανών. Όταν πάρουμε την Παναγία στους οίκους της ψυχής, τότε ανακαλύπτουμε το πραγματικό νόημα των δεήσεων και των ικεσιών της Εκκλησίας προς την Θεομήτορα, όπως στην Μεγάλη Παράκληση αναφέρεται: «Τα νέφη, των λυπηρών εκάλυψαν, την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, και σκοτασμόν εμποιούσι μοι Κόρη· αλλ' η γεννήσασα φως το απρόσιτον, απέλασον ταύτα μακράν, τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου». Και είναι αλήθεια να νιώθουμε πάντα, σε αυτές τις παρακλήσεις, σαν να τις λέμε για πρώτη φορά, σαν να στέκεται δίπλα μας.
Αυτή η προσμονή, η πρεσβεία, η ταχέος αντίληψης, δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ γιατί μας οδηγεί στον δρόμο για την Βασιλεία των Ουρανών. Όταν πάρουμε την Παναγία στους οίκους της ψυχής, τότε ανακαλύπτουμε το πραγματικό νόημα των δεήσεων και των ικεσιών της Εκκλησίας προς την Θεομήτορα, όπως στην Μεγάλη Παράκληση αναφέρεται: «Τα νέφη, των λυπηρών εκάλυψαν, την αθλίαν μου ψυχήν και καρδίαν, και σκοτασμόν εμποιούσι μοι Κόρη· αλλ' η γεννήσασα φως το απρόσιτον, απέλασον ταύτα μακράν, τη εμπνεύσει της θείας πρεσβείας σου». Και είναι αλήθεια να νιώθουμε πάντα, σε αυτές τις παρακλήσεις, σαν να τις λέμε για πρώτη φορά, σαν να στέκεται δίπλα μας.