Ιωάννης Λότσιος
Η Αποστολική Επιστολή «In Unitate Fidei», που δημοσιεύτηκε στο πλαίσιο της 1700ής επετείου της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου, προτείνει ένα νέο οικουμενικό όραμα του Συμβόλου της Πίστεως, ευνοώντας την αναφορά στο Σύμβολο της Πίστεως του 381 στην αρχική του ελληνική μορφή και υποβαθμίζοντας την ιστορική και θεολογική σημασία του Filioque. Αυτή η επιλογή δεν είναι απλώς λειτουργική ή ιστορική. Περιλαμβάνει μια σειρά συστηματικών θεολογικών αλλαγών που αφορούν τον Τριαδικό Δόγμα, την εκκλησιολογία, τη σχέση μεταξύ παπισμού και συνοδικότητας, και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κατανοεί την ανάπτυξη του δόγματος.
Θεολογικό Πλαίσιο του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄
Η επιστολή «In Unitate Fidei» τοποθετεί τις έννοιες της ενότητας, της κοινής μαρτυρίας και της συμφιλίωσης στο επίκεντρο της χριστιανικής ζωής και αποστολής και απευθύνεται στις χριστιανικές κοινότητες και σε Χριστιανούς άλλων παραδόσεων. Περιέργως απαλείφεται η έννοια των Κεχωρισμένων Χριστιανών. Η βασική θέση της επιστολής είναι ότι το Σύμβολο της Πίστεως του 381 παραμένει μέχρι σήμερα «το θεμελιώδες σημείο αναφοράς της κοινής χριστιανικής πίστης» και ότι η ευρεία προσφυγή σε αυτό μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο για οικουμενική σύνθεση. Αυτή η προσέγγιση, ωστόσο, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη ερμηνεία της ιστορικής εξέλιξης του δόγματος: δηλαδή, ότι η χρήση του Filioque είναι μια αυθεντική εξέλιξη της λατινικής θεολογικής παράδοσης, αλλά όχι ένα ουσιαστικό στοιχείο του αρχαίου οικουμενικού Συμβόλου. Αυτό, σύμφωνα με τον Πάπα, επιτρέπει στο Σύμβολο της Πίστεως του 381 στην «καθαρή του μορφή» να χρησιμοποιηθεί ως κοινή βάση για κοινή πίστη και λατρεία. Αυτή η θέση έρχεται σε αντίθεση με ορισμένες θεμελιώδεις υποθέσεις της μεταμεσαιωνικής δυτικής παράδοσης, όπου η χρήση του Filioque θεωρούνταν όχι μόνο θεμιτή αλλά και θεολογικά απαραίτητη για την ορθή κατανόηση της τριαδικής σχέσης μεταξύ Πατέρα, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι: μπορεί η Ρ/Καθολική θεολογία να δώσει στην αρχική μορφή του Συμβόλου της Πίστεως μεγαλύτερη οικουμενική αυθεντία από τις μεταγενέστερες δογματικές μορφές; Η Ανατολική παράδοση, που εκπροσωπείται από τους Πατέρες του τέταρτου αιώνα - τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Γρηγόριο Νύσσης - κατανοεί τη μοναρχία του Πατέρα ως το θεμέλιο της ενδοτριαδικής ζωής. Ο Πατήρ είναι η «αρχή» και η «αιτία» της Θεότητας, ενώ ο Υιός «γεννιέται» και το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται» από Αυτόν. Η Ανατολική θεολογία τονίζει ότι οι ενδοτριαδικές σχέσεις είναι αδιάλειπτες: η γέννηση του Υιού και η αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος αποτελούν δύο ξεχωριστούς τρόπους ύπαρξης. Επομένως, η προσθήκη του Filioque θεωρήθηκε από πολλούς Ορθόδοξους ως μια αλλαγή στον προσωπικό χαρακτήρα του Αγίου Πνεύματος. Αντίθετα, η Δυτική παράδοση, επηρεασμένη από τον Αυγουστίνο, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνία της ουσίας μεταξύ των Θείων Προσώπων, οδηγώντας σε μια ερμηνεία στην οποία το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται «από τον Πατέρα και τον Υιό ως αρχή». Αυτή η διατύπωση δεν εισάγει, όπως πιστεύουν οι Δυτικοί, δύο αρχές, αλλά τονίζει ότι ο Υιός συμμετέχει στην «πρωταρχική» ουσία του Πνεύματος μόνο μέσω μιας κοινής ουσίας. Η Ρ/Καθολική Εκκλησία υιοθέτησε θεσμικά την προσθήκη του Filioque κατά τον Μεσαίωνα, όπως επιβεβαιώθηκε από τη Σύνοδο της Φλωρεντίας.
