Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Oικουμενικός Πατριάρχης:"Η ενότητα είναι μια πράξη πίστης στον ευαγγελισμό του Λόγου του Θεού"



Η ιδέα της Ένωσης εμφανίζεται στην Εκκλησία τον δεύτερο αιώνα, εξαιτίας μιας υπερβολικής συγκέντρωσης της υπόστασής της  ως Εκκλησία, σε αντίθεση σχεδόν με την υπόστασή της ως Ζωοποιό  Σώμα του Χριστού. Είναι το ανθρώπινο προνόμιο ενός αδιαφοροποίητου Σώματος, αποστερημένου από τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Η ενότητα, αντιθέτως, δεν είναι μόνο η λύση των θεολογικών αντιπαραθέσεων, αλλά είναι το modus vivendi που μας δόθηκε από την εκκλησιαστική εμπειρία των πρώτων αιώνων. Η εκ νέου ανακάλυψη αυτής της πλευράς της ενότητας, όπως βιώθηκε κατά την πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας, μπορεί να βοηθήσει τις Εκκλησίες μας να υπερβούν σήμερα τις δυσκολίες που ακόμη και τώρα μπορεί να ανακύπτουν στις μεταξύ τους σχέσεις.  Γι’ αυτό η ενότητα δεν θα είναι το αποτέλεσμα ανθρωπίνων στρατηγικών, αλλά της κατανόησης ότι είναι συνοδοιπόροι, πιστές στις σκέψεις και  στα αισθήματα  του Χριστού.

Αλλά η ενότητα των χριστιανών μπορεί να γίνει αντιληπτή σήμερα και ως συμμαχία και κοινή πάλη κατά ενός κοινού εχθρού…

Η ενότητα των χριστιανών είναι πρωτίστως ένα δώρο του Θεού,  που μπορούμε να καταστήσουμε επίκαιρο, όπως είπαμε, μόνον επανευρισκόμενοι στην αλληλοδιαδοχή του Χριστού. Ως εκ τούτου είναι όλως προφανές ότι δεν μπορεί να πρόκειται για μια συμμαχία ή για ένα κοινό αγώνα κατά του κοινού εχθρού, σύμφωνα με την ιδεολογία του κόσμου. Η ενότητα είναι μια πράξη πίστης στον ευαγγελισμό του Λόγου του Θεού. Την ιδέα του κοινού εχθρού συχνά επικαλούνται εκείνοι οι οποίοι δεν βλέπουν στις θρησκείες μια πράξη της αγάπης του Θεού προς το δημιούργημά του και μια πράξη πίστης του πιστού προς το Θεό, αλλά  ένα είδος ανθρώπινης κοινωνίας που προσπαθεί να χειραγωγήσει τον άνθρωπο,  δημιουργώντας του έναν κοινό εχθρό. Αυτή η χειραγώγηση δημιούργησε συχνά και δημιουργεί ακόμα και σήμερα στοιχεία τα οποία είναι ξένα προς  την θρησκευτική ζωή, όπως οι πολλοί φανατισμοί που διατρέχουν τον κόσμο. Υπό την πνευματική άποψη, αντιθέτως, η πάλη κατά του κοινού εχθρού καθίσταται δίκαιη. Οι χριστιανοί αγωνίζονται κατά του κατά κύριο λόγο εχθρού. Εκείνου που πονηρά διαίρεσε τις Εκκλησίες και προσπαθεί να καθυστερήσει την ενότητά τους. Μια κοινή μαρτυρία κατά του πρίγκιπα του κόσμου τούτου, που διαιρεί, που κυβερνά, που άρχει πάρα πολλές φορές, είναι μια πράξη προσχώρησης στη διδαχή του ευαγγελικού λόγου. Η φωνή των χριστιανικών Εκκλησιών πρέπει να είναι αρμονική για να μπορέσει να αφυπνίσει τον σύγχρονο άνθρωπο από μια πνευματική θαλπωρή που, όταν δεν αρνείται την παρουσία και τη συνάφεια με το Θεό, τον καθιστά ένα στοιχείο καθαρά πολιτιστικό και ιδιωτικό ή, σε αντίθεση,υ δημιουργεί την ειδωλολατρία του ίδιου του νοήματος του Θεού, φθάνοντας στον ακραίο φανατισμό που είναι η ίδια η άρνηση του Θεού. Οι χριστιανοί ενωμένοι πρέπει να μιλήσουν εν ενί στόματι κατά του κοινού εχθρού αυτού του είδος. 

Οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής υποφέρουν σήμερα. Η ιδιαίτερη κατάστασή τους τι επιπτώσεις μπορεί να έχει στις Εκκλησίες και στον Οικουμενισμό;

Κατά τις διώξεις των χριστιανών των διαφόρων ομολογιών  το αίμα που χύθηκε αναμείχθηκε. Σε ολόκληρη την ιστορία της Εκκλησίας, από τη δημιουργία της μέχρι τις ημέρες μας, οι μάρτυρες είναι οι άγιοι που φέρουν τη θεία χάρη εν οστρακίνοις σκεύεσιν, που ζουν πραγματικά εντός του φωτός της μεταμορφώσεως. Ωστόσο αυτό δεν μπορεί να κάνει τις Εκκλησίες αδιάφορες προς τις κακουχίες που πολλοί αδελφοί και αδελφές μας κάθε μέρα καλούνται να βιώσουν. Και η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη κυρίως στη Μέση Ανατολή και στις χώρες όπου ο Κύριος  μας και οι Απόστολοι βάδισαν και όπου η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες ενδυνάμωσε την χριστιανική κοινότητα. Ο πόνος δεν ερωτά σε ποια ομολογία  ανήκει ο μάρτυρας. Πράγματι, όπως λέει ο Πάπας Φραγκίσκος, ζούμε ακόμα τον «οικουμενισμό του αίματος». Ο οικουμενισμός του αίματος προσφέρεται έμπροσθεν του ουρανίου θυσιαστηρίου του Κυρίου για όλους εμάς, ώστε να επισπεύσουμε έναν οικουμενισμό μαρτυρίας έμπροσθεν του κόσμου. 

Συχνά όμως γίνεται μια εργαλειακή χρήση της θρησκείας…

Αυτή η χρήση είναι ένα έγκλημα ξένο προς την ίδια τη θρησκεία που δυστυχώς έχει επιπτώσεις στη ζωή και στις σχέσεις των Εκκλησιών μας. Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σκοτώνει στο όνομα του Θεού και ότι κανείς δεν έχει την αποκλειστικότητα του Θεού και ότι είμαστε όλοι μαζί υπέρ μιας διαρκούς και δίκαιης ειρήνης, ώστε να μην επικρατούν μόνο οι λογικές  του κέρδους και της εκμετάλλευσης. Μόνο ενωμένοι οι χριστιανοί είναι αξιόπιστοι  και μπορούν να βοηθήσουν  εκείνους οι οποίοι υποφέρουν από τις πάρα πολλές αδικίες που καθημερινά πραγματοποιούνται εις βάρος των αθώων. Ο «οικουμενισμός του αίματος», το αίμα των μαρτύρων, δεν επιζητά εκδίκηση, αλλά θέτει σε εξέταση κάθε πιστό, καθιστά τις Εκκλησίες σήμερα, όπως στο παρελθόν και στο πρόσφατο παρελθόν, περισσότερο ευαίσθητες  στην από καρδίας εκκλήσεις του πόνου, στην υπέρβαση των προκαταλήψεων, στην κοινή πορεία. 

Πως κρίνετε την πολιτική και κοινωνική πορεία της Τουρκίας και πως αυτή γίνεται αντιληπτή από τις χριστιανικές κοινότητες και τις άλλες μειονότητες;

Η πολιτική και κοινωνική πορεία της χώρας μας παρουσίασε θετικά στοιχεία ανάπτυξης κατά τη διακυβέρνηση του Προέδρου Ερντογάν, ιδιαιτέρως σε ότι αφορά το ζήτημα των θρησκευτικών ελευθεριών. Δόθηκε η άδεια να τελεστεί Θεία Λειτουργία  σε ιστορικές περιοχές του χριστιανισμού και η άδεια για αναστύλωση σημαντικών μνημείων για τις Εκκλησίες στην Τουρκία.  Παρά ταύτα ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Η πρόσληψη αυτής της πορείας λίγο έχει γίνει  αντιληπτή  από τις χριστιανικές κοινότητες και τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες. 

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι;

Ως γνωστόν το Σύνταγμα στην Τουρκία προβλέπει το κοσμικό  κράτος, στο οποίο όλες οι θρησκείες έχουν ίση αξία. Αυτό επί της ουσίας αποδείχτηκε πολλές φορές αντιπαραγωγικό.  Για να διασωθεί το κοσμικό κράτος, η πολιτική εξουσία υπεισήλθε στις επιλογές και στις δραστηριότητες των θρησκευτικών ομολογιών, αποστερώντας τους την ελευθερία του ενεργείν και συρρικνώνοντας  de facto τους πιστούς των θρησκευτικών μειονοτήτων σε πολίτες δευτέρας κατηγορίας. Τα κράτη πρέπει να είναι εγγυητές της ισότητας των πολιτών τους.  Οι χριστιανοί στην Τουρκία είναι και Τούρκοι πολίτες και εξ’αυτού του λόγου  πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους μουσουλμάνους Τούρκους πολίτες. Πρέπει να υπάρχει γι’ αυτούς μία περισσότερο ξεκάθαρη πολιτική και ηθική φροντίδα. Ένα από τα θέματα που παραμένουν σε αντιδικία  είναι για παράδειγμα η νομική αναγνώριση της Εκκλησίας ως οντότητα δημοσίου δικαίου.  Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ακόμα πλήρως το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ιστορική του θέση στον ορθόδοξο κόσμο και συνεχίζει άδικα να εμποδίζει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. 

