Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Το Πρώτο Τζαμί για τις Γυναίκες είναι πραγματικότητα στο Λος Άντζελες

Του Ιωάννη Λότσιου,

Το πρώτο Τζαμί για τις γυναίκες είναι μια πραγματικότητα στο Λός Άντζελες στην Αμερική. Η μέχρι τώρα εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των γυναικών μουσουλμάνων στα υπόγεια ή σε εξωτερικούς χώρους, θεωρούταν ένας υποβιβασμός για τις ίδιες τις γυναίκες.  

Το πρώτο αυτό γυναικείο τζαμί στεγάζεται σε ένα πολυδύναμο χώρο λατρείας, σε ένα παλαιό κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης. Αρχικά το κτήριο αποτελούσε μια μικρή θρησκευτική ένωση και σήμερα αποτελεί τον οίκο του μη κερδοσκοπικού οργανισμού ‘’Τζαμί Γυναικών’’ και πολλών χριστιανικών και εβραϊκών ομάδων.

Η βάση της προσπάθειας αυτής βρίσκεται στο γεγονός ότι σε πολλά τζαμιά στην Αμερική, ειδικά και με τις αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων , οι γυναίκες βρίσκονται σε υπόγεια ή σε μπαλκόνια ή στα σπίτια τους για να εκτελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτό ήταν μια κοινή και σύνηθες πρακτική που υποβιβάζει το γυναικείο φύλο σε πιστούς δεύτερης κατηγορίας.

Το γυναικείο τζαμί είναι μια καινοτομία, ανάμεσα στα 2.000 τζαμιά που υπάρχουν στην Αμερική. Η ιδέα ενός θρησκευτικού οίκου με βάση το φύλο, άρχισε ήδη εδώ και καιρό να υλοποιείται. Η σκοπιμότητα της ιδρύσεως ενός τζαμιού μόνο για τις γυναίκες, στοχεύει στην αντιμετώπιση των πολιτιστικών και κοινωνικών πρακτικών που περιθωριοποιούν τις γυναίκες. Επιπλέων, δίδεται προσπάθεια να συνδεθούν  με την καθιερωμένη μουσουλμανική πίστη για όσες γυναίκες έχουν έντονη δυσαρέσκεια με την θρησκεία τους. Δεν είναι υποχρεωτικό να φορούν μαντίλες, η ενδυμασία των γυναικών είναι ελεύθερη επιλογή τους. Γυναίκες που πρωτοστάτησαν σε αυτήν την ενέργεια τονίζουν την παραδοσιακή μουσουλμανική πίστη που γαλουχήθηκαν από τις μητέρες τους, όσο αφορά την ισότητα των γυναικών με βάση το Κοράνι και της αρνητικής πρακτικής ή συμπεριφοράς που έχουν στην κοινωνία. Επίσης προβάλλουν ότι η χειραφέτηση των γυναικών δεν υπάρχει στο Κοράνι, είναι μια προσπάθεια επανασύνδεσης με την κοινωνία. Στα κανονικά τζαμιά τα ζητήματα των γυναικών είναι δευτερεύουσας σημασίας. Η πρόσθεσης της νέας αυτής πρακτικής είναι να βοηθήσει τις γυναίκες να αναγνώσουν το Κοράνι και να διερμηνεύσουν τις γραφές και την παράδοση για τον εαυτό τους, με ην παρακολούθηση ορισμένων μαθημάτων. Αυτό, όπως τόνισαν, θα επιφέρει μια καλύτερη εξυπηρέτηση για την λειτουργία της μουσουλμανικής κοινότητας. Δεν γίνεται ανταγωνιστικά άλλα συμπληρωματικά. Οι γυναίκες μουσουλμάνες έχουν μια φωνή και μια συζήτηση , που είναι μια πρωτόγνωρη όντως εμπειρία.

Η ίδρυση του γυναίκειου Τζαμιού προσπαθεί να δώσει μια φωνή στις μουσουλμάνες γυναίκες, ένα θρησκευτικό χώρο για τις ίδιες που μπορούν να ανταλλάσουν απόψεις, μάλιστα όταν δεν θα υπάρχει άνδρας ιμάμης, αλλά γυναίκα. Από αυτήν την νέα πρωτοβουλία δίνεται έμφαση στην συμμετοχή των μουσουλμανικών ιδρυμάτων της Αμερικής με ευρύτερα θέματα της αμερικανικής κουλτούρας. 




Πηγή:

Αljazeera

Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

Η Χάρτα των Νέων Καρδιναλίων


 Του Ιωάννη Λότσιου,

Πολλά είναι τα στοιχεία που παρατηρούμε στην τελετή ανάδειξης των νέων Καρδιναλίων, είκοσι τον αριθμό. Με την παρουσία των δυο Παπών στην τελετή στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, η επιλογή και  ο τρόπος ανάδειξης των νέων καρδινάλιων μας δείχνουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που μερικά από αυτά είναι νέα δεδομένα. Η συγκρότηση της ομάδας των Καρδιναλίων για τις Μεταρρυθμίσεις και η ελευθερία στις συζητήσεις στην σύνοδο των ρωμαιοκαθολικών επισκόπων, έδειξαν ότι υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες  απόψεις σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις. Αυτά φανερώνουν την σχέση Πάπα, Καρδιναλίων και Επισκόπων στο πλαίσιο της άσκησης του Πρωτείου και της Συνοδικότητας. Η έννοια της μεταρρύθμισης της Ρωμαϊκής Κουρίας ως ‘’επιτακτική ανάγκη’’, γίνεται βέβαια από τον ίδιο τον Πάπα, παρά την τοποθέτηση των Καρδιναλίων, ως συμβουλευτικό σώμα. Η προ ημερών αλλαγή της απόδοσης του παλλίου σε κάθε Καρδινάλιο  που δινόταν στη Ρώμη, πλέων θα δίνεται σε ειδική τελετή με εκπρόσωπο του Πάπα στην χώρα στην οποία είναι ο Καρδινάλιος, είναι ένα χαρακτηριστικό.

Στην Ομιλία του ο Πάπας Φραγκίσκος αναφέρεται στην έννοια του «Καρδινάλιου», πώς πρέπει να είναι κανείς ‘’Καρδινάλιος’’, ‘’είναι ένας τίτλος τιμής, αλλά όχι .. Η λέξη "αμαρτήματα" προέρχεται από τη λατινική λέξη "Cardo", συνεχίζει όμως να αναφέρει.

Από τους είκοσι Καρδιναλίους, οι δεκαπέντε θα συμμετάσχουν στο επόμενο Κονκλάβιο για την ανάδειξη νέου Πάπα.  Η επιλογή των νέων Καρδιναλίων αλλάζει όχι την ιεραρχική δομή ή τις θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά τι γεωγραφικές συντεταγμένες του.  Καρδινάλιος δηλαδή δεν γίνεται κάποιος που είναι στην Ρώμη ή είναι σε μια διοικητική θέση στο Βατικανό. Η παραδοσιακή αυτή αντίληψη ότι κάποιος παίρνει το ‘’κόκκινο καπέλο’’ εξαιτίας της θέσης του, πλέων δεν ισχύει. Υπάρχει μια αναπροσαρμογή των κριτηρίων στη επιλογή των προσώπων για Καρδινάλιος. Οι νέες μικρές Επισκοπές που αποκτούν Καρδινάλιο είναι ενδεικτικές της αναπροσαρμογής αυτής. Το σίγουρο πλέων που είχαν πολλοί, δεν υπάρχει. Το ενδιαφέρον για τους φτωχούς, την φιλανθρωπία και την καταπολέμηση της πείνας, είναι τα νέα κίνητρα επιλογής. Εκτός από τον Πρίγκιπα της Ρωμαϊκής Κουρίας Καρδινάλιο Dominique Mamberti, οι υπόλοιποι προέρχονται από 14 διαφορετικές χώρες, όπως: η Αιθιοπία, Ν. Ζηλανδία, Παναμάς, Μεξικό, Ισπανία, Τόνγκα, Ουρουγουάη, κ.α. Υπάρχει ένα άνοιγμα από την τοπικότητα στην οικουμενικότητα.