Το Σύμβολο της Πίστεως ως η «πρωταρχική» βάση
Η κεντρική αρχή της εγκυκλίου In Unitate Fidei είναι ότι το Σύμβολο της Πίστεως του 381 είναι μια κοινή έκφραση της χριστιανικής πίστης, δεσμευτική για όλους τους Χριστιανούς. Η αναφορά σε μια «καθαρή» μορφή του Σύμβολου της Πίστεως σημαίνει ότι καμία τοπική παράδοση, ακόμη και η λατινική, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει τη δική της λειτουργική προσθήκη ανώτερη από το αρχαίο οικουμενικό κείμενο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η δυτική προσθήκη δεν εισήχθη από οικουμενική σύνοδο, αλλά εισήχθη στη λειτουργική πρακτική από τοπικές συνόδους, κυρίως στην Ισπανία. Η Ρώμη την υιοθέτησε μόνο τον 11ο αιώνα. Η επανάληψη όλων αυτών από τον Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ δεν έχει σκοπό να αρνηθεί το Filioque, αλλά να επισημάνει ότι η δογματική αλήθεια του Συμβόλου της Πίστεως του 381 υπερβαίνει οποιεσδήποτε μεταγενέστερες, τοπικές εξελίξεις. Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα: μπορεί η Ρ/Καθολική θεολογία να ευνοήσει μια παλαιότερη φόρμουλα έναντι ενός μεταγενέστερου δόγματος χωρίς να υπονομεύσει την ίδια την αρχή της ανάπτυξης του δόγματος; Στη Δυτική παράδοση, ειδικά μετά τα έργα του Αγίου Αυγουστίνου, η εκπόρευση από τον Υιό θεωρούνταν συνέπεια της ομοουσίας. Αυτή η εξέλιξη δεν θεωρήθηκε ποτέ αντίφαση του Συμβόλου της Πίστεως του 381, αλλά μάλλον μια ερμηνευτική επέκταση αυτού. Στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439), η οποία θεωρείται δεσμευτική για την Καθολική εκκλησιολογία, η Εκκλησία όρισε ότι το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, ως από μία αρχή. Στην ανατολική θεολογία, αυτή η ερμηνεία θόλωσε τον προσωπικό χαρακτήρα του Αγίου Πνεύματος, συγχέοντας τις έννοιες της «γένεσης» και της «εκπόρευσης». Επιπλέον, η μονομερής προσθήκη θεωρήθηκε ως παραβίαση της συνοδικότητας και της οικουμενικής εξουσίας του Συμβόλου της Πίστεως. Η επιστολή επιτυγχάνει μια ενδιαφέρουσα θεολογική ισορροπία: αναγνωρίζει το Filioque ως μέρος της λατινικής παράδοσης. Τονίζει ότι η «καθαρή» μορφή του Συμβόλου της Πίστεως του 381 παραμένει ο οικουμενικός κανόνας. Ζητά την «υπερνίκηση των αρχαίων διαμαχών» με την επίκληση της κοινής Τριαδικής προσευχής. Ωστόσο, αυτή η θέση αποδυναμώνει τη δεσμευτική φύση της Συνόδου της Φλωρεντίας για την Ρ/Καθολική Εκκλησία και υποβιβάζει το Filioque στο επίπεδο μιας «τοπικής ερμηνείας», εγείροντας ερωτήματα σχετικά με τη συνέχεια της καθολικής δογματικής παράδοσης.