Ας επιστρέψουμε στην ενότητα των χριστιανών. Γιατί υπάρχουν πολλές αντιστάσεις στην οδό προς την πλήρη κοινωνία; Τι πρόκειται να χαθεί και τι να κερδηθεί;

Η Εκκλησία, στο ιστορικό πλαίσιό της, πάντοτε ακολουθούσε κατά τα ποιμαντικά καθήκοντά της τον λαό της, χωρίς να σπεύδει υπερβολικά προς τα εμπρός, αναμένοντας πάντα τον αργοπορούντα. Ως στοργική μητέρα μεριμνά για την  πνευματική και ανθρώπινη κατάρτιση των παιδιών της και ταυτόχρονα τα οδηγεί στη συνάντηση με τον Σωτήρα. Αυτό συμβαίνει και με τον οικουμενικό διάλογο.  Η μεγάλη ελπίδα πολλών χριστιανών, καθώς και των ιεραρχιών των Εκκλησιών από τη συνάντηση των Ιεροσολύμων το 1964, συνοδεύτηκε και από τον σκεπτικισμό και μερικές φορές ακόμα και από την αντίθεση άλλων.  Ωστόσο, η ώθηση προς το άνοιγμα και την συνάντηση που ήρθε ως αποτέλεσμα, αποδείχθηκε περισσότερο δυνατή από οποιαδήποτε άλλη αντίσταση. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Ο εξαγνισμός της ιστορικής μνήμης πραγματοποιείται βραδέως με πολύ υπομονή, η πορεία της όμως είναι ασυγκράτητη. Και ο θεολογικός διάλογος συνιστά ένα παράδειγμα.  Υπάρχει ανάγκη από αποφασιστικές χειρονομίες που θα μπορούν να συμπαρασύρουν και εκείνους οι οποίοι παραμένουν σκεπτικοί, ή εκφράζουν τις αμφιβολίες τους. Ο διάλογος μπορεί και πρέπει πάντα να εμπλουτίζει, δεν είναι αυτοσκοπός και σίγουρα δεν οδηγεί στην απώλεια οποιασδήποτε ιδιαίτερης ταυτότητας. Δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε και να υπερασπιστούμε.  

Το 2016 θα πραγματοποιηθεί η Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδος. Μπορεί να αποτελέσει και μια σημαντική συνάντηση και για τον Οικουμενικό Διάλογο;

Μετά από πολλά έτη προετοιμασίας και κατόπιν ομοφώνου απόφασης του συνόλου των Προκαθημένων,  η Πανορθόδοξη Σύνοδος θα συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για ένα νέο γεγονός που θα δει όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίας συγκεντρωμένες ομοθυμαδόν επί το αυτό για να συζητήσουν θέματα διοικητικού χαρακτήρα, αλλά και κοινού ενδιαφέροντος και τέλος για να εκφράσουν το μήνυμα της Ορθοδοξίας στον κόσμο «εν ενί στόματι και μια καρδία». Ένα από τα θέματα που οδηγεί αυτή τη μεγάλη Σύναξη είναι η επιθυμία για συνέχεια στον οικουμενικό διάλογο, διάλογο που δεν μπορεί να απασχολεί την Εκκλησία σε διαφορετικές βαθμίδες, αλλά πρέπει να ωριμάσει κατά τον ίδιο τρόπο από όλους και παντού. 

Θα προσκληθεί και ο Επίσκοπος της Ρώμης;

Θα έπρεπε να αποτελέσει απόφαση όλων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά η χιλιετής ευχαριστιακή ρήξη μεταξύ των Εκκλησιών μας δεν επιτρέπει ακόμη τη σύγκληση μιας Μεγάλης Οικουμενικής Συνόδου. Είμαστε σίγουροι ότι ο αγαπητός αδελφός της Εκκλησίας της Ρώμης θα είναι μαζί μας σε κοινωνία εν τη προσευχή και από αυτόν ζητούμε να προσευχηθεί για αυτή την ιστορική μας συνάντηση.