 Η σύνθεση της Ρωμαϊκής Κουρίας δηλαδή, περιλαμβάνει από μέρη της γης, που ίσως ποτέ δεν είχαν Καρδινάλιο, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές επιλογές. Βλέπουμε επίσης πόλεις, Αρχιεπισκοπές, με κατά παράδοση Καρδιναλίους, όπως η Βενετία και το Τορίνο να μην επιλέγονται.  Αφήνει δηλαδή ο Φραγκίσκος το ισχυρό μέρος των Καρδιναλίων που ελέγχουν μεγάλο μέρος της Ρωμαϊκής Κουρίας για δεύτερη φορά απέξω. Επίσης απουσία νέων Καρδιναλίων έχουμε και από την Αμερική, Παρίσι κ.α.

Από την Ιταλία επιλέγονται δύο Επίσκοποι για Καρδινάλιοι, ίσως περιθωριοποιημένες Επισκοπές  της ρωμαιοκαθολικής διοίκησης. Οι δύο Επισκοπές αυτές είναι των φτωχών και των μεταναστών.

Ο Πάπας Φραγκίσκος στα γνωρίσματα, προσόντα και της επιλογής των Νέων Καρδιναλίων, στην ουσία σπάει τον παραδοσιακό κληρικαλισμό της Δύσεως. Οι συνέπειες δεν είναι μόνο γεωγραφικές, δεν είναι μόνο και σε άλλες κατευθύνσεις, αναφέρονται  στην σχέση δημογραφίας των ρωμαιοκαθολικών πιστών στον κόσμο, της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εν σχέση με την οικουμενικότητα. Όλα τα δεδομένα είναι ανοικτά...

Αρχή φόρμας

Τέλος φόρμας

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Βαρθολομαίος: «Σε πολλά μέρη του πλανήτη, Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί κι Εβραίοι ζουν αρμονικά. Η διαφορετικότητα στη θρησκεία είναι πλέον αποδεκτή σε πολλές χώρες. Εμείς είμαστε αυτοί που θα δώσουμε το παράδειγμα της καλής συνύπαρξη



Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ Συνοδικοὶ πάρεδροι, συνδιοικηταὶ τοῦ ἱερωτάτου θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, Μακάριοι Ὀρθόδοξοι πατέρες, πρόγονοι καὶ ἀδελφοί, οἱ ἀναπαυόμενοι εἰς τοὺς τόπους τούτους,
Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, ἐκλεκτοὶ συμπροσκυνηταὶ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τῶν ἀπειραρίθμων Ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς Ἰωνικῆς γῆς, γνωστῶν καὶ ἀνωνύμων, 
«Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν». Μὲ αὐτοὺς τοὺς λόγους κατακλείει τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιόν του τῆς ἀγάπης, τῆς ἐπαγγελίας καὶ τῆς σωτηρίας, ὁ καταστήσας πρῶτον Ἐπίσκοπον Σμύρνης τὸν Ἅγιον Βουκόλον εὐαγγελιστὴς Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (Ἰωάν. κα΄, 25). 
Σήμερον, ὅτε «ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε» πανταχόθεν εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τῆς νύμφης τῆς Ἰωνίας, τῆς ἀρχαιοτάτης καὶ ἱστορικῆς πόλεως Σμύρνης, μιμνησκόμεθα τῶν λόγων τούτων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ ὁμολογοῦμεν ὅτι ἀληθῶς τὰ βιβλία καὶ αἱ συγγραφαὶ τοῦ κόσμου ὅλου, ἀπὸ τῆς δημιουργίας του καὶ μέχρι σήμερον, δὲν θὰ ἠδύναντο ὄχι μόνον νὰ περιγράψουν ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνως νὰ ἐκφράσουν τὸ θαῦμα τῆς διὰ τοῦ πληρώσαντος πᾶσαν τὴν πατρικὴν Οἰκονομίαν Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ συγκροτηθείσης ἀπὸ περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης ἐκτεινομένης κατὰ τόπους Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὔτε ὅμως θὰ ἠδύναντο νὰ περιγράψουν αὐθεντικῶς, ἐξ ἑτέρου, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν λαμπρότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἔκτασιν τοῦ θριάμβου τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, ἐν στενῇ καὶ εὐρυτέρᾳ ἐννοίᾳ, τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας ἐν Χριστῷ καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου μαρτυρίου ἐν Χριστῷ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς μεγαλοπόλεως  Σμύρνης, «τῆς πόλεως τῆς δημιουργίας καὶ τῆς εὐημερίας ἀλλὰ καὶ τοῦ θρύλου καὶ τοῦ πόνου, τοῦ σπαραγμοῦ καὶ τῆς ὀδύνης», ἀλλὰ καὶ ἐν γένει τῆς Ἰωνικῆς γῆς. Παρὰ τὸ ἀπαισιόδοξον ἀπόφθεγμα τοῦ εἰδότος καλῶς τὰ κατὰ τὴν πόλιν ταύτην Σμυρναίου ποιητοῦ Γιώργου Σεφέρη ὅτι «ἡ Σμύρνη ἔχει χάσει τὸν ἴσκιό της, ὅπως τὰ φαντάσματα», ἡ πολυπολιτισμικὴ Σμύρνη ἀποτελεῖ διαχρονικὸν καστροφύλακα μνήμης καὶ βιώσεως τῆς σωτηριώδους διδασκαλίας καὶ τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους. Εἶναι ἡ διαχρονικὴ μνήμη καὶ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διὰ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἑορταζομένου ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, καὶ τοῦ διδασκάλου καὶ διαδόχου του Ἁγίου Πολυκάρπου καὶ τῆς «μέχρι τῶν ἐσχάτων» σειρᾶς τῶν ἀειμνήστων Ἱεραρχῶν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν «τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ», καὶ εἰσελθόντες «εἰς τὸν χῶρον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ», ἀναμένουν τὸν στέφανον τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἀγῶνος, «ὃν ἀποδώσει ἑκάστῳ ὁ Κύριος ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». 
Εὑρισκόμενοι εἰς τὸν ἀπέραντον τοῦτον χῶρον εἰς τὴν περίκλυτον Σμύρνην, τὴν περιγραπτὴν καὶ συγχρόνως ἄγνωστον, τὴν ἐν τόπῳ περικλειομένην καὶ ὁριοθετουμένην καὶ συνάμα ἀχώρητον καὶ ἄπειρον εἰς τὴν μνήμην καὶ εἰς τὴν ἱστορίαν, φέρομεν εἰς τὸν νοῦν μας ὅτι αἱ ἱστορικαὶ ἐναλλαγαί, αἱ ὁποῖαι ἀλλεπαλλήλως παρατηροῦνται εἰς τὸν ταλαίπωρον πλανήτην μας, δὲν ἐπέτρεψαν ἐπὶ δεκαετηρίδας, «κρίμασιν οἷς οἶδεν» ὁ Κύριος, τὴν τέλεσιν ἐν λειτουργικῇ συνάξει ἐνταῦθα τῆς πανηγύρεως τοῦ πρώτου Ἐπισκόπου τῆς Σμύρνης, πόλεως τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἡ ὁποία ἔχει νὰ παρουσιάσῃ πλῆθος ἁγίων ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ ὁσίων, κοσμούντων διὰ τοῦ βίου καὶ τῶν ἄθλων των τὸ ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ τὴν «ἱερὰν βίβλον τοῦ Γένους», διὰ νὰ δανεισθῶμεν ἐπίκαιρον χαρακτηρισμὸν μακαριστοῦ Ἱεράρχου τοῦ Θρόνου (Πριγκηποννήσων Δωρόθεος), κατὰ τὴν τήρησιν καὶ διαφύλαξιν τῆς προτροπῆς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Ἄγγελον-Ἐπίσκοπον τῆς Σμύρνης: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἀποκ. β΄, 10-11). 
Πρῶτος δὲ γενόμενος πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ ὁμολογήσας  τὴν πίστιν πρὸς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν Θεάνθρωπον καὶ Σωτῆρα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος, ὁ ὁποῖος «ὡς ἐπίσημος κριὸς ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῆς χορείας τῶν Σμυρναίων ἁγίων», παραδοὺς βιωματικῶς εἰς τοὺς μετέπειτα πιστοὺς τῆς Σμύρνης καὶ τῆς περιοχῆς τὴν παρὰ τοῦ  διδασκάλου του Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου παραληφθεῖσαν σωτήριον διδαχὴν τοῦ Εὐαγγελίου. 
Ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν, θεωρουμένη κατὰ τοὺς πρώτους τρεῖς αἰῶνας τῆς πρώτης μετὰ Χριστὸν χιλιετίας ἀλλὰ καὶ ἐν συνεχείᾳ, κατὰ περιόδους εἰς ὡρισμένους τόπους καὶ χώρους, ὡς «ἔγκλημα καθοσιώσεως» ἐτιμωρεῖτο διὰ φρικτῶν μαρτυρίων καὶ βασανιστη-ρίων, εἰς τὰ ὁποῖα καθυπεβλήθη καὶ ὁ Ἅγιος Βουκόλος διὰ τῆς διὰ ξίφους ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς του, μαρτυρίου διὰ τοῦ ὁποίου ἐμπράκτως ἐπεσφράγισε τὸν θεοφιλῆ βίον καὶ λόγον του. 
Ἴσως θὰ διερωτηθῇ κάποιος διατὶ ἐπαναλαμβάνομεν τὰ γνωστὰ τοῖς πᾶσι σήμερον, κατὰ τὴν ἱστορικὴν αὐτὴν  ὥραν, κατὰ τὴν ὁποίαν μετὰ δεκαετίας ὅλας ἀξιούμεθα νὰ ἱερουργῶμεν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου εἰς τὸν Ἱερὸν τοῦτον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, τὸν πρό τινος ὑπὸ τῆς Δημαρχίας τῆς πόλεως τῆς Σμύρνης ἀνακαινισθέντα καὶ ἐν διαρκεῖ ἀποκαλύψει διὰ τῶν ἀποκαλυπτομένων εἰκονογραφιῶν ἐν αὐτῷ, μαρτυροῦντα μίαν ἀλήθειαν, ὄχι οἱανδήτινα ἀλήθειαν κοσμικῆς προελεύσεως ἢ ἀνθρωπίνης ἐπινοήσεως, ἀλλὰ τὴν «ὑπὲρ πάντα νικῶσαν ἀλήθειαν», ὡς θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Ἔσδρας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. 
Πρωτίστως ὅμως, νὰ ἀναφέρωμεν ὅτι καὶ τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐπιθυμία καὶ πρόθεσις καὶ συνεχὴς προσπάθεια ὑπῆρξεν ἀπ᾿ ἀρχῆς τῆς Πατριαρχίας ἡμῶν ἡ ἀνακαίνισις τοῦ ἱστορικοῦ τούτου σεβάσματος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ εὐσεβοῦς Ὀρθοδόξου Γένους μας, ὡς τόπου ἱστορίας, μαρτυρίας, μνήμης καὶ μαρτυρίου. Ἤδη εἴχομεν ἐργασθῆ πολυτρόπως, δι᾿ ἐκκλήσεων καὶ προτροπῶν, πρὸς τοῦτο καὶ εἴχομεν ὀργανώσει ἐν ἔτει 1997ῳ, κατὰ τὸν πανορθόδοξον ἑορτασμὸν ἐπὶ τῇ ἀνακηρύξει τῆς πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ὡς Πολιτιστικῆς Πρωτευούσης τῆς Εὐρώπης, ἐπὶ τούτῳ «συναυλίαν». Δοξάζομεν τὸν ἄναρχον Θεόν, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ὅτι τὸ ὄραμα καὶ ἡ πρωτοβουλία ἐκείνη ἐστέφθη ὑπὸ ἐπιτυχίας χάρις εἰς τὴν μεγαλόπνοον δραστηριότητα τοῦ Δημάρχου Σμύρνης Ἐντιμοτάτου κυρίου Aziz Kocaoğlu, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ πρὸς τὸ ὑπ᾿ αὐτὸν Δημοτικὸν Συμβούλιον καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως ταύτης ἐκφράζομεν τὰς προσηκούσας εὐχαριστίας διὰ τὴν διάσωσιν τοῦ μνημείου τούτου, τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ἰδιαιτέραν σημασίαν του διὰ τοὺς πανορθοδόξους, ἰδιαιτέρως δὲ διὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τοῦ ὁποίου ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία εἶναι ὁλόκληρος ἡ Μικρὰ Ἀσία. 
