Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

30 Ιανουαρίου, Γιορτή των Τριών Ιεραρχών: Η γονιμότητα της συνάντησης πολιτισμών (Ματ 5:14-19) . Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.



Σε μια πανάρχαια προφητεία, καταχωρισμένη στο βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, εμφανίζεται ο Θεός να απευθύνεται στον αναμενόμενο λυτρωτή με τα εξής λόγια: «Σε όρισα εγγυητή της διαθήκης μου με το ανθρώπινο γένος, να είσαι φως για τα έθνη, ώστε να φέρεις τη σωτηρία ως τα πέρατα της γης» (49:6). Πέντε αιώνες αργότερα, παρών πλέον ο λυτρωτής στον κόσμο, απευθύνεται με ανάλογο τρόπο στους μαθητές του: «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο. Δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη χτισμένη πάνω σε βουνό· ούτε όταν ανάβουν το λυχνάρι το βάζουν κάτω από έναν κάδο, αλλά στον λυχνοστάτη, για να φωτίζει όλους όσοι βρίσκονται στο σπίτι. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας». Αυτή η περικοπή από το Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (5:14-16) αποτελεί το βασικό βιβλικό ανάγνωσμα της γιορτής των Τριών Ιεραρχών και από αυτήν την περικοπή είναι εμπνευσμένος και ο βασικός ύμνος της ημέρας: «Τοὺς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος, τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας …». Τόσο τα βιβλικά αναγνώσματα όσο και η υμνολογία της γιορτής καθιστούν προφανές ότι το περιεχόμενό της δεν αναφέρεται απλώς στη μνήμη των τριών τιμώμενων προσώπων αλλά πολύ περισσότερο σε αυτό που τα συγκεκριμένα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν· την επιτυχή σύζευξη στο έργο τους δύο διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την ανατολή ενός εντελώς νέου πολιτισμού, αυτού που συνήθως περιγράφεται με τον όρο “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός”[1].

    Η θέση ότι ο ελληνισμός δάνεισε στον χριστιανισμό τη γλώσσα και τις μορφές έκφρασής του για τη διατύπωση της χριστιανικής θεολογίας είναι αναντίρρητα αποδεκτή από το σύνολο των ερευνητών. Όμως δεν ήταν αυτό το δάνειο που άλλαξε την πορεία της Ιστορίας και γέννησε έναν καινούργιο πολιτισμό. Αυτό που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτήν ήταν η συνάντηση στο πλαίσιο του χριστιανισμού δύο εντελώς διαφορετικών πολιτιστικών παραδόσεων, της ιουδαϊκής και της ελληνικής, δύο θεωρήσεων του κόσμου που εμφανίζονται εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή θεώρηση του κόσμου, η οποία κληροδοτήθηκε στον χριστιανισμό, ο κόσμος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός θεού εντελώς ελεύθερου και ανεξάρτητου από αυτόν. Αντίθετα ο ελληνισμός, αν και δεν αμφισβητούσε την ύπαρξη του θεού, ουδέποτε τον θεώρησε ως προϋπόθεση του κόσμου. Ο θεός υπάρχει μέσα στον κόσμο· δεν είναι η προϋπόθεση, αλλά το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει κανείς εξετάζοντας τον κόσμο. Αν η Φιλοσοφία άρχισε με την προσπάθεια του Θαλή να εξηγήσει την προέλευση των όντων από το νερό, εκείνος ο οποίος θεμελίωσε την ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από ένα αρχικό αιώνιο και άχρονο στοιχείο, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται σε διάφορα στοιχεία, είναι ο δεύτερος της σχολής της Μιλήτου, ο Αναξίμανδρος. Έτσι, η προβληματική των αρχαίων Ελλήνων είχε από την αρχή προσανατολιστεί προς τη φύση, την ουσία που παραμένει σταθερή. Η προβληματική αυτή που προερχόταν από την ελληνική αντίληψη για τη φύση, επηρέασε τόσο έντονα την παραπέρα εννοιολογική εξέλιξη, ώστε το χρονικό γίγνεσθαι αντιμετωπιζόταν ως κάτι δευτερεύον, που καθαυτό δεν άξιζε να συγκεντρώσει το μεταφυσικό ενδιαφέρον. Όχι μόνον τον ατομικά καθορισμένο άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, με τις τύχες, τις πράξεις και τα παθήματά του, η ελληνική επιστήμη το θεωρούσε τυπικά ένα επεισόδιο μόνον, ένα ιδιαίτερο παροδικό πλάσμα στην επαναλαμβανόμενη με τους ίδιους πάντοτε νόμους κοσμική διαδικασία[2]. Βασική ιδέα του Αναξιμάνδρου ήταν ότι τα διάφορα στοιχεία, νοούμενα ως θεοί, προσπαθούν αδιάλειπτα να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, αλλά υπάρχει ένα είδος αναγκαιότητας, ένα είδος φυσικού νόμου που συνεχώς αποκαθιστά την ισορροπία. Η αντίληψη αυτή της “δικαιοσύνης” -της μη υπέρβασης καθορισμένων ορίων- ήταν μια από τις βαθύτερες ελληνικές πεποιθήσεις. Οι θεοί υπόκειντο στη δικαιοσύνη ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, αλλά αυτή η ανώτατη εξουσία δεν ήταν καθεαυτήν προσωπική, δεν ήταν ένας ανώτατος θεός[3]. Αν, λοιπόν, για την ιουδαϊκή σκέψη οτιδήποτε υπάρχει είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, ακόμη και αυθαίρετης, ελευθερίας του Θεού και των επεμβάσεών του μέσα στον χώρο και στον χρόνο, για την ελληνική νοοτροπία μια τέτοια ελευθερία που μπορεί να αυθαιρετεί απέναντι στον κόσμο και στην αρμονία του θεωρείται ύβρις. Έτσι, αν για τον Ιουδαίο το κέντρο βάρους πέφτει στο γινόμενο, στο ενεργούμενο, και γι’ αυτό βλέπει τα πάντα από τη σκοπιά της Ιστορίας, το ενδιαφέρον του Έλληνα εστιάζεται στο υπάρχον. Για τον Ιουδαίο που γίνεται χριστιανός το οντολογικό ερώτημα σχετικά με τον Χριστό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο· μπορεί εύκολα να κατανοήσει τον Χριστό ως μια επέμβαση του Θεού στον κόσμο. Αντίθετα, για να κατανοήσει ο Έλληνας το ευαγγέλιο, πρέπει πρώτα να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στο σχετικό με το τι είναι ο Χριστός ερώτημα.