Ποια είναι η προσωπική σας ευχή;

Να δώσει ο Θεός στο εγγύς μέλλον να συντελεστεί η συνάντηση των Εκκλησιών μας εν τη Συνοδική ζωή αλλήλων, προς δόξαν του Θεού μας  εν τη Αγία Ομοουσίω, Ζωαρχική και Αδιαιρέτω Τριάδι.


Πηγή:


Γραφείο Ειδήσεων Αμήν

Pope's Address to Turkish Authorities



Mr President
Mr Prime Minister,
Distinguished Authorities,
Ladies and Gentlemen,
I am pleased to visit your country so rich in natural beauty and history, and filled with vestiges of ancient civilizations. It is a natural bridge between two continents and diverse cultures. This land is precious to every Christian for being the birthplace of Saint Paul, who founded various Christian communities here, and for hosting the first seven Councils of the Church. It is also renowned for the site near Ephesus which a venerable tradition holds to be the "Home of Mary",the place where the Mother of Jesus lived for some years. It is now a place of devotion for innumerable pilgrims from all over the world, not only for Christians, but also for Muslims.
Yet, the reasons why Turkey is held with such regard and appreciation are not only linked to its past and ancient monuments, but also have to do with the vitality of its present, the hard work and generosity of its people, and its role in the concert of nations.
It brings me great joy to have this opportunity to pursue with you a dialogue of friendship, esteem and respect, in the footsteps of my predecessors Blessed Paul VI, Saint John Paul II and Benedict XVI. This dialogue was prepared for and supported by the work of the then Apostolic Delegate, Angelo Giuseppe Roncalli, who went on to become Saint John XXIII, and by the Second Vatican Council.
Today what is needed is a dialogue which can deepen the understanding and appreciation of the many things which we hold in common. Such a dialogue will allow us to reflect sensibly and serenely on our differences, and to learn from them.
There is a need to move forward patiently in the task of building a lasting peace, one founded on respect for the fundamental rights and duties rooted in the dignity of each person. In this way, we can overcome prejudices and unwarranted fears, leaving room for respect, encounter, and the release of more positive energies for the good of all.
To this end, it is essential that all citizens – Muslim, Jewish and Christian – both in the provision and practice of the law, enjoy the same rights and respect the same duties. They will then find it easier to see each other as brothers and sisters who are travelling the same path, seeking always to reject misunderstandings while promoting cooperation and concord. Freedom of religion and freedom of expression, when truly guaranteed to each person, will help friendship to flourish and thus become an eloquent sign of peace.
The Middle East, Europe and the world all await this maturing of friendship. The Middle East, in particular, has for too long been a theatre of fratricidal wars, one born of the other, as if the only possible response to war and violence must be new wars and further acts of violence.
How much longer must the Middle East suffer the consequences of this lack of peace? We must not resign ourselves to ongoing conflicts as if the situation can never change for the better! With the help of God, we can and we must renew the courage of peace! Such courage will lead to a just, patient and determined use of all available means of negotiation, and in this way achieve the concrete goals of peace and sustainable development.
Mr President, interreligious and intercultural dialogue can make an important contribution to attaining this lofty and urgent goal, so that there will be an end to all forms of fundamentalism and terrorism which gravely demean the dignity of every man and woman and exploit religion.
Fanaticism and fundamentalism, as well as irrational fears which foster misunderstanding and discrimination, need to be countered by the solidarity of all believers. This solidarity must rest on the following pillars: respect for human life and for religious freedom, that is the freedom to worship and to live according to the moral teachings of one’s religion; commitment to ensuring what each person requires for a dignified life; and care for the natural environment. The peoples and the states of the Middle East stand in urgent need of such solidarity, so that they can "reverse the trend" and successfully advance a peace process, repudiating war and violence and pursuing dialogue, the rule of law, and justice.
Sadly, to date, we are still witnessing grave conflicts. In Syria and Iraq, particularly, terrorist violence shows no signs of abating. Prisoners and entire ethnic populations are experiencing the violation of the most basic humanitarian laws. Grave persecutions have taken place in the past and still continue today to the detriment of minorities, especially – though not only – Christians and Yazidis. Hundreds of thousands of persons have been forced to abandon their homes and countries in order to survive and remain faithful to their religious beliefs.
Turkey, which has generously welcomed a great number of refugees, is directly affected by this tragic situation on its borders; the international community has the moral obligation to assist Turkey in taking care of these refugees. In addition to providing much needed assistance and humanitarian aid, we cannot remain indifferent to the causes of these tragedies. In reaffirming that it is licit, while always respecting international law, to stop an unjust aggressor, I wish to reiterate, moreover, that the problem cannot be resolved solely through a military response.
What is required is a concerted commitment on the part of all, based on mutual trust, which can pave the way to lasting peace, and enable resources to be directed, not to weaponry, but to the other noble battles worthy of man: the fight against hunger and sickness, the promotion of sustainable development and the protection of creation, and the relief of the many forms of poverty and marginalization of which there is no shortage in the world today.
Turkey, by virtue of its history, geographical position and regional influence, has a great responsibility: the choices which Turkey makes and its example are especially significant and can be of considerable help in promoting an encounter of civilizations and in identifying viable paths of peace and authentic progress.
May the Most High bless and protect Turkey, and help the nation to be a strong and fervent peacemaker!
 Zenit:
 http://www.zenit.org/en/articles/pope-s-address-to-turkish-authorities