Λέγομεν, ἀδελφοί, ἡμεῖς, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ περὶ Αὐτὸν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδος ταῦτα σήμερον, καὶ μαρτυροῦμεν τῇ ἀληθείᾳ. Ἀληθῶς «ἕνας εἶναι ὁ Μάρτυς καὶ μία ἡ Μαρτυρία· καὶ ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ ἐν μαρτυρίᾳ καὶ αὐτὸς ποὺ μαρτυρεῖ ἐν μαρτυρίῳ», ὡς θὰ ἐπαναλέμβανεν ἐπικαίρως καὶ ὁ μακαριστὸς Γέροντας καὶ ποδηγέτης ἡμῶν Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Μελίτων. Σήμερον εὑρισκόμεθα ἐνώπιον τῶν μαρτύρων καὶ τῆς μαρτυρίας. Ἀκροώμεθα νοερῶς, ἀλλὰ καὶ ὁρατῶς, καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τῶν μετ᾿ αὐτὸν ἐν Σμύρνῃ. «Καὶ ἄν», πάλιν κατὰ τὸν Σμυρναῖον Σεφέρη, «κάθε ἀπομεινάρι (στὴν Σμύρνη) περνάει  ἀπαρατήρητο», δι᾿ ἡμᾶς τοὺς κληρονόμους τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας, κατὰ τὴν Σμυρναίαν Ξανθίππη Ἀναστασιάδου, «τὸ ἀπομεινάρι αὐτὸ χρειάζεται σεβασμὸ καὶ εὐαισθησία, προσεκτικὴ ἐπισήμανσι καὶ τῆς τελευταίας πέτρας... κάθε ἄλλη ἀντιμετώπισις μοιάζει μὲ ὕβρι καὶ βλασφημία». 
Ἂς ἀκούσωμεν ὅλοι μαζὶ αὐτὴν τὴν μεγαλειώδη καθ᾿ ἑαυτὴν μαρτυρίαν καὶ τὸ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν ἐποχήν μας, ὑπὸ ἄλλας πτυχάς, μαρτύριον. Διότι καὶ εἰς τὴν βιουμένην σήμερον μαρτυρίαν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ μαρτύριον τῶν ἁγίων μορφῶν τῆς ἱστορικῆς παρουσίας μας καὶ τῶν ἱερῶν μας καὶ ἐνταῦθα, «ἀνακεφαλαιώνεται τὸ Θεῖον Μεγαλεῖον τῆς μαρτυρίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας· διότι αὐτὴ ἡ μαρτυρία εἶναι διὰ τὴν ἐποχήν μας τόσον σύγχρονος, ὅσον ἦτο σύγχρονος» (Χαλκηδόνος Μελίτων) κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου τοῦ πρώτου αἰῶνος. 
Ἰδοὺ ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ἀπευθύνομεν πρὸς ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους, πρὸς σᾶς τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς καὶ πρὸς ἅπαν τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα, τὸν λόγον τοῦτον τῆς ἀληθείας τῆς μαρτυρίας καὶ τοῦ μαρτυρίου, τῶν διαχρονικῶς μέχρι τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν ἐμπειρικῶς βιουμένων ἰδιαιτέρως εἰς τὴν πόλιν ταύτην καὶ εἰς τὴν Ἰωνικὴν γῆν, εἰς ἔμπρακτον διαπίστωσιν τοῦ Παυλικοῦ λόγου, ὅτι ἡ ἀδυσώπητος ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων πάλη εἶναι «πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας τοῦ σκότους, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (πρβλ. Ἐφεσ. α΄, 21). 
Τούτου τοῦ εἰρηνοφόρου πολέμου, τῶν ἐξωτερικῶν διωγμῶν καὶ μαρτυρίων καὶ τῆς ἀενάου ἐσωτερικῆς πάλης καὶ τῆς νίκης καὶ καταξιώσεως τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, μέτοχοι ἐγένοντο πάντες οἱ χοροὶ τῶν Ἁγίων, ἑκουσίως ἐπιλέξαντες αὐτὸν ἐν ἐπιγνώσει,  βιοῦντες τὸ Παυλικὸν «ἐάν τις νομίμως ἀθλήσῃ νομίμως καὶ στεφανοῦται» (πρβλ. Β΄ Τιμ. β΄, 5-6) διὰ τοῦ ἀφθάρτου στεφάνου, «ὃν ἀποδώσει ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὁ δίκαιος Κριτής» (πρβλ. Β΄ Τιμ. δ΄, 8). 
Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,  Εὑρισκόμεθα ἀληθῶς σήμερον εἰς χῶρον καὶ τόπον ἀσύλληπτον. Τόπον καὶ χρόνον ἀένναον, ὡς τὸν λειτουργικόν, κατὰ τὸν ὁποῖον βιοῦμεν τὸ παρελθὸν καὶ τὸ παρόν, ἐν φόβῳ καὶ τρόμῳ, ἐν συγκινήσει καὶ μακαρισμῷ, ἐν χαρᾷ καὶ προσδοκίᾳ. Ζῶμεν τὸ μαρτύριον καὶ τὴν μαρτυρίαν τῶν παλαιῶν. Βλέπομεν τοὺς μὴ ὑπάρχοντας σήμερον δεκαὲξ Ναοὺς τῆς Σμύρνης, μὲ προεξάρχοντα τὸν τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, καὶ τὸν μόνον διασωθέντα καὶ διατηρούμενον Ναὸν τοῦ Ἁγίου Βουκόλου, ἐν ᾧ ἐστῶτες δόξαν καὶ εὐχαριστίαν ἀναπέμπομεν τῷ Κυρίῳ. Εἶναι ἐμπρὸς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς μας νοερῶς ἡ περίφημος Εὐαγγελικὴ Σχολή, τὸ Κεντρικὸν Παρθεναγωγεῖον, τὸ Νοσοκομεῖον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, τὸ Βρεφοκομεῖον καὶ τὸ Ὀρφανοτροφεῖον, οἱ περὶ τοὺς 150 φιλεκπαιδευτικοὶ Σύλλογοι, αἱ 200 καὶ πλέον Βιβλιοθῆκαι, αἱ 35 ὁμογενειακαὶ ἐφημερίδες καὶ τὰ περιοδικά, ἡ ἀθλητικὴ καὶ πολιτιστικὴ δραστηριότης τῶν «Πανιωνίου» καὶ «Ἀπόλλωνος» καὶ ἄλλων γυμναστικῶν συλλόγων τῆς Σμύρνης. Βλέπομεν ἐδῶ, εἰς τὴν παραλίαν, εἰς τὸ «Καὶ» τῆς Σμύρνης, τὸ «ἀρχοντικὸ» τοῦ Θεοδώρου Καπετανάκη, μὲ τοὺς τοίχους γεμάτους μὲ ἀρχαίας ἑλληνικὰς παραστάσεις καὶ μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Ἁγίων τῆς Σμύρνης, μεταξὺ τῶν ὁποίων τοῦ Ἁγίου Βουκόλου καὶ τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου. Αὐτὰ ὅλα καὶ πολλὰ ἄλλα ἦσαν τὸ καύχημα καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς Σμύρνης, «ἕνας θαυμάσιος κόσμος μὲ ὁράματα, δράση καὶ προοπτική», τὴν ἀπώλειαν τοῦ ὁποίου ἡ λαϊκὴ μοῦσα τῆς προσφυγιᾶς διὰ τῆς Σμυρναίας Ξανθίππης Ἀναστασιάδου διεκτραγωδεῖ καί, ἀλληγορικῶς καὶ πραγματικῶς, περιγράφει: «πᾶνε κι᾿ ἔρχονται καράβια φορτωμένα προσφυγιά, βάψαν τὰ πανιά τους μαῦρα, τὰ κατάρτιά τους μαβιά. Ποῦ νὰ βρίσκεται ὁ πατέρας ψάχνει ἡ μάννα γιὰ παιδιά, μᾶς ἐσκόρπισε ὁ ἀγέρας σ᾿ ἄλλη γῆ, σ᾿ ἄλλη στεριά».
Δόξα τῷ Θεῷ ὅμως πάντων ἕνεκεν. Ἀξιώνει ὁ Κύριος τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν, ἐπιβλέπων ἐπὶ τὴν ἡμετέραν ταπείνωσιν, καὶ φωτίζει καὶ μεταβάλλει ἐπιμονὴν πολλῶν περιόδων καὶ ἐπιτρέπει, κατὰ τὰ «κρίματα» Αὐτοῦ, τὴν τέλεσιν τῆς Θείας Λειτουργίας ἐν ἁπάσῃ τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀνατολῇ, ἀρχῆς γενομένης πρὸ εἰκοσαετίας περίπου ἀπὸ τῆς Ἁγιοτόκου Καππαδοκίας καὶ συνεχιζομένης ἐν Πόντῳ, ἐν Ἰωνίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μέχρι τῆς σήμερον. 
Ἐν τῷ πλαισίῳ τούτῳ ἀξιολογητέα καὶ ἡ ἀπὸ ἐτῶν μελετωμένη καὶ ἤδη ὑλοποιηθεῖσα πρωτοβουλία τῆς ἡμετέρας Μετριότητος τῆς ἐπανασυστάσεως τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος Σμύρνης καὶ τοῦ διορισμοῦ ὡς Ἱερατικῶς Προϊσταμένου τοῦ Ὁσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πατρὸς Κυρίλλου Συκῆ, ὁ ὁποῖος μετὰ τοῦ διορισθέντος ὑφ᾿ ἡμῶν Ἐκκλησιαστικοῦ Συμβουλίου, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Εὐγενεστάτης κ. Θεοδώρας Χατζούδη, ἐπιτελοῦν λειτουργικὸν καὶ εὐρύτερον ἐκκλησιαστικὸν ἔργον τόσον διὰ τοὺς ἐναπομείναντας ἐν τῇ πόλει ὁμογενεῖς καὶ τοὺς ἀπογόνους των, καὶ τοὺς διακονοῦντας ἐν τῇ ἐν Σμύρνῃ ἑδρευούσῃ ἀντιπροσωπείᾳ τῆς Νατοϊκῆς Συμμαχίας ὀρθοδόξους πιστούς, ὅσον καὶ διὰ τοὺς παρεπιδημοῦντας ἐν Σμύρνῃ ὀρθοδόξους  πιστοὺς ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καὶ φυλετικῆς καταγωγῆς. 
Ἡ σημερινὴ λειτουργικὴ ἐμπειρία μας εἰς τὸν Ἅγιον Βουκόλον σημειώνει ἁπλῶς τὴν μαρτυρίαν καὶ τὸ μαρτύριον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου Γένους μας καὶ μᾶς εἰσάγει εἰς μίαν ἀντίστροφον θεώρησιν τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων, μόνον διὰ τῆς πίστεως ἑρμηνευομένην, πίστεως ἐρειδομένης εἰς τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος καὶ διὰ τὸ ὑπὸ πολλῶν νομιζόμενον φοβερὸν θέμα τοῦ θανάτου, ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν,  διεκήρυξε καὶ διακηρύσσει ἀνὰ τοὺς αἰῶνας, ἄχρι τέλους τοῦ κόσμου,  ὅτι «ἐγὼ (ὁ Κύριος) εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰω. ια΄, 25-26). Συμπληρώνει δὲ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἐπιγραμματικῶς, ὅτι «οὐδὲν ὕπνου πλέον ὁ θάνατος ἔχει» (J.P.Migne, P.G. 47, 343), ὁ ὁποῖος ὕπνος προοιμιάζει τὴν σὺν τῷ σταυρωθέντι καὶ ἀναστάντι Χριστῷ, τῇ Χώρᾳ τῶν ζώντων, αἰώνιον καὶ ἀτελεύτητον συμβασιλείαν. 
Αὐτὴν τὴν συμβασιλείαν, τῆς ὁποίας διὰ πολλῶν μαρτυρίων καὶ κόπων καὶ ἱδρώτων, ἐξωτερικῶν καὶ ἐσωτερικῶν, μέτοχοι ἐγένοντο καὶ ὁ σήμερον ἑορταζόμενος Ἅγιος Βουκόλος καὶ μεθαύριον ὁ Ἅγιος Ἐπίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος καὶ κατὰ τὴν ἐνιαύσιον περίοδον πάντες οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ Μάρτυρες, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι τῆς Ἰωνικῆς γῆς, εὐχόμεθα εἰς πάντας ἡμᾶς τοὺς ζῶντας καὶ περιλειπομένους, κατακλείοντες τὸν λόγον διὰ τῶν στίχων ἑνὸς ποιήματος, ἀφιερωμένου εἰς τὴν Σμύρνην, τοῦ γνωστοῦ Βρεταννοῦ George Horton: 
«Βασίλισσα τῆς Μεσογείου καὶ δόξα της 
ἦταν-καὶ εἶναι- (προσθέτομεν ἡμεῖς) ἡ Σμύρνη ὡραία πόλη, 
καὶ τὸ πιὸ ὄμορφο μαργαριτάρι τῆς Ἀνατολῆς·
Σμύρνη μου ὡραία πόλη! 
Κληρονόμος ἀμέτρητων αἰώνων ἱστορίας, 
μητέρα ποιητῶν, ἁγίων καὶ σοφῶν... 
Μιὰ ἀπ᾿ τὶς πιὸ ἀρχαῖες, δοξασμένες τὶς Ἑφτά, 
ἦταν ἡ Σμύρνη, ἡ ἁγία πόλη 
κι᾿ εἶχε ἀναμμένες τὶς λαμπάδες της στὸν οὐρανὸ ψηλά». 
«Ἄνω σχῶμεν, λοιπόν, ἀδελφοί, εἰς τὸν οὐρανὸν τὰς καρδίας». Καὶ ἐκεῖθεν, ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ ἐντεῦθεν, ἀπὸ τῆς γῆς, μυριόστομον εὖχος: «Ἔχομεν πρὸς τὸν Κύριον», ὅτι «ἄνευ Αὐτοῦ οὐδὲν δυνάμεθα ποιεῖν». Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη, διὰ πάντα καὶ κατὰ πάντα. Ἀμήν.

