Δευτέρα 5 Ιουλίου 2021

ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ

 
Ιωάννου Λότσιου, Δρ., Verianet και Panorthodox Synod
Η πανδημία του covid 19 αποδεικνύεται καθημερινά μια από τις πιο ουσιαστικές προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, η κοινωνία και η θρησκεία. Η ραγδαία εξάπλωση του ιού συνοδεύεται συγχρόνως με την έρευνα για την εξεύρεση εμβολίου για να ιατρεύσει ή να σκοτώσει τον παθογόνο ιό. Αυτόματα φέρνει σε μια ιδιαίτερη συγκυρία τόσο την επιστήμη όσο και την Εκκλησία. 
Από τα προγνωστικά για την αυξανόμενη εξάπλωση του ιού και την χρήση των αντισηπτικών, όσο και από την απομόνωση και το κλείσιμο των ανθρώπων στα σπίτια τους, βλέπουμε να υπάρχει η ανάγκη κοινής ανταπόκρισης. Ο ιός μεταδίδεται εύκολα και γρήγορα, είναι ιός παθογόνος του οποίου οι δημόσιες συναθροίσεις ή οι κοινωνικές συναναστροφές είναι το ‘’στέκι’’ του.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε παγκόσμιο επίπεδο υιοθέτησε τις αρχές τήρησης των οδηγιών των αρμοδίων υγειονομικών αρχών για να προστατευθεί ο λαός του Θεού. Δεν μπορεί η Εκκλησία να αρνηθεί ακόμα και τις κοινωνικές ευθύνες ή να αδιαφορίσει και να παρίσταται ως ουδέτερος παρατηρητής στον καιρό της πανδημίας. Η Εκκλησία έχει λύσεις για να ικανοποιήσει σε αυτόν τον καιρό τις πνευματικές ανάγκες των πιστών μέσα από την διαρκή παράδοση και το πολυποίκιλο τυπικό της, ιδιαιτέρως από την ασκητική εμπειρία της. Περισσότερο σήμερα το έργο αυτό γίνεται και με την βοήθεια των μέσων κοινωνική δικτύωσης. Μεταξύ όμως του πανικού και της απάθειας, η άσκηση της αρετής της σύνεσης λείπει από μερίδα κληρικών και λαϊκών που προσπαθούν να αντιτάξουν επιχειρήματα για την προς ώρα τέλεση των ακολουθιών με πιστούς, άλλοι αναφέρονται στον έλεγχο της συνειδήσεως τους κ.α. Η αρετή της σύνεσης απαιτεί μια ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης και μια ανάληψη θετικών πρωτοβουλιών.

Η Θεία Ευχαριστία βρίσκεται στο κέντρο της πνευματικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και σε μια τέτοια περίοδο κρίσης από μια πανδημία θα περίμενε κανείς μια αυξανόμενη στροφή στις λατρευτικές πράξεις της Εκκλησίας. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ίδιες αυτές συγκεντρώσεις από μόνες τους μπορεί να βοηθήσουν στην εξάπλωση του ιού. Η προσωρινή αναστολή μεγάλων εκκλησιαστικών συνάξεων πρέπει να συσχετισθεί με την δυνατότητα μετάδοσης του ιού. Αυτή η συγκέντρωση ή σύναξη, από την στιγμή που εξέρχεται κανείς από το σπίτι του μέχρι και την Εκκλησία μπορεί να συμβάλλει σε αυτήν την εξάπλωση. Εντούτοις το ερώτημα το θεολογικό μένει και κινείται ουσιαστικά ανάμεσα σε δύο βιβλικούς παραμέτρους. Η μια είναι η θαυματουργική πράξη του Χριστού προς τους δέκα λεπρούς, που δεν τους πλησίαζε κανείς. Ο Χριστός αντίθετα παρακάμπτει αυτήν την απομόνωση, και με μια κίνηση καθαρά αντι-υγειονομική τους πλησιάζει και τους θεραπεύει. Η άλλη παράμετρος έχει αναφορά αν το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος για το Σάββατο.

Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα είναι αλλού, είναι βαθύτατα μυστηριακό και θεολογικό και αναφέρεται στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Άλλο μεταβολή των Τιμίων Δώρων και άλλο μετουσίωση, η υιοθέτηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας ως προς τον τρόπο καθαγιασμού μεταξύ ύλης (ορατό) και ουσίας (αόρατο), οδηγεί στην λανθασμένη θεολογική αντίληψη περί διακρίσεως του Σώματος και του Αίματος. Δηλαδή, ενώ είναι Άρτος και Οίνος (ύλη), σε πνευματικό επίπεδο είναι Σώμα και Αίμα (ουσία), μπορεί αυτά, ως άρτο και οίνος να μολυνθούν. Από πλευράς επιστημονικής θα πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι καταρχήν δεν είναι αποδεκτή ως μέθοδος έρευνας αυτή η αριστοτελική θέση. Εξ απόψεως Ορθόδοξης πατερικής θεολογίας θα πρέπει να τονίσουμε ότι αναφέρεται όχι σε μια μυστική παρουσία του Χριστού στον Άρτο και Οίνο αλλά για πραγματική μεταβολή σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας διατηρούν σιγή για τον καθαγιασμό υπό του Πνεύματος του Αγίου, θα διατηρήσουν σιωπή αλλά βλέπουν ως θεοφόροι εμπειρικά το αυτό Σώμα και Αίμα στον Άρτο και στον Οίνο, ως επισημαίνει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ακόμα και τα ''ψίχουλα'' του καθαγιασμένου Άρτου αναφέρονται τόσο από τα λειτουργικά όσο και από τα πατερικά κείμενα ως ''μαργαρίτες''. Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας μας αναφέρει ότι Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστήριος» φανερώνεται δηλαδή και εκφράζεται μυστηριακά. Ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να θεωρήσουμε το Μυστήριο ως απλό σύμβολο με μια συγκεκριμένη φιλοσοφικού τύπου έννοια, ένα σύμβολο που εν τέλει δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα. Η Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός που η ορατή και η αόρατη πλευρά δεν είναι κάτι ξέχωρο αλλά βρίσκονται σε έναν αρραγή δεσμό.