Συνέπειες της Προσέγγισης του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄
Η Ρ/Καθολική εκκλησιολογία παραδοσιακά υποστηρίζει ότι η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να διευκρινίζει το δόγμα σε όλη την ιστορία μέσω συνόδων και παπικών διακηρύξεων. Η τοποθέτηση του Συμβόλου της Πίστεως του 381 πάνω από μεταγενέστερους Καθολικούς ορισμούς αποτελεί εκκλησιολογική καινοτομία. Η Unitate Fidei υποδηλώνει ότι ο οικουμενισμός δεν απαιτεί επιστροφή στο παρελθόν ή αποδοχή του status quo, αλλά μάλλον μια «κοινή προσέγγιση στο μέλλον». Αυτό τοποθετεί την Εκκλησία σε ένα μοντέλο «μόνιμου διαλόγου», ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ως απόκλιση από την παραδοσιακή κατανόηση της αλήθειας ως δεδομένης και αμετάβλητης. Η Δυτική θεολογία, μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας, θεωρούσε το Filioque οριστικό και δεσμευτικό. Αυτή η υποτίμηση της δογματικής του σημασίας εισάγει μια νέα εκκλησιολογική τάση: την επανεκτίμηση των παπικών και συνοδικών ορισμών υπό το πρίσμα της οικουμενικής σύγκλισης. Αυτό εγείρει σοβαρά ερωτήματα, όπως σε κάθε παραδοσιακή εκκλησιολογία: τα δόγματα δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση και τα οικουμενικά σύμβολα δεν αναιρούν τις μεταγενέστερες δογματικές εξελίξεις. Η προσέγγιση του Πάπα Λέοντα ΙΔ΄ στοχεύει στη δημιουργία ενός νέου πλαισίου διαλόγου μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτό εξηγεί την έμφαση στο Σύμβολο της Πίστεως του 381, το οποίο είναι ουσιαστικά το μόνο κείμενο που είναι καθολικά αποδεκτό από όλες τις ιστορικές Εκκλησίες. Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να θεωρήσει θετικό το γεγονός ότι η Ρώμη αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως χωρίς το Filioque. Ταυτόχρονα, μπορεί να βλέπει με καχυποψία κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν παλιές αντιπαραθέσεις χωρίς σαφή δογματική θέση. Η ανατολική θεολογία θεωρεί την εκπόρευση του Πνεύματος όχι δευτερεύον ζήτημα, αλλά συνδεδεμένη με την ίδια τη θεία μοναρχία. Από την άλλη πλευρά, η Ρωμαιοκαθολική θεολογία ιστορικά θεωρεί το Filioque απαραίτητο για την ορθή κατανόηση της κοινωνίας των Προσώπων. Επομένως, αν η Ρώμη υιοθετήσει μια «μινιμαλιστική» βάση κοινής πίστης, ανοίγεται ο κίνδυνος να ερμηνευθεί αυτό από την Ορθόδοξη πλευρά είτε ως ειλικρινής προσπάθεια συμφιλίωσης είτε ως προσπάθεια παράκαμψης ουσιαστικών δογματικών διαφορών Η θεολογική μέθοδος της In Unitate Fidei στηρίζεται σε δύο αρχές: Η αλήθεια της πίστης μπορεί να εκφραστεί με νέους τρόπους ανάλογα με τις εποχές. Ορισμένες παλαιές αντιπαραθέσεις έχουν «χάσει τον λόγο ύπαρξής τους». Αυτό θυμίζει ορισμένα μοντέλα «δογματικού μινιμαλισμού» του 20ού αιώνα, που θεωρούσαν ότι η ενότητα μπορεί να βασιστεί σε περιορισμένο πυρήνα κοινών αληθειών. Ωστόσο, ο μινιμαλισμός αυτός καταδικάστηκε από την Ρ/Καθολική Εκκλησία τον 19ο αιώνα, διότι κινδύνευε να μετατρέψει την πίστη σε σύνολο «ελαχίστων άρθρων» χωρίς θεολογική πληρότητα. Η θέση του Πάπα Λέοντος ΙΔ΄ φαίνεται να κινείται μεταξύ δύο μοντέλων: Οικουμενισμός της “common ground”: αναζήτηση κοινών σημείων. Οικουμενισμός της δογματικής μεταρρύθμισης: επαναξιολόγηση παραδοσιακών διατυπώσεων. Το δεύτερο μοντέλο, όταν δεν δηλώνεται ρητά, δημιουργεί αμφισημίες και εγείρει ερωτήματα για τη συνέχεια της δογματικής παράδοσης. Η In Unitate Fidei είναι σημαντική στιγμή στη σύγχρονη ιστορία των οικουμενικών σχέσεων. Η αναφορά στο Σύμβολο του 381, η υποβάθμιση της λειτουργικής βαρύτητας του Filioque και η πρόσκληση για μια νέα μορφή οικουμενισμού αποτελούν σημαντικά θεολογικά γεγονότα. Η έμφαση στην «καθαρή» μορφή του Συμβόλου δημιουργεί δογματικές εντάσεις με τη μεσαιωνική δυτική παράδοση. Η υποβάθμιση της δεσμευτικότητας του Filioque εγείρει εκκλησιολογικά ερωτήματα. Η πρόσκληση για υπέρβαση «ξεπερασμένων αντιπαραθέσεων» μπορεί να θεωρηθεί ως δογματικός σχετικισμός. Η ανατολική παράδοση δύσκολα θα αποδεχθεί την ιδέα ότι η Τριαδολογία μπορεί να αναθεωρηθεί για χάρη της ενότητας. Τελικά, η In Unitate Fidei αποτελεί ένα βήμα προς μια νέα εποχή οικουμενικού διαλόγου, αλλά ενέχει και κινδύνους: η ειδική ενότητα δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από τη σαφή ομολογία της πίστης και από τη συνείδηση ότι η δογματική αλήθεια δεν είναι διαπραγματευτική. Ο Λέων ΙΔ΄ αντιλαμβάνεται τον οικουμενισμό όχι ως θεσμικό πρόγραμμα, αλλά ως πνευματική διαδικασία «αλληλοδωρεάς των παραδόσεων». Η πρόκληση αυτή δεν συνίσταται στην αμφισβήτηση των δογμάτων αλλά στην προσπάθεια να αρθρωθεί μια θεολογία της ενότητας που δεν θυσιάζει την παράδοση αλλά ούτε εγκλωβίζεται σε αυτήν. Η θεολογική θεωρία της επιστολής απαιτεί λοιπόν μια συνεκτική εκκλησιολογία, η οποία δεν έχει τόσο την οικουμενικότητα της αρχαίας παράδοσης όσο και την ακεραιότητα της δογματικής ανάπτυξης στη λατινική Δύση.
Summary
In Unitate Fidei calls for using the original 381 Nicene–Constantinopolitan Creed as a common foundation for Christian unity while downplaying the theological weight of the Filioque; this move aims to promote ecumenical reconciliation by privileging an earlier, universally accepted formulation of the Creed, but it raises significant theological and ecclesiological questions—Eastern theology sees the Filioque as affecting the personhood of the Spirit and the monarchy of the Father, while Western tradition regards the Filioque as a legitimate doctrinal development—so the letter’s approach, though conciliatory, risks appearing to relativize later Catholic dogmatic definitions and creating ambiguity about how doctrinal development and ecclesial authority should be balanced in the pursuit of unity.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
1) Ενδέχεται το περιεχόμενο του άρθρου να μη συμπίπτει με τις απόψεις και θέσεις του Ιστολογίου.
2) Να μην χρησιμοποιείτε greeklish για τον καλύτερη κατανόηση των σχολίων σας.
3) Να τσεκάρετε το πλαίσιο "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις" που βρίσκεται κάτω από το μήνυμα σας, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, ώστε να ειδοποιείστε για τα επόμενα σχόλια αυτής της ανάρτησης, μέσω της ηλεκτρονικής σας διεύθυνσης.
4)Τα σχόλια ελέγχονται από τον Διαχειριστή.
5) Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: Johhlotsios@gmail.com.