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

Ανοικτή Επιστολή 1.000 Ρωμαιοκαθολικών κληρικών, ζητούν από τους Επισκόπους της Αμερικής να ξεκινήσει ο διάλογος για το έγγαμο των κληρικών



Tου Ιωάννη Λότσιου,
«Έχει έρθει ή ώρα. Η πόρτα είναι ανοικτή. Η ανάγκη είναι επείγουσα», σημειώνει στην Επιστολή στις 23 Ιανουαρίου, μια αντιπροσωπευτική ομάδα, 1.000 ρωμαιοκαθολικών Κληρικών στην Αμερική, προς τους κατά τόπους Επισκόπους για το θέμα του έγγαμου κλήρου. Οι κληρικοί ζητούν να ξεκινήσει ο διάλογος για την χειροτονία των έγγαμων κληρικών.
Ένα αίτημα που απεστάλλει προς την Διάσκεψη των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπους της Αμερικής. Η βάση του αιτήματος είναι καθαρά ποιμαντικής, όπως σημειώνουν για την ποιμαντική φροντίδα των ψυχών» στην οποία οι έγγαμοι κληρικοί χρειάζονται να εξυπηρετούν τις ποιμαντικές ανάγκες του λαού.
Η Επιστολή υπογράφεται από 12 μέλη του οργανισμού του συνδέσμου των κληρικών της Αμερικής, που αντιπροσωπεύουν περίπου 9 επισκοπές.
Υπάρχει επίσης και ένα Ανοικτό Γράμμα του Λαού του Θεού προς τους Επισκόπους της Αμερικής, στο οποίο οι πιστοί, συμπληρώνοντας μια φόρμα με τα στοιχεία τους αποστέλλεται στους κατά τόπους Επισκόπους. Σε αυτήν την Επιστολή των πιστών γίνεται λόγος και για το θέμα των γυναικών διακονισσών.
Ο Εκπρόσωπος του συνδέσμου π. Βοb Bonnot αναφερόμενος στο θέμα με Δημοσίευμα του, δήλωσε ότι δεν υπήρξε μέχρι τώρα κάποια απάντηση από την Διάσκεψη των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Αμερικής ή ορισμένων Επισκόπων. Το αίτημα, αναφέρει ο ίδιος προτάθηκε σε αυτούς για να ξεκινήσει ο διάλογος, τόσο σε επίπεδο Επισκοπών, όσο και μεταξύ των κληρικών.
Μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στην επιστολή είναι και οι εξής:
1. Να συμπεριλάβη η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία τους χειροτονημένους έγγαμους κληρικούς, όπως συμβαίνει σε άλλες χριστιανικές ομολογίες, π.χ. η Αγγλικανική Εκκλησία.
2. Να συζητηθεί το θέμα των εγγάμων κληρικών με τους λαϊκούς.
3. Πρόβλημα η μείωση του αριθμού των ενεργών κληρικών και το ‘’κλείσιμο’’ των ενοριών.
4. Τέλος, το θέμα αυτό θα συμβάλλει στην ψυχική και σωματική υγεία των σημερινών κληρικών, ιδιαίτερα εκείνων που αντιμετωπίζουν μεγάλο φόρτο εργασίας.
«Η υγεία και η ζωτική σημασία του ρόλου των κληρικών στην κοινότητα είναι κρίσιμης σημασίας για την ζωή της Ρωμαιοκαθολικής παράδοσης και της ιεροσύνης. Έχοντας υποψιν τα σημεία των καιρών, την διαφορετικότητα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Εκκλησία αυτή την στιγμή, το υπούργημα της ιεροσύνης χρειάζεται δημιουργικές επιλογές. Η μαρτυρία που θα μπορούσε να προέρχεται από τους έγγαμους κληρικούς που υπηρετούν στην Εκκλησία με άγαμους είναι κρίσιμη επιλογή που πρέπει να ανοίξει. Υπάρχουν πολλές φωνές στην Εκκλησία για το θέμα αυτό. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι δικές μας», σημειώνουν. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται για την θέση του Πάπα Φραγκίσκου να ανοίξει το θέμα.
Η Επιστολή για εξέταση του θέματος του εγγάμου των κληρικών αποτελεί ένα από τα οκτώ ψηφίσματα του Οργανισμού των Ρωμαιοκαθολικών Κληρικών της Αμερικής κατά την τρίτη Ετήσια Συνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Σαίντ Λούις τον Ιούνιο.