Ο Γραμματέας του Κράτους του Βατικανού για την σημασία της επισκέψεως του Πάπα στην Τουρκία




γραφείο ειδήσεων Amen.g

Γραφείο ειδήσεων Amen.gr

«Θα είναι μία στιγμή πολύ σημαντική και πολύ έντονη για την αναζωογόνηση της οικουμενικής πορείας ως προς την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης». Αυτό δήλωσε ο Γραμματέας του Κράτους του Βατικανού Καρδινάλιος Pietro Parolin, σε τηλεοπτική δήλωσή του, αναφερόμενος στην επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όπως τόνισε, ο Πάπας Φραγκίσκος «θα επωφεληθεί της ευκαιρίας αυτού του νέου ταξιδιού για να συνεχίσει την αποστολή του ως αγγελιοφόρου ειρήνης», αλλά και «για να εκφράσει την ανησυχία του για την τύχη τόσων χριστιανών αδελφών» που υφίστανται διώξεις. 

Ο Καρδινάλιος Parolin υπογράμμισε ότι για την πάλη ενάντια στις αιτίες του φαινομένου της τρομοκρατίας δεν πρέπει να περιμένουμε μία απάντηση συνδεδεμένη αποκλειστικά με τη στρατιωτική πλευρά, αυτή της δύναμης, αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε και να επιλύσουμε τα αίτια αυτού του φαινομένου. 

Ο Γραμματέας του Κράτους του Βατικανού, που αποτελεί προσωπική επιλογή του Πάπα Φραγκίσκου, υποστήριξε ότι είναι ορθό να καταγγείλουμε τυχόν στηρίγματα, είτε πολιτικά είτε οικονομικά, που το Ισλαμικό Κράτος συνεχίζει να δέχεται. 

Αναφερόμενος δε, στο διαθρησκειακό διάλογο, ο Καρδινάλιος Parolin τόνισε την ανάγκη όλοι και ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι ηγέτες και υπεύθυνοι να καταδικάσουν τη χρήση του ονόματος του Θεού για την άσκηση βίας σε βάρος άλλων. 

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΤΗΣ Α. ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ





 Πηγή: Φως Φαναρίου,
Μετά πλείστης χαράς ανακοινούται εις το Χριστεπώνυμον πλήρωμα, ότι η Αυτού Αγιότης, ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος, πραγματοποιών επίσημον επίσκεψιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και την Α.Θ.Παναγιότητα, θα αφιχθή εις Φανάριον μετά της συνοδείας Αυτού, το Σάββατον, 29ην Νοεμβρίου, και περί ώραν 6:15 μ. μ..
Εκ της εισόδου των Πατριαρχείων ο Πάπας μετά του Πατριάρχου θα κατευθυνθούν εις τον Πάνσεπτον Πατριαρχικόν Ναόν, ένθα θα τελεσθή Δοξολογία, παρουσία€ της εκατέρωθεν Ιεραρχίας, των εν τη Πόλει Προξενικών Αρχών και άλλων επισήμων.
Μετά την τελετήν και τας εκατέρωθεν προσφωνήσεις εν τω Π. Πατριαρχικώ Ναώ θα επακολουθήσουν εν τη Αιθούση του Θρόνου η παρουσίασις των Ιεραρχών εκατέρωθεν, ως και των λοιπών μελών της Παπικής Συνοδείας, και αι επίσημοι συνομιλίαι του Πάπα και του Πατριάρχου εν τω Πατριαρχικώ Γραφείω.
ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΝΑΟΣ
ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ
Ανακοινούται ότι επί τη εορτή του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, της και Θρονικής εορτής της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, τελεσθήσονται εν τω Π. Πατριαρχικώ Ναώ, το Σάββατον, 29ην Νοεμβρίου, και ώραν 4:00 μ.μ., Μέγας Εσπερινός, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Ιερεμίου, την Κυριακήν, 30ήν ιδίου, η καθιερωμένη Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία.
Κατ’ αυτήν θα παραστή η Αυτού Αγιότης, ο Πάπας Ρώμης Φραγκίσκος, μετά της συνοδείας Αυτού, εκπρόσωποι των δογμάτων, ο Εξοχ. Κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργός Εξωτερικών και Αντιπρόεδρος της εντίμου Ελληνικής Κυβερνήσεως, εκ προσώπου αυτής, οι εν Αγκύρα διαπεπιστευμένοι Πρέσβεις και άλλοι επίσημοι.
Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας θα ανταλλαγούν επίσημοι λόγοι μεταξύ των σεπτών Προκαθημένων των δύο Εκκλησιών, ως και αναμνηστικά δώρα, και θα επακολουθήση η ευλογία του πληρώματος υπ’ Αυτών από του εξώστου της Αρχιγραμματείας.
Έναρξις όρθρου ώρα 8ηνπ.μ.. Η Α. Αγιότης, ο Πάπας, θα προσέλθη περί ώραν 9:45π.μ.


Βατικανό: «Όταν ο Πάπας αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν αναφέρεται σε έναν φίλο του, αλλά σε αδελφό του»

Βατικανό: «Όταν ο Πάπας αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν αναφέρεται σε έναν φίλο του, αλλά σε αδελφό του»
«Όταν ο Πάπας αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν αναφέρεται σε έναν φίλο του, αλλά σε αδελφό του. Kαι όντως, ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν αδελφοί» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού, πατέρας Φεντερίκο Λομπάρντι, αναφερόμενος στην επίσκεψη του ποντίφηκα στην 'Αγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη.

Το ταξίδι του πάπα Φραγκίσκου αρχίζει σήμερα με την άφιξή του στην 'Αγκυρα και σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμα, αύριο (Σάββατο) θα χοροστατήσει σε λειτουργία στον καθολικό Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πνεύματος στην Κωνσταντινούπολη και θα παραστεί σε οικουμενική προσευχή στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.

Το Σάββατο, πάντα, ο Πάπας Βεργκόλιο θα έχει κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο ενώ την Κυριακή ο ποντίφικας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα γιορτάσουν μαζί τη θρονική εορτή του Αγίου Ανδρέα και θα υπογράψουν κοινή διακήρυξη.

Αναφερόμενος, επίσης, στη στενότατη σχέση που ενώνει τους δυο θρησκευτικούς ηγέτες, ο πατέρας Λομπάρντι τόνισε ότι «κάθε φορά που τους είδα να συνομιλούν μαζί, η απόλυτη οικειότητα και η εγκαρδιότητα ήταν εμφανέστατες, όπως και η βούληση να κάνουν και τους άλλους ανθρώπους κοινωνούς της βαθιάς αυτής αρμονίας αισθημάτων, διαθέσεων και προσανατολισμών».
«Στην απόφαση του Πάπα να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, έπαιξε καθοριστικό ρόλο η βούληση να στηριχθεί και να ενδυναμωθεί ακόμη περισσότερο η αδελφική σχέση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη» πρόσθεσε ο εκπρόσωπος της Αγίας Έδρας.
Σε ότι αφορά τον στόχο της ενότητας των χριστιανών και ιδίως καθολικών και ορθοδόξων, ο πατέρας Λομπάρντι επισήμανε: «Η κοινή επιθυμία και η προσπάθεια με στόχο την ένωση, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη βούληση του Ιησού, είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι συναντήσεις του Πάπα Φραγκίσκου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου».
Υπάρχουν, όμως, κατέληξε ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού, «και όλες οι διάφορες μορφές με τις οποίες η χριστιανική πίστη εκδηλώνεται: η χειροπιαστή ελεημοσύνη, οι υπηρεσίες προς τους φτωχούς και τους ασθενέστερους, οι προσπάθειες υπέρ της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της προστασίας της πλάσης. Με τις διάφορες αυτές μορφές χριστιανικής δράσης, συναντάται, κανείς, στην καθημερινή ζωή, και με τον τρόπο αυτό, η χαρά και η ικανοποίηση της κοινής πορείας προς την ένωση, αυξάνονται ακόμη περισσότερο».

Αφιξη του Πάπα Φραγκίσκου στην Κωνσταντινούπολη για τριήμερη επίσκεψη




«Όταν ο Πάπας αναφέρεται στον Οικουμενικό Πατριάρχη δεν αναφέρεται σε έναν φίλο του, αλλά σε αδελφό του. Kαι όντως, ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν αδελφοί» δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού, πατέρας Φεντερίκο Λομπάρντι, αναφερόμενος στην επίσκεψη του ποντίφηκα στην 'Αγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πάπας Φραγκίσκος αρχίζει σήμερα τριήμερη επίσκεψη στην Τουρκία, με άξονα την υπεράσπιση της θέσης των χριστιανών και τον διαθρησκευτικό διάλογο σε μία εμπόλεμη Μέση Ανατολή, όπου οι χριστιανικές κοινότητες αισθάνονται απειλούμενες.
Ο Πάπας θα επισκεφθεί τους ίδιους συμβολικούς τόπους που επισκέφθηκε το 2006 και ο προκάτοχός του Βενέδικτος 16ος: στην Αγκυρα το μαυσωλείο του Κεμάλ Ατατούρκ, στην Κωνσταντινούπολη το Μπλε Τζαμί και την Αγία Σοφία. Αμέσως μετά την άφιξή του στην Αγκυρα το απόγευμα, ο Πάπας Φραγκίσκος θα επισκεφθεί το μαυσωλείο του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας , πριν συναντηθεί με το πρόεδρο της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου και τον πρόεδρο Θρησκευτικών Υποθέσεων Μεχμέτ ΓκορμέζΣύμφωνα με το πρακτορείο του Βατικανού I.Media, δεν αποκλείονται εκπλήξεις εκτός του προγράμματος που έχει ανακοινωθεί, όπως συνάντηση του Πάπα Φραγκίσκου με Ιρακινούς και Σύρους πρόσφυγες.
Αυτή η κίνηση θεωρείται αναμενόμενη μετά την έκφραση της επιθυμίας του το καλοκαίρι να υποστηρίξει στο ιρακινό Κουρδιστάν τις κοινότητες των καθολικών και των ορθόδοξων χριστιανών που εγκατέλειψαν τις εστίες τους διωγμένοι από την προέλαση των δυνάμεων του Ισλαμικού Κράτους. Σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές στη Ρώμη, το Βατικανό θέλει πάντως να αποφύγει την πολιτική εκμετάλλευση μίας τέτοιας συνάντησης με πρόσφυγες, τη στιγμή που η Αγκυρα διαδραματίζει έναν περιπεπλεγμένο ρόλο στη συριακή σύρραξη: η Τουρκία συνεργάζεται με τον διεθνή συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους, αλλά δεν θέλει να παίξει το παιγνίδι των Κούρδων.
Διαθρησκειακός διάλογος
Το ουσιαστικό μέρος της επίσκεψής του, πάντως, αφορά την Κωνσταντινούπολη, όπου η επίσκεψη θα αφιερωθεί στις σχέσεις με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και την μικρή καθολική κοινότητα. O Πάπας θα παρευρεθεί σε οικουμενική προσευχή στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Το Σάββατο, πάντα, ο Πάπας θα έχει κατ' ιδίαν συνάντηση με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο ενώ την Κυριακή ο ποντίφηκας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα γιορτάσουν μαζί τη θρονική εορτή του Αγίου Ανδρέα και θα υπογράψουν κοινή διακήρυξη. 
Αναφερόμενος, επίσης, στη στενότατη σχέση που ενώνει τους δυο θρησκευτικούς ηγέτες, ο πατέρας Λομπάρντι τόνισε ότι «κάθε φορά που τους είδα να συνομιλούν μαζί, η απόλυτη οικειότητα και η εγκαρδιότητα ήταν εμφανέστατες, όπως και η βούληση να κάνουν και τους άλλους ανθρώπους κοινωνούς της βαθιάς αυτής αρμονίας αισθημάτων, διαθέσεων και προσανατολισμών».  «Στην απόφαση του Πάπα να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, έπαιξε καθοριστικό ρόλο η βούληση να στηριχθεί και να ενδυναμωθεί ακόμη περισσότερο η αδελφική σχέση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη» πρόσθεσε ο εκπρόσωπος της Αγίας Έδρας.
Σε ότι αφορά τον στόχο της ενότητας των χριστιανών και ιδίως καθολικών και ορθοδόξων, ο πατέρας Λομπάρντι επισήμανε: «Η κοινή επιθυμία και η προσπάθεια με στόχο την ένωση, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στη βούληση του Ιησού, είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι συναντήσεις του Πάπα Φραγκίσκου και του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου».
Υπάρχουν, όμως, κατέληξε ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού, «και όλες οι διάφορες μορφές με τις οποίες η χριστιανική πίστη εκδηλώνεται: η χειροπιαστή ελεημοσύνη, οι υπηρεσίες προς τους φτωχούς και τους ασθενέστερους, οι προσπάθειες υπέρ της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της προστασίας της πλάσης. Με τις διάφορες αυτές μορφές χριστιανικής δράσης, συναντάται, κανείς, στην καθημερινή ζωή, και με τον τρόπο αυτό, η χαρά και η ικανοποίηση της κοινής πορείας προς την ένωση, αυξάνονται ακόμη περισσότερο».

Συνέντευξη του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, για την επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Φανάρι


Στην επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Φανάρι και στην πορεία των χριστιανών προς την ένωση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα των Ιταλών καθολικών επισκόπων «Λ'Αβενίρε».

«Ο ειλικρινής εναγκαλισμός εν φιλήματι ειρήνης μεταξύ των προκαθημένων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης υποδεικνύει την επιθυμία να διασχίσουμε την οδό που υπέδειξε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ίνα ώσι έν. Οι προκάτοχοί μας είχαν εγκαινιάσει τον θεολογικό διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών μας και οι επακόλουθες συναντήσεις ασχολήθηκαν με πολλά θέματα που έχρηζαν μιας ιστορικής επαναξιολόγησης. Τώρα ο αγαπητός μας αδελφός Φραγκίσκος συνεχίζει αυτή την χειρονομία που δεν αποτελεί μια εκκλησιαστική αβροφροσύνη, αλλά είναι κάτι πολύ περισσότερο» τονίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης.

Σε σχέση με την «δυνατότητα νέας προοπτικής του διαλόγου καθολικών και ορθοδόξων», στην οποία αναφέρεται η ιταλική εφημερίδα, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας σημειώνει: «Η μύχια οικειότητα που αισθανθήκαμε με τον Πάπα Φραγκίσκο, από τη στιγμή της εκλογής του, αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα νέο έναυσμα για την πορεία προς την ενότητα. Οικειότητα που δεν είναι ένα καρπός συναισθηματισμού, αλλά η πλήρης ένταξη στο μήνυμα του Χριστού, επιθυμία της συνάντησης μεταξύ αδελφών για μια από κοινού μαρτυρία. Η νέα προοπτική που ο Πάπας Φραγκίσκος δίνει στο αξίωμα του Επισκόπου της Ρώμης, στη συνοδικότητα για τη διοίκηση της Εκκλησίας, είναι πολύτιμα στοιχεία για την Ανατολή, που παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή αυτές τις αλλαγές. Έτσι λοιπόν και αυτή η συνάντηση διανοίγει μια νέα προοπτική στον διάλογο καθολικών και ορθοδόξων, χωρίς την προσκόλληση σε σχήματα του παρελθόντος, αλλά εξαγνισμένη στο φως του Ευαγγελίου και της Παράδοσης της Εκκλησίας».

Με αναφορά του, δε, στην Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας, η οποία θεωρείται συχνά πρότυπο και από τους ταγούς της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάχης αναφέρει ότι «ακόμη μια φορά η Εκκλησία πρέπει να επανααποκαλυφθεί πέραν των ανθρωπίνων σχημάτων στα οποία συχνά περιορίζεται και να επανοικειοποιηθεί την ζωή εν Χριστώ.Στην υπέρβαση αυτής της ιδίας, επανευρίσκει την κοινή πορεία πέραν των νομικών, θρησκευτικών και ερμηνευτικών φραγμών. Σε αυτή την προοπτική η πρώτη χιλιετία υποδεικνύει στην Εκκλησία εκείνη την "εν Χριστώ ζωή" προς την ενότητα των τέκνων της. Η πρώτη χιλιετία της Εκκλησίας βίωσε εις βάθος την ενότητα, ενώ ήταν απολύτως άγνωστη η ιδέα της Ένωσης».

Απαντώντας, τέλος, σε ερώτηση που αφορά τις θρηκευτικές ελευθερίες στην Τουρκία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος τονίζει ότι με τη διακυβέρνηση Ερντογάν υπήρξαν θετικά στοιχεία στο θέμα αυτό, αλλά δεν παραλείπει να προσθέσει: «Οι χριστιανοί στην Τουρκία είναι και Τούρκοι πολίτες και εξ'αυτού του λόγου πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες με τους μουσουλμάνους Τούρκους πολίτες. Πρέπει να υπάρχει γι' αυτούς μία περισσότερο ξεκάθαρη πολιτική και ηθική φροντίδα. Ένα από τα θέματα που παραμένουν σε αντιδικία είναι για παράδειγμα η νομική αναγνώριση της Εκκλησίας ως οντότητα δημοσίου δικαίου. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ακόμα πλήρως το νομικό καθεστώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την ιστορική του θέση στον ορθόδοξο κόσμο και συνεχίζει άδικα να εμποδίζει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης»