Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Η ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ


Ιωάννου Λότσιου, Δρ.Θ., verianet

Ο κορονοϊός έγινε μια πολυποίκιλη πρόκληση για την ανθρώπινη πλουραλιστική κοινωνία. Αναδύθηκαν πολλά ερωτήματα, όχι μόνο από πλευράς υγειονομικής προστασίας αλλά και πνευματικής.


Βεβαίως και η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι αμέτοχη απέναντι σε αυτήν την πρόκληση, παρόλο που δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, εντούτοις είναι εν τω κόσμω. Στην πρόκληση αυτή υπάρχουν φωνές για το θέμα της αναστολής ή ακύρωσης των λατρευτικών συνάξεων της Εκκλησίας, μέσα και έξω από το χώρο της. Σε θεολογικό επίπεδο διαβάσαμε αρκετά για την αναστολή, αλλά περισσότερο για την προσπάθεια να περάσουν ορισμένα θέματα, που ούτως ή άλλως δεν έχουν σχέση με την συγκεκριμένη πανδημία και την αντιμετώπιση της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει εμπειρία από πανδημίες στην ιστορική της πορεία, δεν της είναι άγνωστες. Σε πολλές περιπτώσεις υπήρξε η παρέμβαση του Θεού, ίσως για κάποιους παράξενο, ίσως μη παραδεκτό.

Από αυτά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την προσπάθεια κολόβωσης της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τον μετριασμό της σε μια ομολογία μεταξύ των άλλων. Κυρίως η ενθύμηση από την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας που έχουν σχέση με την μετάδοση της Θείας Κοινωνίας, ορισμένες από αυτές ως λειτουργική πρακτική υπάρχουν και στον δυτικό Χριστιανικό κόσμο που βρίσκονται επίσης και οι ίδιοι σε προσωρινή αναστολή των λατρευτικών τους συνάξεων. Περισσότερο κάποιοι αναφέρθηκαν και σε σημεία επαναπροσδιορισμού της ποιμαντικής και λειτουργικής πρακτικής ως μια προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα. Βεβαίως η προσωρινή παρακολούθηση των λατρευτικών συνάξεων μέσω του διαδικτύου δεν μπορεί να είναι κάτι μόνιμο γιατί θα οδηγηθούμε σε μια πλασματική εκκλησία.

Σε όλα αυτά τα εν συντομία αναφερόμενα λησμονούν βασικές λειτουργικές και πνευματικές προϋποθέσεις που ζει και βιώνει η Ορθόδοξη Εκκλησία ανά τους αιώνες. Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, δεν είναι μια ιδέα ή ένα σύμβολο, η μια αόρατη μόνο θρησκευτική κοινότητα. Αυτό οδηγεί σε μια νεστοριανίζουσα τοποθέτηση ακόμα και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ο Χριστός δηλαδή είναι παρόν σε κάθε ευχαριστιακή σύναξη, ως θεάνθρωπος και Κεφαλή της Εκκλησίας. Αυτό το Σώμα έχει και ορατές διαστάσεις, υπάρχει στο χώρο και στο χρόνο, δεν είναι εκτός του κόσμου αυτού. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί ακριβώς αυτό το σημείο της κοινωνίας μεταξύ των πιστών, του «συνεφάγωμεν» και «συνεπίομεν». Επομένως η διαδικτυακή παρακολούθηση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας έχει και ορισμένα κενά σημεία. Ενώ δηλαδή παρακολουθούμε όλη την ακολουθία, μένουμε αμέτοχοι στην κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Είναι ένα κενό που το νιώθει κάθε πιστός απέναντι στο διαδίκτυο ή τα άλλα ΜΜΕ.

Οι έννοιες διέρχονται η μια από την άλλη, αν είναι σύμβολα, αντίτυπα, και άλλα, που ενώ προσπαθούν να δείξουν ότι δια μέσου του μυστηρίου συμβολικά ή πνευματικά ο Χριστός είναι παρόν, εντούτοις διατηρείται μια απλή συμβολική πράξη, διαχωρίζοντας το πνευματικό από το υλικό. Το ζήτημα της προς ώρα μη συμμετοχής στο Μυστήριο αυτό, ενέχει μια ατομική θεωρήση του ανθρώπου και όχι ως ενός προσώπου που αποτελεί μέλος του Σώματος του Χριστού. Αυτή η απαγόρευση που συνδέεται με το ατομικό πρότυπο είναι ξένη προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία και παράδοση. Ποτέ δεν συμμετέχουμε ατομικά η προσευχόμαστε ατομικά. Η σύναξη στην ευχαριστιακή τράπεζα δεν είναι σταθερή για πάντα. Πολύ συχνά βλέπουμε τον τρόπο που κληρικοί και θεολόγοι αντιμετωπίζουν το θέμα. Θέσεις που τις περισσότερες φορές αποτελούν προϊόντα των εκκλησιολογικών κρίσεων που επικρατούν. Ήδη, π.χ. μερίδα θεολόγων αναφέρεται στην «ατομική προσευχή» ή υπενθυμίζει ότι νομικά από το Σύνταγμα υφίσταται. Από τις θέσεις αυτές αποδεικνύεται βέβαια μια θεώρηση για την εκκλησία, που δεν την βλέπει όπως είναι αλλά σαν ένα σύλλογο ή μια θρησκευτική κοινότητα. Αν η Εκκλησία ήταν μια θρησκευτική κοινότητα η «συνάντηση» θα μπορούσε να γίνει και με άλλους τρόπους, τηλεόραση, διαδίκτυο, αντιπροσωπευτικά και ίσως με άλλους τρόπους.
Όμως για τους Ορθοδόξους είναι απαραίτητη η προσωπική μετοχή στο μυστήριο, η μετάληψη του Σώματος και του Αίματος του Χριστού είναι αναντικατάστατη.