  Η συνάντηση αυτή ιουδαϊκού και ελληνικού τρόπου σκέψης δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε ακίνδυνη για όσους στοχαστές επιχείρησαν να συμβιβάσουν τις δύο αντιτιθέμενες κοσμοθεωρίες. Πολλοί ήταν εκείνοι που αστόχησαν, κάποιοι όμως πέτυχαν και σ’ αυτούς ανήκουν αναμφίβολα οι με τη Γιορτή των Τριών Ιεραρχών τιμώμενες προσωπικότητες, του Βασιλείου του Μεγάλου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Και ήταν ακριβώς αυτή τους η επιτυχία που άνοιξε τη δυνατότητα τόσο για την εμφάνιση ενός νέου παγκόσμιου πολιτισμού όσο και για την επιβίωση των πολιτιστικών παραδόσεων που τον γέννησαν.

  Ασφαλώς η Ιστορία δεν γράφεται με “αν”. Κανείς, λοιπόν, δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν το “φως του Απόλλωνα” δεν συναντιόταν με το “φως του Θαβώρ”. Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα ιστορικά δεδομένα, κανείς δεν μπορεί να υποθέσει ποια θα ήταν η εξέλιξη του ελληνικού πνεύματος αν δεν το προσλάμβανε ο χριστιανισμός, ούτε μπορεί να φανταστεί ποια θα ήταν η τύχη της ασήμαντης εκείνης ιουδαϊκής αίρεσης αν δεν αξιοποιούσε τις δυνατότητες που της προσέφερε ο ελληνισμός. Το βέβαιο, από τα ιστορικά πάντοτε δεδομένα, είναι ότι η συνάντηση των δύο πολιτιστικών παραδόσεων στους αιώνες που προηγήθηκαν της γέννησης του Χριστού δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός πολιτισμού που καταύγασε την ανθρωπότητα ολόκληρη. Μια σύντομη, επομένως, ματιά στη διαδικασία αυτής της συνάντησης θα επιτρέψει ασφαλώς την εξαγωγή κάποιων χρήσιμων για τη σημερινή εποχή συμπερασμάτων.

  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ελληνισμός διέθετε μια έντονη διεισδυτική ικανότητα σε όλα τα επίπεδα -πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτιστικό και φιλοσοφικό- των κοινωνιών της Ανατολής. Και είναι φυσικό, ο ιουδαϊσμός να ένιωθε απειλημένος από την πολιτιστική αυτήν επίδραση του ελληνισμού, με αποτέλεσμα να αντιδράσει με μια εσωστρέφεια και καλλιέργεια ιδεών εθνικιστικής αποκλειστικότητας. Από την άλλη μεριά όμως ο ιουδαϊσμός διέθετε μια μονοθεϊστική πίστη και μια ηθική διδασκαλία που ασκούσε ιδιαίτερη έλξη στις μάζες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των προσηλύτων. Έτσι, στα χρόνια του Ιησού ο ιουδαϊσμός βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα τραγικό δίλημμα· να ανοιχτεί στην οικουμένη σύμφωνα με τις δυνατότητες που του έδινε η πίστη του και οι Γραφές του ή να κλειστεί στον εαυτό του σε μια εναγώνια προσπάθεια αυτοπροστασίας. Από την αποφασιστική στροφή του ιουδαϊσμού προς τη δεύτερη επιλογή προέκυψε η δυνατότητα του χριστιανισμού.

  Από την παραπάνω ιστορική, στο μεγαλύτερο μέρος της, επισκόπηση προκύπτουν κάποια πολύτιμα συμπεράσματα τόσο για τη σύγχρονη παιδεία και την επιστήμη όσο και για τον ελληνισμό.

  Σε ό,τι αφορά στην επιστήμη· ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία που ενέπνευσε στην ανθρωπότητα ο Διαφωτισμός αντικατοπτρίζονται στην αλματώδη ανάπτυξη των επιστημών, ιδιαίτερα κατά τον ιθ΄ και τον κ΄ μ.Χ. αιώνα. Βάση της ανάπτυξης αυτής αποτέλεσε η πεποίθηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα, την οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να μελετήσει, να κατανοήσει και να ερμηνεύσει. Η πεποίθηση αυτή για την ύπαρξη μιας προσιτής στον ανθρώπινο νου αντικειμενικής πραγματικότητας γέννησε αυτό που αποκαλείται “Μοντερνισμός” (Modernism) και επηρέασε ιδιαίτερα τις Θετικές Επιστήμες, τα Μαθηματικά και τη Φυσική[4]. Όμως αρκετά πριν ο κ΄ αιώνας εκπνεύσει, ο ενθουσιασμός του μοντερνισμού για σαφήνεια και συνέπεια κλονίστηκε[5], και κάποιοι βιάστηκαν να μιλήσουν για μετάβαση στην εποχή του “Μεταμοντερνισμού” (Postmodernism), σε μια εποχή κατά την οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος η βεβαιότητα πως η ελπίδα του μοντερνισμού για αντικειμενικότητα δεν πραγματοποιήθηκε, ούτε θα πραγματοποιηθεί, ούτε μπορεί να πραγματοποιηθεί και, για πολλούς, δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί[6].

  Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η επιστημονική έρευνα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα που περιγράφεται ως “ανάγκη αλλαγής παραδείγματος”[7]. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση οι επιστήμονες σήμερα έχουν δύο δυνατότητες. Η μία είναι να συνεχίσουν να λειτουργούν με έναν αναχρονιστικό τρόπο, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε, σαν να παίζουν ακόμη τον ρόλο που έπαιζαν κάποτε στην κοινωνία. Η άλλη είναι να προσπαθήσουν οι διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος, αλλάζοντας το παράδειγμά τους και ανοιγόμενοι σε έναν ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο με άλλους κλάδους.

  Είναι προφανές ότι στην πρώτη περίπτωση η επιστημονική έρευνα θα καταστεί μια εντελώς ιδιωτική υπόθεση μιας κλειστής ομάδας, η οποία θα μιλάει και θα ακούγεται μόνο στο εσωτερικό της. Αυτό συνέβη ήδη σήμερα σε πολλούς επιστημονικούς κλάδους, ιδιαίτερα των ανθρωπιστικών επιστημών και κυρίως στη Θεολογία. Από την άλλη όμως, και η δεύτερη δυνατότητα, το άνοιγμα στον ευρύτερο πολιτιστικό διάλογο, δεν φαίνεται εύκολη, καθώς πολλοί ακαδημαϊκοί ερευνητές φοβούνται ότι μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε επεμβάσεις εξωθεσμικών παραγόντων στον χώρο της έρευνας και της παιδείας ή ότι μπορεί να κλονιστούν η σταθερότητα και το κύρος της επιστήμης. Αν και κατανοητοί κάποιοι από τους φόβους αυτούς, όχι μόνο δεν είναι σήμερα δυνατό να αγνοήσει κανείς την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε[8], αλλά θα ήταν σε τελευταία ανάλυση και ανεύθυνο.

    Σε ό,τι αφορά στον ελληνισμό, οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων σε γεωπολιτικό επίπεδο δείχνουν ότι αυτός αντιμετωπίζει ένα παρόμοιο με εκείνο του ιουδαϊσμού της εποχής του Χριστού δίλημμα· να ανοιχτεί στις οικουμενικές διαστάσεις που του προσφέρει η σύνδεσή του με τον χριστιανισμό ή να κλειστεί στα στενά εθνικά του πλαίσια σε μια προσπάθεια αυτοσυντήρησης.

  Θεωρώντας από αυτήν την οπτική γωνία τα πράγματα, θα μπορούσε να ανακαλύψει κανείς στη γιορτή των Τριών Ιεραρχών μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, καθώς σήμερα ο κόσμος βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Από τη μια μεριά διαπιστώνει κανείς τάσεις ενωτικές που οδηγούν τους λαούς σε συνάντηση, αλλά από την άλλη οι εχθροί της συμφιλίωσης δεν παύουν να καλλιεργούν τάσεις απομονωτικές και διασπαστικές, χρησιμοποιώντας τον εθνοκεντρισμό και προβάλλοντας τις αντιθέσεις. Σ’ αυτήν την κρίσιμη καμπή η γιορτή των Τριών Ιεραρχών έρχεται να υπενθυμίσει ότι μόνο μέσα από τη δημιουργική συνάντησή τους οι διάφορες πολιτιστικές παραδόσεις έχουν ελπίδα επιβίωσης· διαφορετικά είναι καταδικασμένες να μαραζώσουν και να εξαφανιστούν. Σε μια εποχή υποβάθμισης και απαξίωσης του ανθρώπου, συνέπεια της παγκοσμιοποίησης που δομείται με βάση τη δύναμη και την επιβολή, αποτελεί ουσιαστική επιλογή το να στηρίζει κανείς τον άνθρωπο και την ελευθερία του και να καλλιεργεί τις σχέσεις κοινωνίας και ειρήνης, την ευαισθησία και την αλληλεγγύη. Αυτό όμως απαιτεί από τη μια απαλλαγή από τον τοπικισμό και τον επαρχιωτισμό, που δεν εκφράζει ούτε την ελληνική ούτε τη χριστιανική παράδοση, και από την άλλη συνεργασία με όλους εκείνους που εκφράζουν ευαισθησία απέναντι στον άνθρωπο, για να αντισταθεί στην επίθεση της επιβολής και της περιθωριοποίησής του.

  Μόνον υπό τις παραπάνω προϋποθέσεις η γιορτή των Τριών Ιεραρχών θα πάψει να είναι άλλη μια βαρετή επέτειος μνήμης κάποιου ένδοξου παρελθόντος και θα αποκτήσει ουσιαστικό νόημα, όπως ακριβώς αυτό συνοψίζεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της γιορτής: Να αναγνωρίσει κανείς ποιες από τις παλιές αξίες παραμένουν σταθερές και αιώνιες, και πάνω σ’  αυτές να οικοδομήσει τον καινούργιο κόσμο του Θεού.


Υποσημειώσεις


[1] Η καθιέρωση της 30ης Ιανουαρίου ως ημέρας αφιερωμένης στους Τρεις Ιεράρχες αποδίδεται στον σύμβουλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Μονομάχου (1042-1055 μ.Χ.), μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα. Πιθανότατα η θέσπιση της γιορτής συνιστούσε την απάντηση από εκκλησιαστικής πλευράς στην αναβίωση του ενδιαφέροντος για την ελληνική φιλοσοφία και τα αρχαιοελληνικά γράμματα που εκδηλώθηκε κατά τον ια΄ μ.Χ. αιώνα. Το 1842, μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικοπολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο, η ίδια γιορτή καθιερώθηκε επισήμως ως Ημέρα των Γραμμάτων για το Πανεπιστήμιο Αθηνών, μετά από σχετική απόφαση της Συγκλήτου του, και αργότερα ο εορτασμός της ημέρας επεκτάθηκε σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.

[2]W. Windelband - H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας (μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος) Μ.Ι.Ε.Τ. / Αθήνα 1980, τόμ. Α΄ σελ. 295.

[3] B. Russell, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας (μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου) Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια/ Αθήνα, τόμ. Α΄ σελ. 72.

[4] Στις αρχές του κ΄ αιώνα ο Bertrand Russell και ο North Whitehead συνεργάζονται σ’ ένα πρόγραμμα συστηματοποίησης του συνόλου των Μαθηματικών και της Λογικής. Στόχος του προγράμματος ήταν η δημιουργία ενός εσωτερικά συνεπούς συστήματος προτάσεων, από τις οποίες το σύνολο της Λογικής και των Μαθηματικών μπορούσε να προκύψει συμπερασματικά, και το 1912 δημοσίευσαν το ογκώδες έργο Principia Mathematica, που θεωρήθηκε απόδειξη της επιτυχίας του προγράμματος.

[5] Το 1931 ο Kurt Göbel απέδειξε ότι σε κάθε λογικό / μαθηματικό σύστημα, ανεξάρτητα από το πόσο τέλεια σχεδιάστηκε, είναι πάντοτε δυνατό να διατυπωθεί μια πρόταση εντός του συστήματος που είναι τυπικά απροσδιόριστη μέσα στο σύστημα. Ανάλογες εξελίξεις, όπως, για παράδειγμα, η διατύπωση της “Αρχής της Αβεβαιότητας” από τον Heisenberg ακολούθησαν και στη Θεωρητική Φυσική. [Terence J. Keegan, Biblical Criticism and the Challenge of Postmodernism, στο Biblical Interpretation, A Journal of Contemporary Approaches III/1, March 1995, E.J. Brill / Leiden, σ. 1 – 14 (σ.2-3)].

[6] Η τελευταία αυτή θέση, ότι ο στόχος του μοντερνισμού για αντικειμενικότητα δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί, προκύπτει από την πεποίθηση ότι φαινομενικά αντικειμενικές ερμηνείες είναι στην πραγματικότητα προσπάθειες καταδυνάστευσης. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, είτε αυτή είναι πολιτική είτε οικονομική είτε ακαδημαϊκή είτε και θρησκευτική ακόμη, προσπαθούν να δικαιώσουν την εξουσία τους προβάλλοντας “αντικειμενικές” αναλύσεις που στηρίζουν τον κατεστημένο κόσμο στον οποίο κυριαρχούν. Ο μεταμοντερνισμός αναγνωρίζει την ανάγκη να απελευθερωθεί ο ερευνητής από την καταπίεση της παραδοσιακής εξουσίας και να επιτραπεί να ακουστούν οι φωνές των καταπιεσμένων. Απαραίτητα στοιχεία, κατά συνέπεια, για τη μελέτη μιας πραγματικότητας είναι, σύμφωνα με τον μεταμοντερνισμό, η απροσδιοριστία και η υποκειμενικότητα.

[7] Ο όρος “παράδειγμα” στην αγγλική του μορφή, “Paradigm”, προερχόμενος από την αμερικάνικη επιστήμη [Πρβλ. Thomas Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press / Chicago 1962 και 21970], χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μεθοδολογικό πρότυπο, το οποίο έχει τύχει για μια συγκεκριμένη επιστημονική περιοχή γενικής αποδοχής, με αποτέλεσμα η επιστημονική έρευνα και συζήτηση σ’ αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο να διεξάγεται μέσα στο πλαίσιο που καθιερώθηκε από το παράδειγμα και να εξαρτάται από το παράδειγμα. Η αμφισβήτηση όμως της αντικειμενικότητας της επιστημονικής έρευνας καθιστά σχετική και τη λειτουργία του παραδείγματος. [8] Το παράδειγμα των λεγόμενων Θετικών Επιστημών αποδεικνύει τους σχετικούς φόβους ασύστατους. Για πολλά χρόνια υποστηρικτές της θεωρίας των κυμάτων και της μοριακής θεωρίας του φωτός βρίσκονταν σε διαμάχη μεταξύ τους, μέχρι που αναγνωρίστηκε ότι και οι δύο θεωρίες, αν και αντίθετες μεταξύ τους, είναι σωστές. Το ίδιο έγινε και στο χώρο των Μαθηματικών, όπου η αποδοχή του μεταμοντέρνου τρόπου σκέψης γέννησε τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου στο διεθνές συνέδριο με θέμα: «Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών και Ορθόδοξη Θεολογία»


Τω Ελλογιμωτάτω κυρίω Πέτρω Βασιλειάδη, Καθηγητή, Προέδρω του Κέντρου Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου», τέκνω της ημών Μετριότητος εν Κυρίω αγαπητώ, χάριν και ειρήνην παρά Θεού. Μετ’ ιδιαιτέρας χαράς και ηθικής ικανοποιήσεως επληροφορήθημεν το υπό του υμετέρου Κέντρου, εν συνεργασία μετά της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διοργανούμενον εν τη συμβασιλευούση Θεσσαλονίκη Θεολογικόν Συνέδριον με κεντρικόν θέμα τον θεσμόν των Διακονισσών εν τη Εκκλησία, προς τιμήν του διακεκριμένου και λίαν προσφιλούς τη Μητρί Εκκλησία Εντιμολογιωτάτου και γεραρού Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρίου Ευαγγέλου Θεοδώρου, Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ασχολουμένου επί σειράν ετών μετά του ζητήματος τούτου.
Όθεν, από της του Κωνσταντίνου Πόλεως, απευθύνομεν υμίν μεν τοις σχούσι την πρωτοβουλίαν της συγκλήσεως και διοργανώσεως του λίαν ενδιαφέροντος Συνεδρίου, ως και τοις ελλογιμωτάτοις εισηγηταίς, τα Πατριαρχικά ημών συγχαρητήρια, τω δε τιμωμένω διά πολλοστήν ήδη φοράν κατά την πολυχρόνιον επιστημονικήν αυτού δραστηριότητα υπό διαφόρων ανωτάτων πνευματικών ιδρυμάτων Καθηγητή απονέμομεν τας ενθέρμους ευχάς της ημών Μετριότητος, όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, τον οποίον από της καθηγητικής έδρας και διά της γραφίδος αυτού τοσούτον καρποφόρως και αποδοτικώς διηκόνησεν, ως καλός γεωργός του μυστικού Αμπελώνος, παράσχη αυτώ έτι πολυχρόνιον το μήκος της επιγείου πορείας εν σταθερά υγιεία σώματος και πνεύματος και αποδώ εν τέλει τον δίκαιον μισθόν του φρονίμου οικονόμου εν τη Βασιλεία των ουρανών.
Εν κατακλείδι δε επιστέφοντες πατρικώς διά των ενθέρμων ευχών της ημετέρας Μετριότητος άπαντας τούς συμμέτοχους του Συνεδρίου, του οποίου τα Πρακτικά μετά πολλού του ενδιαφέροντος θα αναμένωμεν να λάβωμεν και επισταμένως να αναγνώσωμεν, επικαλούμεθα εφ’ υμάς την χάριν και το άπειρον έλεος του Θεού.
βιέ Ιανουαρίου κβ΄
Το μήνυμα που απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος προς την οργανωτική επιτροπή του διεθνούς συνεδρίου με θέμα: «Διακόνισσες, Χειροτονία των Γυναικών και Ορθόδοξη Θεολογία», το οποίο διεξάγεται αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, ανέγνωσε κατά τη διάρκεια της πρώτης συνεδρίας το Σάββατο 23 Ιανουαρίου ο καθηγητής π. Ιωάννης Χρυσαυγής. 
Μπορείτε να διαβάσετε το μήνυμα σε μορφή pdf εδώ.


Πηγή:

Θεολογικά Δρώμενα

Η Αγγλικανική Εκκλησία χειροτόνησε σήμερα την πρώτη γυναίκα επίσκοπο

Britain Female Bishop-2
Η Εκκλησία της Αγγλίας χειροτόνησε σήμερα τη πρώτη γυναίκα επίσκοπο στον καθεδρικό ναό του Γιορκ, στη διάρκεια ιστορικής τελετής που πραγματοποιείται είκοσι χρόνια μετά τις πρώτες χειροτονίες γυναικών ιερέων.


Η αιδεσιμότατη Λίμπι Λέιν –το πλήρες όνομά της είναι Ελίζαμπετ Τζέιν Χόλντεν Λέιν — είχε οριστεί τον Δεκέμβριο για τον επισκοπικό θώκο που δίνεται πρώτη φορά σε γυναίκα ιερέα, από τότε που ο βασιλιάς Ερρίκος 8ος ίδρυσε την Αγγλικανική Εκκλησία το 1534.

Οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας Μάντσεστερ Γιουνάιντεντ, σαξοφωνίστρια και με έντονη την αίσθηση του χιούμορ και του καθήκοντος, η πρώτη γυναίκα επίσκοπος θα ασκήσει τα καθήκοντά της στο Στόκπορτ, την αποβιομηχανοποιημένη πόλη του Ευρύτερου Μάντσεστερ, στη βορειοδυτική Αγγλία.

 Από το 2007, η 48χρονη Λίμπι Λέιν που είναι παντρεμένη με κληρικό και με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, ιερουργούσε ως εφημέριος στην επισκοπή του Τσέστερ, στην ίδια περιοχή.

Η χειροτονία της, που τελέστηκε στο μεγαλύτερο κτίριο γοτθικού ρυθμού της Βόρειας Ευρώπης, σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας εποχής ύστερα από αιώνες ανδροκρατούμενης ιεραρχίας στον κλήρο.

Όσοι μάχονταν για μια μεγαλύτερη θέση των γυναικών στην Αγγλικανική Εκκλησία ανέμεναν εδώ και καιρό τη χειροτονία αυτή. Χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία έχουν ήδη κάνει αυτό το βήμα.

Ωστόσο αυτή η πρώτη χειροτονία γυναίκας επισκόπου βρίσκει αντίθετη μια συντηρητική πλευρά του κλήρου που συνεχίζει να εκδηλώνει την επιφυλακτικότητά του στην άνοδο των γυναικών σε αυτό το επίπεδο θέσεων ευθύνης.
 e-typos.com.

Church of England to ordain first female bishop


First: Rev Libby Lane today became a bishop in the Church of England, overturning five centuries of tradition
Historic: Mrs Lane, centre, entering York Minster for a service consecrating her as Bishop of Stockport
Archbishop: John Sentamu, centre, oversaw the service which was attended by 2,000 people
She entered the cathedral through the south door in a procession with other ministers and members of the clergy.
The Archbishop of York introduced the service and welcomed Mrs Lane and her family before she was presented to be ordained and consecrated by the Bishops of Exeter and Chester.
Unprecedented: Mrs Lane is the first woman ever to become a bishop in the Church of England
Service: The new bishop looks straight ahead during the service of her consecration
Procession: Dozens of church officials attended the service at York Minster today
She spoke to affirm her faith and swore oaths of allegiance and canonical obedience, followed by hymns, Bible readings and psalms. 
As Dr Sentamu asked the congregation if they wanted Ms Lane to be ordained, an unidentified man stepped forward to the altar and shouted: 'No. Not in the Bible.'
The Archbishop read out a pre-prepared legal statement then repeated his question, 'Is it now your will that she should be ordained?'
The congregation replied, 'It is,' and the service continued despite the disruption.
Authority: The Archbishop of Canterbury Justin Welby was in York today for Mrs Lane's consecration
Embrace: Kate Bottley, a priest who features in TV's Gogglebox, greets a friend outside the church
Excitement: Two members of the clergy run into York Minster ahead of the service
At the time of her appointment, Mrs Lane said it was a 'great honour' to be the first female bishop - but insisted that she would not simply be a token face.
'This moment is significant, but it is not simply a gesture,' she said. 'I'm the first, but I won't be the only.
'And I follow in the footsteps of women across the Anglican Church and globally.'
The announcement prompted fears that it could lead to a split in the Anglican community, as traditionalists have long fought against the prospect of women becoming bishops.
However, Mrs Lane said she wanted to 'heal and not to hurt, to build up and not to destroy'. 
Capturing the moment: A priest takes a photograph as he waits for the start of the ceremony
Service: Many of those attending were dressed in their formal ecclesiastical vestments
Her husband George is also a reverend, while the couple have two children - Connie, 20, and Benedict, 18.
Mrs Lane, originally from the Peak District, was already a pioneer as one of the first female priests in the Church of England, having been ordained in July 1994 after studying theology at St Peter's College, Oxford.
Her last job was as vicar of St Peter's, Hale and St Elizabeth's, Ashley - both in the North-West - and she was appointed to her new post after initially serving on the committee trying to find a bishop.
In her spare time she is an avid Manchester United supporter who has learned to play the saxophone and enjoys solving cryptic crosswords.

FROM SUPPORTING MANCHESTER UNITED TO DOING CRYPTIC CROSSWORDS: HOW REV LIBBY LANE MADE CHURCH OF ENGLAND HISTORY  

Rev Lane said she was excited by the possibilities
Rev Lane said she was excited by the possibilities
Rev Libby Lane comes from an Anglican, but not particularly church-going, family. She became interested in the church after attending a small Anglican church community in rural Derbyshire.
Rev Lane studied theology at St Peter's College, Oxford, where she met her husband and trained for the ministry at Cranmer Hall, Durham.
The 48-year-old was ordained as a deacon in 1993 and a priest in 1994 - the first year that women were ordained into the priesthood. Mrs Lane was ordained with her husband and they were one of the first married couples to do so. 
She has held a number of roles in the north of England in the dioceses of Blackburn, York and Chester.
She was team Vicar in the Stockport South West Team and Assistant Diocesan Director of Ordinands in the Diocese of Chester. 
Rev Lane has been vicar at Hale in Greater Manchester and Ashley in Cheshire since 2007.
She is married to the Rev George Lane, coordinating chaplain at Manchester Airport. They were one of the first married couples in the Church of England to be ordained together. 
The couple have two children, Connie, 20, and Benedict, 18.
Her interests include being a school governor, encouraging social action initiatives, learning to play the saxophone, supporting Manchester United, reading and doing cryptic crosswords. 
Mrs Lane was originally part of a committee tasked to find a candidate for the bishopric but was invited to apply herself following the vote in the Synod last month. 
Her position at the Bishop of Stockport makes her an assistant in the Chester Diocese. 
But because the post is fairly junior she will not be allowed to sit in the House of Lords.

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

Μέγας Αντώνιος: Ο Καθηγητής της Ερήμου



 Tου Ιωάννη Λότσιου,
Μια μεγάλη μορφή της ασκήσεως από τον 4oν αιώνα έρχεται σήμερα να μας υπενθυμίζει ότι ο διαρκής αγώνας εναντίων του θανάτου και της αμαρτίας, έναντι των σατανικών δυνάμεων και έναντι της καταναλωτικής μανίας, είναι επίκαιρος. Η ζωή του Αγίου Αντωνίου δεν αποτελεί μόνο υπόδειγμα και μίμηση, είναι και μια διαρκής αναβάθμιση στην εν Χριστώ ζωή για όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, μια ζωή που μας την παρέδωσε ο μαθητής του και υποτακτικός του Μέγας Αθανάσιος.

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Επίσκεψη Αγγλικανού Απεσταλμένου, Επισκόπου Ευρώπης Robert Innes στην «Αποστολή»

Τα Γραφεία του Φιλανθρωπικού Οργανισμού «Αποστολή» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών επισκέφθηκε σήμερα στις 12:30 ο Επίσκοπος Ευρώπης της Αγγλικανικής Εκκλησίας κ. Robert Neil Innes, όπου έγινε δεκτός από τον Γενικό Διευθυντή της «Αποστολής» κ. Κωνσταντίνο Δήμτσα. Ο Επίσκοπος Innes επισκέπτεται την Χώρα μας ως Απεσταλμένος του Αρχιεπισκόπου Καντουαρίας με σκοπό να συμβάλει στην εμβάθυνση των σχέσεων μεταξύ Αγγλικανικής και Ελληνικής Εκκλησίας και στην μεταξύ τους συνεργασία σε θέματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος.

Κατά την επίσκεψη του Αγγλικανού Απεσταλμένου παρουσιάσθηκαν οι δράσεις και τα προγράμματα του Οργανισμού, έγινε αποτίμηση των αποτελεσμάτων της μέχρι σήμερα διμερούς συνεργασίας σε θέματα φιλανθρωπίας και εκπαίδευσης, ενώ συζητήθηκαν και νέοι τρόποι συνεργασίας και υποστήριξης του κοινωνικού έργου.

Ο Επίσκοπος Innes χαρακτήρισε εντυπωσιακό το έργο της «Αποστολής», εξέφρασε την ικανοποίησή του για την μέχρι σήμερα διμερή συνεργασία, υπογραμμίζοντας τη διάθεση και ανάγκη για εμβάθυνση, διεύρυνση και στήριξή της.

Από την πλευρά του, ο κ. Δήμτσας χαρακτήρισε εξαιρετικές τις σχέσεις Καντουαρίας και Αθηνών, υπογραμμίζοντας την ουσιαστική συνεργασία των δύο πλευρών σε θέματα κοινωνικής φιλανθρωπίας και εκπαίδευσης, και αναφέροντας τα εξής: « Στο πρόσωπό του Επισκόπου κ. Robert Neil Innes, βρίσκουμε έναν σύμμαχο, συνοδοιπόρο και έναν αληθινό φίλο που μπορούμε να διευρύνουμε τις κοινωνικές δράσεις και τη φιλανθρωπική μας δραστηριότητα». Ο κ. Δήμτσας ευχαρίστησε επίσης τον Αγγλικανό Εφημέριο Αθηνών π. Μάλκολμ Bradshaw για την εξαίρετη συνεργασία και υποδειγματική βοήθεια, που παρέχει στην «Αποστολή».

Στα πλαίσια της επίσκεψης του Επίσκοπου Innes, η Αγγλικανική Ενορία Αθηνών παρέδωσε χρηματική βοήθεια για τη στήριξη του έργου της «Αποστολής» στον τομέα της σίτισης.

Τον Αγγλικανό Απεσταλμένο συνόδευε ο Εφημέριος της Αγγλικανικής Εκκλησίας Αιδεσιμολογιώτατος Μάλκολμ Bradshaw, Αποκρισιάριος στην Αθήνα, καθώς επίσης και ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης π. Ιγνάτιος Σωτηριάδης, ως εκπρόσωπος της Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων της Ιεράς Συνόδου.

Ο Αγγλικανός Επίσκοπος Ευρώπης επισκέφθηκε δομές, καθώς επίσης και το Κεντρικό Συσσίτιο της «Απόστολής» επί της Σοφοκλέους. 
 Ο Επίσκοπος κ. Robert Innes εδρεύει στις Βρυξέλλες και έχει την ευθύνη εποπτείας όλων των Αγγλικανικών ενοριών στην Γηραιά Ήπειρο, μεταξύ των οποίων και των Αγγλικανικών ενοριών ανά την Ελλάδα. Είναι έγγαμος Επίσκοπος και πατέρας τεσσάρων παιδιών.

 

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Γυναίκα και Χειροτονία στις Χριστιανικές Εκκλησίες: Οικουμενικές προοπτικές/Women and Ordination in the Christian Churches: International Perspectives, Συλλογικός Τόμος 2010


 Του Ιωάννη Λότσιου,
Η Θεματολογία της μετοχής της γυναίκας στη Ιεροσύνη είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες αλλά και συνάμα σημαντικές εξελίξεις στην νεότερη ιστορία του Οικουμενικού Διάλογου και των σχέσεων μεταξύ των Εκκλησιών και Ομολογιών. Το βιβλίο, Γυναίκα και Χειροτονία στις Χριστιανικές Εκκλησίες: Διεθνής προοπτικές/Women and Ordination in the Christian Churches: International Perspectives, Editor(s): Ian Jones, Kirsty Thorpe, Janet Wootton,(T&T Clark Theology), Hardcover – September 30, 2008, αποτελεί μια συλλογή δοκιμίων στην επιστημονική ανάλυση του θέματος της χειροτονίας των γυναικών στα θεολογικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά πλαίσια. Επίσης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το θέμα της χειροτονίας των γυναικών αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας, των συζητήσεων ή της θεσπίσεως του μέσα από τις διάφορα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά σχήματα και του ζητήματος του μυστηρίου της ιεροσύνης μεταξύ των δύο φύλων, της σχέσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών κληρικών κ.α..

Ο Συλλογικός τόμος προέρχεται από ένα Συνέδριο στην Μ. Βρετανία το 2006 με πολλούς εκπροσώπους των διαφόρων δογμάτων, Εκκλησιών και Ομολογιών. Αφορμή υπήρξε η διεύρυνση της εμπειρίας της Εκκλησίας της Αγγλίας να χειροτονεί γυναίκες ιερείς, κατά την περίοδο 1994-2006 σε σύγκριση με εκείνες τις αγγλικανικές Εκκλησίες που δεν αποφάσισαν την είσοδο στης γυναίκας στον κλήρο, καθώς και με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο. 

 Ο Συλλογικός τόμος, περιέχει οικουμενικές αντιλήψεις και αξιοσημείωτες θεολογικές συνεισφορές, απαραίτητο στοιχείο για την θεολογική έρευνα. Περισσότερο, οι αναφορές των ιστορικών, κοινωνιολογικών και δια-πολιτισμικών δεδομένων, προβληματισμών και προκλήσεων, σχετικά με το ρόλο των γυναικών σε μια συνύπαρξη των Εκκλησιών και των Ομολογιών στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, αποτελεί πηγή θεολογικής κατάρτισης. Επίσης, ενημερώνει για σημαντικά και αμφισβητούμενα ζητήματα που σχετίζονται με τις θεμελιώδεις σχέσεις μεταξύ θεολογίας, εκκλησιολογίας, οικουμένης, ιεροσύνης των δύο φύλων. 

Βιβλιοκρισία βλέπε Angela Shier-Jones, ‘’ Women and Ordination in the Christian Churches’’, στο Ecclesiology, (2010), σ. 216-219.



Περιεχόμενα/ Contexts
Introduction
Ian Jones, Kirsty Thorpe and Janet Wootton
Part I: Theological Perspectives

1. Hermeneutical Questions: the Ordination of Women in the Light of Biblical and Patristic Typology
Frances Young

2. The Ordination of Women in the Roman Catholic Church
Catherine Gyarmathy-Amherd

3. The Ordination of Women from an Orthodox Perspective
Katerina Karkala-Zorba

4. Should Theological Education Be Different for Clergywomen? Doing Women's Work; in a Mainline Protestant Seminary
Ellen Blue

5. Doing Leadership Differently? Women and Senior Leadership in the Church of England
Rosie Ward

Part II: Historical Perspectives

6. Winifred Kiek, Migration and the Prophetic Role of Congregational Women Ministers in Australia, 1927-1977
Julia Pitman

7 Women and Ministry within the British Unitarian Movement
Ann Peart

8. The Process in the Church of Sweden towards the Ordination of Women as Priests and the Consecration of Women as Bishops
Christina Odenberg

9. The Ordination of Women in Africa: a Historical Perspective
Esther Mombo

10. Women's Ordination in the Old Catholic Churches of the Union of Utrecht: Discussion, Decision-Making and Reception
Angela Berlis

Part III: Sociological Perspectives

11. Forever pruning? The Path to Ordained Women's Full Participation in the Episcopal Church of the United States of America
Adair Lummis

12. The Feminisation and Professionalisation of Ordained Ministry within the M'ohi Protestant Church in French Polynesia
Gwendoline Malogne-Fer

13. Neither Male nor Female: Tradition, Ordination and Nigerian Female Leaders of New Generation Churches
Bolaji Bateye,

14 One Ministry, Separate Spheres: The Experiences of Ordained Women in Senior Leadership in The Salvation Army in the UK
Helen Cameron and Gillian Jackson

15. Daughters of Jerusalem, Mothers of Salem: Caribbean Women in the Ministry of the Anglican Church
Evie Vernon

AFTERWORD
Ian Jones

Source:bloomsbury