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Υποστατική Ένωση και ο όρκος: Η Ασθένεια στον Εκκλησιαστικό χώρο



Του Ιωάννη Λότσιου
Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός. Δρα και κινείται ως θεια και ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό αναδύεται από την υποστατική ένωση των δυο φύσεων του Χριστού, στο οποίο ο Χριστός αναγνωρίστηκε ως θεάνθρωπος, άρα και η Εκκλησία ως Σώμα Αυτού είναι Θεανθρωπινη. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι όταν η ανθρώπινη πτυχή της Εκκλησίας, πάσχει ή διακινδυνεύει, η θεια πλευρά της καλείται να δώσει επαρκώς την πνευματική επάρκεια στους πιστούς. Αυτό εμπερικλείεται και στο θέμα της σχέσεως Κράτους και Εκκλησίας. Στην σχέση αυτή ήρθε το θέμα της ορκωμοσίας.
Από το Σύνταγμα της χώρας η ορκωμοσία έχει δύο επιλογές: την θρησκευτική και την πολιτική ορκωμοσία. Στην ελεύθερη επιλογή είναι στον κάθε πολίτη και μάλιστα του Πρωθυπουργού, να επιλέξει ένα από τα δύο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η άλλη επιλογή είναι μια λανθασμένη πράξη ή περισσότερο να περιφρονείται.
Η υπόθεση της ορκωμοσίας του νέου πρωθυπουργού της χώρας, έδωσε το έναυσμα στον εκκλησιαστικό χώρο να τοποθετηθούν με θετικά ή αρνητικά σχόλια και άρθρα, μερικά από αυτά επικεντρώνονται από το «καλώς εποίησεν» μέχρι το «εμπαίζειν την εκκλησία», ή το άλλο «είναι ευθύς εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία». Αντίθετα από άλλους χώρους, π.χ. των Άθεων, θεωρήθηκε μια πρώτη κίνηση περιφρόνησης και περιθωριοποίησης της Εκκλησίας στην ελληνική κοινωνία, πράξη που συνιστά ένα πρώτο βήμα για τον διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας. Ομίλησαν περί ‘’κρατικής Εκκλησίας’’ που πρέπει το Κράτος επιτέλους να εκοσμικευθεί.
Από τον εκκλησιαστικό χώρο όμως είδαμε απόψεις διαμετρικά αντίθετες, σχετικά με το θέμα, αν πρέπει να δίνουμε όρκο ή όχι. Αναρωτιόμαστε ως πολίτες και ως χριστιανοί, ποια είναι τελικά εκκλησιαστικά, η θέση της Εκκλησίας και γιατί μας το λένε τώρα μερικοί Μητροπολίτες και γιατί δεν αναφέρθησαν στην Ιεραρχία εδώ και πολύ καιρό για να πάρει σχετική απόφαση. Η απάντηση δεν βρίσκεται στην ‘’δικαιολογία’’ ότι οι Μητροπολίτες είναι υποχρεωμένοι από τον νόμο να ορκίσουν οποιοδήποτε πολιτικό. Αυτή είναι μια πολύ επιφανειακή και πρόχειρη απάντηση. Είναι να αναρωτιέται κανείς τελικά τι λέει το Ευαγγέλιο για τον όρκο, από τις απόψεις τον μεν και το δε ποιμένων. Γιατί είδαμε πολιτικούς να ορκίζονται με Εκπρόσωπο της Εκκλησίας. Έπραξε σωστά ή όχι;

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

30 Ιανουαρίου, Γιορτή των Τριών Ιεραρχών: Η γονιμότητα της συνάντησης πολιτισμών (Ματ 5:14-19) . Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.



Σε μια πανάρχαια προφητεία, καταχωρισμένη στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, εμφανίζεται ο Θεός να απευθύνεται στον αναμενόμενο λυτρωτή με τα εξής λόγια: «Σε όρισα εγγυητή της διαθήκης μου με το ανθρώπινο γένος, να είσαι φως για τα έθνη, ώστε να φέρεις τη σωτηρία ως τα πέρατα της γης» (49:6). Πέντε αιώνες αργότερα, παρών πλέον ο λυτρωτής στον κόσμο, απευθύνεται με ανάλογο τρόπο στους μαθητές του: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο. Δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη χτισμένη πάνω σε βουνό· ούτε όταν ανάβουν το λυχνάρι το βάζουν κάτω από έναν κάδο, αλλά στον λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους όσοι βρίσκονται στο σπίτι. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». Αυτή η περικοπή από το Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (5:14-16) αποτελεί το βασικό βιβλικό ανάγνωσμα της γιορτής των Τριών Ιεραρχών και από αυτήν την περικοπή είναι εμπνευσμένος και ο βασικός ύμνος της ημέρας: «Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας …». Τόσο τα βιβλικά αναγνώσματα όσο και η υμνολογία της γιορτής καθιστούν προφανές ότι το περιεχόμενό της δεν αναφέρεται απλώς στη μνήμη των τριών τιμώμενων προσώπων αλλά πολύ περισσότερο σε αυτό που τα συγκεκριμένα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν· την επιτυχή σύζευξη στο έργο τους δύο διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την ανατολή ενός εντελώς νέου πολιτισμού, αυτού που συνήθως περιγράφεται με τον όρο “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός”[1].

    Η θέση ότι ο ελληνισμός δάνεισε στον χριστιανισμό τη γλώσσα και τις μορφές έκφρασής του για τη διατύπωση της χριστιανικής θεολογίας είναι αναντίρρητα αποδεκτή από το σύνολο των ερευνητών. Όμως δεν ήταν αυτό το δάνειο που άλλαξε την πορεία της Ιστορίας και γέννησε έναν καινούργιο πολιτισμό. Αυτό που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτήν ήταν η συνάντηση στο πλαίσιο του χριστιανισμού δύο εντελώς διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, της ιουδαϊκής και της ελληνικής, δύο θεωρήσεων του κόσμου που εμφανίζονται εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή θεώρηση του κόσμου, η οποία κληροδοτήθηκε στον χριστιανισμό, ο κόσμος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού εντελώς ελεύθερου και ανεξάρτητου από αυτόν. Αντίθετα ο ελληνισμός, αν και δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη του θεού, ουδέποτε τον θεώρησε ως προϋπόθεση του κόσμου. Ο θεός υπάρχει μέσα στον κόσμο· δεν είναι η προϋπόθεση, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς εξετάζοντας τον κόσμο. Αν η Φιλοσοφία άρχισε με την προσπάθεια του Θαλή να εξηγήσει την προέλευση των όντων από το νερό, εκείνος ο οποίος θεμελίωσε την ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από ένα αρχικό αιώνιο και άχρονο στοιχείο, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται σε διάφορα στοιχεία, είναι ο δεύτερος της σχολής της Μιλήτου, ο Αναξίμανδρος. Έτσι, η προβληματική των αρχαίων Ελλήνων είχε από την αρχή προσανατολιστεί προς τη φύση, την ουσία που παραμένει σταθερή. Η προβληματική αυτή που προερχόταν από την ελληνική αντίληψη για τη φύση, επηρέασε τόσο έντονα την παραπέρα εννοιολογική εξέλιξη, ώστε το χρονικό γίγνεσθαι αντιμετωπιζόταν ως κάτι δευτερεύον, που καθαυτό δεν άξιζε να συγκεντρώσει το μεταφυσικό ενδιαφέρον. Όχι μόνον τον ατομικά καθορισμένο άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, με τις τύχες, τις πράξεις και τα παθήματά του, η ελληνική επιστήμη το θεωρούσε τυπικά ένα επεισόδιο μόνον, ένα ιδιαίτερο παροδικό πλάσμα στην επαναλαμβανόμενη με τους ίδιους πάντοτε νόμους κοσμική διαδικασία[2]. Βασική ιδέα του Αναξιμάνδρου ήταν ότι τα διάφορα στοιχεία, νοούμενα ως θεοί, προσπαθούν αδιάλειπτα να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, αλλά υπάρχει ένα είδος αναγκαιότητας, ένα είδος φυσικού νόμου που συνεχώς αποκαθιστά την ισορροπία. Η αντίληψη αυτή της “δικαιοσύνης” -της μη υπέρβασης καθορισμένων ορίων- ήταν μια από τις βαθύτερες ελληνικές πεποιθήσεις. Οι θεοί υπόκειντο στη δικαιοσύνη ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, αλλά αυτή η ανώτατη εξουσία δεν ήταν καθεαυτήν προσωπική, δεν ήταν ένας ανώτατος θεός[3]. Αν, λοιπόν, για την ιουδαϊκή σκέψη οτιδήποτε υπάρχει είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, ακόμη και αυθαίρετης, ελευθερίας του Θεού και των επεμβάσεών του μέσα στον χώρο και στον χρόνο, για την ελληνική νοοτροπία μια τέτοια ελευθερία που μπορεί να αυθαιρετεί απέναντι στον κόσμο και στην αρμονία του θεωρείται ύβρις. Έτσι, αν για τον Ιουδαίο το κέντρο βάρους πέφτει στο γινόμενο, στο ενεργούμενο, και γι’ αυτό βλέπει τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας, το ενδιαφέρον του Έλληνα εστιάζεται στο υπάρχον. Για τον Ιουδαίο που γίνεται χριστιανός το οντολογικό ερώτημα σχετικά με τον Χριστό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο· μπορεί εύκολα να κατανοήσει τον Χριστό ως μια επέμβαση του Θεού στον κόσμο. Αντίθετα, για να κατανοήσει ο Έλληνας το ευαγγέλιο, πρέπει πρώτα να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο σχετικό με το τι είναι ο Χριστός ερώτημα.

  Η συνάντηση αυτή ιουδαϊκού και ελληνικού τρόπου σκέψης δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ακίνδυνη για όσους στοχαστές επιχείρησαν να συμβιβάσουν τις δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες. Πολλοί ήταν εκείνοι που αστόχησαν, κάποιοι όμως πέτυχαν και σ’ αυτούς ανήκουν αναμφίβολα οι με τη Γιορτή των Τριών Ιεραρχών τιμώμενες προσωπικότητες, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Και ήταν ακριβώς αυτή τους η επιτυχία που άνοιξε τη δυνατότητα τόσο για την εμφάνιση ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού όσο και για την επιβίωση των πολιτιστικών παραδόσεων που τον γέννησαν.

  Ασφαλώς η Ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν το “φως του Απόλλωνα” δεν συναντιόταν με το “φως του Θαβώρ”. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ποια θα ήταν η εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος αν δεν το προσλάμβανε ο χριστιανισμός, ούτε μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν η τύχη της ασήμαντης εκείνης ιουδαϊκής αίρεσης αν δεν αξιοποιούσε τις δυνατότητες που της προσέφερε ο ελληνισμός. Το βέβαιο, από τα ιστορικά πάντοτε δεδομένα, είναι ότι η συνάντηση των δύο πολιτιστικών παραδόσεων στους αιώνες που προηγήθηκαν της γέννησης του Χριστού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός πολιτισμού που καταύγασε την ανθρωπότητα ολόκληρη. Μια σύντομη, επομένως, ματιά στη διαδικασία αυτής της συνάντησης θα επιτρέψει ασφαλώς την εξαγωγή κάποιων χρήσιμων για τη σημερινή εποχή συμπερασμάτων.

  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ελληνισμός διέθετε μια έντονη διεισδυτική ικανότητα σε όλα τα επίπεδα -πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό και φιλοσοφικό- των κοινωνιών της Ανατολής. Και είναι φυσικό, ο ιουδαϊσμός να ένιωθε απειλημένος από την πολιτιστική αυτήν επίδραση του ελληνισμού, με αποτέλεσμα να αντιδράσει με μια εσωστρέφεια και καλλιέργεια ιδεών εθνικιστικής αποκλειστικότητας. Από την άλλη μεριά όμως ο ιουδαϊσμός διέθετε μια μονοθεϊστική πίστη και μια ηθική διδασκαλία που ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στις μάζες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των προσηλύτων. Έτσι, στα χρόνια του Ιησού ο ιουδαϊσμός βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα τραγικό δίλημμα· να ανοιχτεί στην οικουμένη σύμφωνα με τις δυνατότητες που του έδινε η πίστη του και οι Γραφές του ή να κλειστεί στον εαυτό του σε μια εναγώνια προσπάθεια αυτοπροστασίας. Από την αποφασιστική στροφή του ιουδαϊσμού προς τη δεύτερη επιλογή προέκυψε η δυνατότητα του χριστιανισμού.

  Από την παραπάνω ιστορική, στο μεγαλύτερο μέρος της, επισκόπηση προκύπτουν κάποια πολύτιμα συμπεράσματα τόσο για τη σύγχρονη παιδεία και την επιστήμη όσο και για τον ελληνισμό.

  Σε ό,τι αφορά στην επιστήμη· ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία που ενέπνευσε στην ανθρωπότητα ο Διαφωτισμός αντικατοπτρίζονται στην αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών, ιδιαίτερα κατά τον ιθ΄ και τον κ΄ μ.Χ. αιώνα. Βάση της ανάπτυξης αυτής αποτέλεσε η πεποίθηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να μελετήσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει. Η πεποίθηση αυτή για την ύπαρξη μιας προσιτής στον ανθρώπινο νου αντικειμενικής πραγματικότητας γέννησε αυτό που αποκαλείται “Μοντερνισμός” (Modernism) και επηρέασε ιδιαίτερα τις Θετικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και τη Φυσική[4]. Όμως αρκετά πριν ο κ΄ αιώνας εκπνεύσει, ο ενθουσιασμός του μοντερνισμού για σαφήνεια και συνέπεια κλονίστηκε[5], και κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για μετάβαση στην εποχή του “Μεταμοντερνισμού” (Postmodernism), σε μια εποχή κατά την οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος η βεβαιότητα πως η ελπίδα του μοντερνισμού για αντικειμενικότητα δεν πραγματοποιήθηκε, ούτε θα πραγματοποιηθεί, ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί και, για πολλούς, δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί[6].

  Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η επιστημονική έρευνα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα που περιγράφεται ως “ανάγκη αλλαγής παραδείγματος”[7]. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση οι επιστήμονες σήμερα έχουν δύο δυνατότητες. Η μία είναι να συνεχίσουν να λειτουργούν με έναν αναχρονιστικό τρόπο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να παίζουν ακόμη τον ρόλο που έπαιζαν κάποτε στην κοινωνία. Η άλλη είναι να προσπαθήσουν οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, αλλάζοντας το παράδειγμά τους και ανοιγόμενοι σε έναν ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο με άλλους κλάδους.

  Είναι προφανές ότι στην πρώτη περίπτωση η επιστημονική έρευνα θα καταστεί μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής ομάδας, η οποία θα μιλάει και θα ακούγεται μόνο στο εσωτερικό της. Αυτό συνέβη ήδη σήμερα σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους, ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών επιστημών και κυρίως στη Θεολογία. Από την άλλη όμως, και η δεύτερη δυνατότητα, το άνοιγμα στον ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο, δεν φαίνεται εύκολη, καθώς πολλοί ακαδημαϊκοί ερευνητές φοβούνται ότι μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε επεμβάσεις εξωθεσμικών παραγόντων στον χώρο της έρευνας και της παιδείας ή ότι μπορεί να κλονιστούν η σταθερότητα και το κύρος της επιστήμης. Αν και κατανοητοί κάποιοι από τους φόβους αυτούς, όχι μόνο δεν είναι σήμερα δυνατό να αγνοήσει κανείς την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε[8], αλλά θα ήταν σε τελευταία ανάλυση και ανεύθυνο.

    Σε ό,τι αφορά στον ελληνισμό, οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων σε γεωπολιτικό επίπεδο δείχνουν ότι αυτός αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο με εκείνο του ιουδαϊσμού της εποχής του Χριστού δίλημμα· να ανοιχτεί στις οικουμενικές διαστάσεις που του προσφέρει η σύνδεσή του με τον χριστιανισμό ή να κλειστεί στα στενά εθνικά του πλαίσια σε μια προσπάθεια αυτοσυντήρησης.

  Θεωρώντας από αυτήν την οπτική γωνία τα πράγματα, θα μπορούσε να ανακαλύψει κανείς στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, καθώς σήμερα ο κόσμος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Από τη μια μεριά διαπιστώνει κανείς τάσεις ενωτικές που οδηγούν τους λαούς σε συνάντηση, αλλά από την άλλη οι εχθροί της συμφιλίωσης δεν παύουν να καλλιεργούν τάσεις απομονωτικές και διασπαστικές, χρησιμοποιώντας τον εθνοκεντρισμό και προβάλλοντας τις αντιθέσεις. Σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή η γιορτή των Τριών Ιεραρχών έρχεται να υπενθυμίσει ότι μόνο μέσα από τη δημιουργική συνάντησή τους οι διάφορες πολιτιστικές παραδόσεις έχουν ελπίδα επιβίωσης· διαφορετικά είναι καταδικασμένες να μαραζώσουν και να εξαφανιστούν. Σε μια εποχή υποβάθμισης και απαξίωσης του ανθρώπου, συνέπεια της παγκοσμιοποίησης που δομείται με βάση τη δύναμη και την επιβολή, αποτελεί ουσιαστική επιλογή το να στηρίζει κανείς τον άνθρωπο και την ελευθερία του και να καλλιεργεί τις σχέσεις κοινωνίας και ειρήνης, την ευαισθησία και την αλληλεγγύη. Αυτό όμως απαιτεί από τη μια απαλλαγή από τον τοπικισμό και τον επαρχιωτισμό, που δεν εκφράζει ούτε την ελληνική ούτε τη χριστιανική παράδοση, και από την άλλη συνεργασία με όλους εκείνους που εκφράζουν ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο, για να αντισταθεί στην επίθεση της επιβολής και της περιθωριοποίησής του.

  Μόνον υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις η γιορτή των Τριών Ιεραρχών θα πάψει να είναι άλλη μια βαρετή επέτειος μνήμης κάποιου ένδοξου παρελθόντος και θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα, όπως ακριβώς αυτό συνοψίζεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής: Να αναγνωρίσει κανείς ποιες από τις παλιές αξίες παραμένουν σταθερές και αιώνιες, και πάνω σ’  αυτές να οικοδομήσει τον καινούργιο κόσμο του Θεού.


Υποσημειώσεις


[1] Η καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως ημέρας αφιερωμένης στους Τρεις Ιεράρχες αποδίδεται στον σύμβουλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1055 μ.Χ.), μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα. Πιθανότατα η θέσπιση της γιορτής συνιστούσε την απάντηση από εκκλησιαστικής πλευράς στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική φιλοσοφία και τα αρχαιοελληνικά γράμματα που εκδηλώθηκε κατά τον ια΄ μ.Χ. αιώνα. Το 1842, μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικοπολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο, η ίδια γιορτή καθιερώθηκε επισήμως ως Ημέρα των Γραμμάτων για το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά από σχετική απόφαση της Συγκλήτου του, και αργότερα ο εορτασμός της ημέρας επεκτάθηκε σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.

[2]W. Windelband - H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας (μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος) Μ.Ι.Ε.Τ. / Αθήνα 1980, τόμ. Α΄ σελ. 295.

[3] B. Russell, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας (μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου) Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια/ Αθήνα, τόμ. Α΄ σελ. 72.

[4] Στις αρχές του κ΄ αιώνα ο Bertrand Russell και ο North Whitehead συνεργάζονται σ’ ένα πρόγραμμα συστηματοποίησης του συνόλου των Μαθηματικών και της Λογικής. Στόχος του προγράμματος ήταν η δημιουργία ενός εσωτερικά συνεπούς συστήματος προτάσεων, από τις οποίες το σύνολο της Λογικής και των Μαθηματικών μπορούσε να προκύψει συμπερασματικά, και το 1912 δημοσίευσαν το ογκώδες έργο Principia Mathematica, που θεωρήθηκε απόδειξη της επιτυχίας του προγράμματος.

[5] Το 1931 ο Kurt Göbel απέδειξε ότι σε κάθε λογικό / μαθηματικό σύστημα, ανεξάρτητα από το πόσο τέλεια σχεδιάστηκε, είναι πάντοτε δυνατό να διατυπωθεί μια πρόταση εντός του συστήματος που είναι τυπικά απροσδιόριστη μέσα στο σύστημα. Ανάλογες εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, η διατύπωση της “Αρχής της Αβεβαιότητας” από τον Heisenberg ακολούθησαν και στη Θεωρητική Φυσική. [Terence J. Keegan, Biblical Criticism and the Challenge of Postmodernism, στο Biblical Interpretation, A Journal of Contemporary Approaches III/1, March 1995, E.J. Brill / Leiden, σ. 1 – 14 (σ.2-3)].

[6] Η τελευταία αυτή θέση, ότι ο στόχος του μοντερνισμού για αντικειμενικότητα δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί, προκύπτει από την πεποίθηση ότι φαινομενικά αντικειμενικές ερμηνείες είναι στην πραγματικότητα προσπάθειες καταδυνάστευσης. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, είτε αυτή είναι πολιτική είτε οικονομική είτε ακαδημαϊκή είτε και θρησκευτική ακόμη, προσπαθούν να δικαιώσουν την εξουσία τους προβάλλοντας “αντικειμενικές” αναλύσεις που στηρίζουν τον κατεστημένο κόσμο στον οποίο κυριαρχούν. Ο μεταμοντερνισμός αναγνωρίζει την ανάγκη να απελευθερωθεί ο ερευνητής από την καταπίεση της παραδοσιακής εξουσίας και να επιτραπεί να ακουστούν οι φωνές των καταπιεσμένων. Απαραίτητα στοιχεία, κατά συνέπεια, για τη μελέτη μιας πραγματικότητας είναι, σύμφωνα με τον μεταμοντερνισμό, η απροσδιοριστία και η υποκειμενικότητα.

[7] Ο όρος “παράδειγμα” στην αγγλική του μορφή, “Paradigm”, προερχόμενος από την αμερικάνικη επιστήμη [Πρβλ. Thomas Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press / Chicago 1962 και 21970], χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μεθοδολογικό πρότυπο, το οποίο έχει τύχει για μια συγκεκριμένη επιστημονική περιοχή γενικής αποδοχής, με αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα και συζήτηση σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο να διεξάγεται μέσα στο πλαίσιο που καθιερώθηκε από το παράδειγμα και να εξαρτάται από το παράδειγμα. Η αμφισβήτηση όμως της αντικειμενικότητας της επιστημονικής έρευνας καθιστά σχετική και τη λειτουργία του παραδείγματος. [8] Το παράδειγμα των λεγόμενων Θετικών Επιστημών αποδεικνύει τους σχετικούς φόβους ασύστατους. Για πολλά χρόνια υποστηρικτές της θεωρίας των κυμάτων και της μοριακής θεωρίας του φωτός βρίσκονταν σε διαμάχη μεταξύ τους, μέχρι που αναγνωρίστηκε ότι και οι δύο θεωρίες, αν και αντίθετες μεταξύ τους, είναι σωστές. Το ίδιο έγινε και στο χώρο των Μαθηματικών, όπου η αποδοχή του μεταμοντέρνου τρόπου σκέψης γέννησε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές