Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Η Εμπειρία του Ακτίστου Φωτός, Διεγράφη απο την πρώτη δημοσίευση, καθώς και όλη η αρθογραφία εκει


Του Ιωάννη Λότσιου,
Στην σημερινή πορεία, της δύσκολης οικονομικής κατάστασης, η Β΄ Κυριακή των Νηστειών μας προβάλλει το πρόσωπο του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, ως συνέχεια της Κυριακής της Ορθοδοξίας.
Και μιλάμε ακριβώς για την εμπειρία του Ακτίστου Φωτός. Αυτό αναφέρεται προς όλα τα μέλη της Εκκλησίας.
Η δυνατότητα της εμπειρίας και η απόρριψη των εσφαλμένων μεθόδων που μας έρχονται από την δυτική θεολογία και πνευματικότητα.
Λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς· «αν ο Θεός που κηρύττει ο Βαρλαάμ δεν κοινωνείται διά των ακτίστων αυτού ενεργειών, αλλά είναι Θεός απόμακρος και ακοινώνητος, κάπου ψηλά στον ουρανό, θα τον απορρίψουν οι άνθρωποι και θα χρειασθούν άλλο Θεό».
Αυτό έχει να κάνει με την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διέκρινε στον Θεό τις ενέργειες από την ουσία Του.
Οι ενέργειες διακρίνονται από τα αποτελέσματα, δηλαδή τα δημιουργήματα. Η κτίσης είναι διάφορος του Ακτίστου Θεού.
Η προσωπική κοινωνία με τον Θεό επιτυγχάνεται με τις Άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος.
Και αναφέρει ο ιερός Πατήρ στην ομιλία του περί της Μεταμορφώσεως: «...τῆς θεότητος ἐστι τό φῶς ἐκεῖνο, καί ἄκτιστόν ἐστι... οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (Λόγος 34, Ρ G 151, 433 ΑΒ) .
Η χάρις του Θεού είναι άκτιστη, δεν είναι δημιουργημένη, gratia create. Ο Θεός είναι αμέθεκτος και μεθεκτός. Αμέθεκτος ως προς την ουσία, μεθεκτός ως προς τις ενέργειες.
Έτσι ο άνθρωπος κατορθώνει και έχει κοινωνία με το Θεό. Δηλαδή οι θεούμενοι και οι Άγιοι της Εκκλησίας, μας φανερώνουν τον τρόπο απόκτησης αυτής της χάρις. Ακριβώς αυτή η εμπειρία θέτει στο περιθώριο την αναγωγή του δόγματος και της πίστης ως ένα κλειστό σύστημα αληθειών, ως σύστημα κάποιων ιδεών σε μια κατάσταση.
Το δέσιμο Θεού και ανθρώπου γίνεται ακριβώς στην εμπειρία της καθημερινότητας, και όχι σε μια τεχνική παραδοχή κάποιων αληθειών.
Στο αγώνα του ανθρώπου, προσφέρεται ακριβώς η αντανάκλαση της θείας χάριτος, όχι για να κατανοήσει απλά τις πράξεις του Θεού μέσα στην ιστορία, αλλά για να προσανατολίσει την πορεία στην σύγχρονη πραγματικότητα, στις σχέσεις, στις αξίες, με πολύ απλά λόγια το “ποιόν” της ανθρώπινης βιωτής, να γεμίσει με αυτήν την Άκτιστη χάρη.
Ο άγνωστος, ο ακατάληπτος Θεός βρίσκεται ακριβώς στην αδυναμία των ανθρώπων και της εμπειρίας τους για την ουσία του Θεού. Αυτό που συνήθως επικρατεί είναι η αποξένωσης του Θεού από την σύγχρονη πραγματικότητα, πέρα και μακριά από την ζωή του ανθρώπου, μιας φιλοσοφικής αναζήτησης, που στηρίζεται στο συναίσθημα, μετατρέποντας την παρουσία του Θεού, ως συναισθηματική και φιλοσοφική σχέση, εκεί μας οδηγεί η θεώρηση του κτιστού φωτός.
Συνάμα, υπάρχουν και οι άνθρωποι που αναζητούν, στους οποίους οι εμπειρίες τους δεν είναι εκφράσεις της απόκτησης της θείας χάριτος. Είναι εμπειρίες δαιμονικές, ή ψυχολογικές ή συναισθηματικές, κινούνται μέσα σε μια τεχνική εξισορρόπησης των προβλημάτων του ανθρώπου.
Αλλά οπωσδήποτε δεν δίνουν λύσεις πραγματικές και ασφαλείς. Είναι νοσηρές καταστάσεις.
Ενδεικτικό αυτού είναι και η αναζήτηση σε διάφορες τεχνικές που μας έρχονται από την Ανατολή.
Ενδιαφερόμαστε και για τα πνευματικά και για τα οικονομικά προβλήματα που μας έρχονται. Μερικές φορές ο υπερτονισμός τους ενός σκοπού από τον άλλον διαφθείρει ή απομακρύνει τον άνθρωπο, ως ψυχοσωματική υπόσταση, δηλαδή εργαζόμαστε με δύο τρόπους.
Περισσότερο επικρατεί η αντίληψη ότι μεταξύ των δύο αυτών τρόπων δεν υπάρχει ουδέν κοινόν.
Άλλο η ζωή ‘‘εν Χριστώ’’ και άλλο η ‘‘εκτός’’, στην ίδια την καθημερινότητα. Αυτό μας οδηγεί στην απομάκρυνση του Θεού από την ζωή μας σήμερα, μετατρέποντας τον σε ιδέα και ιδεολογία ή ακόμα σε ένα κίνητρο καταπολέμησης της οικονομικής κρίσης που μας διαχέει.
Εντούτοις ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έρχεται να αναιρέσει αυτήν την θέση: ο Θεός είναι μεθεκτός, φανερώνεται με τις άκτιστες ενέργειες του, και όχι ως αφηρημένη σχέση, έρχεται ως συμπονετικός και φίλος, το άλλο πρόσωπο που αγαπά και αγαπιέται.
Αλλιώς είναι ακατανόητος Θεός, ουσιαστικά ανύπαρκτος. Ζούμε σε μια περίοδο εμπειρίας διαφορετικών αντιλήψεων της μεθέξεως, όπως και εάν το δει κανείς, μέσα από την γιόγκα και άλλες μεθόδους θεραπείας και αναζήτησης του θείου, αλλά όχι όμως της ίδιας μεθέξεως.
Γιατί αυτό που διαφοροποιεί είναι η σημασία του Θεού, εάν είναι μεθεκτός η αμέθεκτος, πρόσωπο ή μια δύναμη.
Να μπορούμε να διακρίνουμε την αληθινή εμπειρία της θείας χάριτος από την κάλπικη.
Ο σύγχρονος βίος μας στην αναζήτηση των απαντήσεων, οικονομικών και πνευματικών, μέσα στην καθημερινή περιπέτεια, υπό μορφή σχέσεων προσώπων, διαφωτίζονται από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά που έρχεται να διορθώσει πολλές αντιλήψεις και πράξεις μας.
Με την ησυχαστική εμπειρία αποκτούμε μετάνοια, ταπείνωση και αυτογνωσία. Ο Θεός είναι πρόσωπο που έρχεται σε σχέση με τον άνθρωπο.
Είναι ακριβώς το δέσιμο του θείου και του ανθρώπινου παράγοντα, που απομακρύνει από την απομόνωση και την μοναξιά σήμερα και χρειάζεται έναν πνευματικό οδηγό.
 Διεγράφη απο την πρώτη δημοσίευση
Δημοσιεύτηκε:

http://www.romfea.gr/foni-ierarxon/16264-i-empeiria-tou-aktistou-fotos,

In English: ''MYSTAGOGY: The Experience of Uncreated Light'' , Traslate by John Sanidopoulos

http://www.johnsanidopoulos.com/2013/04/the-experience-of-uncreated-light.html

In Russian: ''DOŽIVLJAJ NESTVORENE SVETLOSTI'', Traslate by Vladimir Srbljak
http://www.manastir-lepavina.org/vijest.php?id=6918.

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

H Αρχιερατική Προσευχή του Χριστού



Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς, καὶ ἐπῆρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε·

Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 
Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι.
 Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ὅτε ἤμην μετ' αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς. ἐγὼ δέδωκα αὐτοῖς τὸν λόγον σου, καὶ ὁ κόσμος ἐμίσησεν αὐτούς, ὅτι οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσμου, καθὼς ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου. οὐκ ἐρωτῶ ἵνα ἄρῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ κόσμου, ἀλλ' ἵνα τηρήσῃς αὐτοὺς ἐκ τοῦ πονηροῦ. ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰσὶν καθὼς ἐγὼ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ εἰμὶ. ἁγίασον αὐτοὺς ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου· ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθειά ἐστι. καθὼς ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. 
Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. 
Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ' ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.

Πηγή: Κατά Ιωάννην ιζ' 1-26 

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Πανορθόδοξη Σύνοδος και Γενική Ορθόδοξος Προσύνοδος, 1931

 

Αγιορείτικο Βήμα
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
 
Ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος απέστειλε το Φεβρουάριο του 1931 επίσημη επιστολή προς τους Μακαριωτάτους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών για σύγκληση Γενικής Ορθοδόξου Προσυνόδου. Συγκεκριμένα σε επιστολή του προς τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου μακαριστό Κύριλλο Γ΄ αναφέρει τα ακόλουθα:
«Μετά την αποστολήν προς τας αδελφάς Εκκλησίας κατά τον μήνα Οκτώβριον του παραληλυθότος έτους των εκτυπωθέντων Πρακτικών της συνελθούσης εν Αγίω Όρει Προκαταρτικής Διορθοδόξου Επιτροπής, την λήψιν δε ήδη και απαντήσεων παρά πασών σχεδόν των αδελφών Εκκλησιών, χωρούντες ασμένως περαιτέρω εν τη οφειλε-τική μερίμνη και ενεργεία υπέρ της αισίας συν Θεώ πραγματοποιήσεως της συγκλή-σεως και της Προσυνόδου, κατά τα κοινή εν Αγίω Όρει αποφασισθέντα, προέβημεν, συσκεψάμενοι μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, εις την εξής περί της Συνόδου απόφασιν.
Υπόψη δηλονούν έχοντες την πολλήν διευκόλυνσιν, ήτις κατά την γενικήν εκτίμησιν προήλθεν εκ της εκτυπώσεως και διαμονής μια εκάστη των αδελφών Εκκλησιών των Πρακτικών της Προκαταρτικής Επιτροπής ως προς το έργον της ιδιαιτέρας υφ’ εκά-στης Εκκλησίας μελέτης των υπό της Επιτροπής ορισθέντων θεμάτων της Προσυνόδου, και επαρκές ένεκα τούτου διάστημα χρόνου προς άνετον πάσαις ταις αδελφαίς Εκκλη-σίαις παρασκευήν ευρίσκοντες το χρονικόν διάστημα ενός και ημίσεως το πολύ έτους, έγνωμεν και ωρίσαμεν τελικώς ως χρόνον της συγκλήσεως της Γενικής Ορθοδόξου Προσυνόδου την Κυριακή της Αγίας Πεντηκοστής του έτους 1932, 19 Ιουνίου 1932, αφειμένου ούτω ακαθορίστου εισέτι μόνου του σημείου του τόπου της συγκλήσεως της Προσυνόδου, καθορισθησομένου ακολούθως εν καιρώ»[1].
 
Φαίνεται ότι ορατές δυσκολίες για την κοινή συνάντηση των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών οδήγησαν τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη Φώτιο να ακυρώσει ή μάλλον να αναβάλει την Γενική Ορθόδοξη Προσύνοδο. Για ακόμη μια φορά διαφάνηκε ότι χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία μεταξύ των Ορθοδόξων Προκαθημένων ουδείς μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία οποιασδήποτε σημαντικής Διορθόδοξης Συνάντησης και μάλιστα Γενικής Ορθόδοξης Προσυνόδου.
Δεν αποκλείεται η αποτυχία αυτή να οδήγησε μετά από πέντε χρόνια το 1936 στην οργάνωση του Α΄ Πανορθόδοξου Θεολογικού Συνεδρίου, που «συνήλθεν εν Αθήναις τη πρωτοβουλία της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Την όλην οργάνωσιν του Συνεδρίου και την δημοσίευσιν των πρακτικών είχεν αναλάβει και έφερεν εις πέρας ο καθηγητής Αμίλκας Αλιβιζάτος. Λόγω των πολιτικών συνθηκών, του Συνεδρίου εκείνου δεν είχον μετάσχει αι Θεολογικαί Σχολαί της Εκκλησίας της Ρωσίας»[2].
Το ρήγμα ανάμεσα στην ορθόδοξη ενότητα ήταν ήδη ορατό, όχι ως προς την κοινή πίστη της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά ως προς το θέμα της διοικήσεως και της κανονικής ευθύνης του συντονισμού των Ορθοδόξων.
 
 
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΡΩΣΙΑΣ ΝΑ ΣΥΓΚΑΛΕΣΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ, 1947
 
Το 1947 ο μακαριστός Πατριάρχης Ρωσίας Αλέξιος προσεκάλεσε δι’ εγκυκλίου επιστολής του τους Αρχηγούς των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών σε Πανορθόδοξο Συνέδριον, συγκαλούμενον υπ’ Αυτού στη Μόσχα με τον ακόλουθο κατάλογο ζητημάτων:
1. Σχέση του Βατικανού προς την Ορθοδοξία κατά τα τελευταία τριάκοντα έτη
2. Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις
3. Η δυνατότης της αναγνωρίσεως των Αγγλικανικών χειροτονιών υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας
4. Η Αρμενογρηγοριανή Εκκλησία, η Συροϊακωβιτική Εκκλησία, η Αιθιοπική Εκκλησία, η Συροχαλδαϊκή Εκκλησία και σχέσις αυτών προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν.
5. Κανονικά ζητήματα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, περί του Ρωσικού σχίσματος, περί του ημερολογίου, περί παραδοχής των εκπεσόντων κληρικών και άλλα.
 
Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου μακαριστός Λεόντιος εκφράζοντας την κανονική τάξη των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών απάντησε στον Προκαθήμενον της Ρωσικής Εκκλησίας τονίζοντας του ότι «λυπούμεθα, ότι συμφώνως τη κανονική τάξει, δηλούμεν, ότι δεν αποδεχόμεθα την γενομένην πρόσκλησιν εις Πανορθόδοξον Συνέδριον. Τοιαύτην αρμοδιότητα έχει μόνον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία»[3].
Παρομοία ήταν κι η στάση κι άλλων Ορθοδόξων Προκαθημένων.
 
ΠΡΟΘΕΣΗ ΣΥΓΚΛΗΣΕΩΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟ 1952.
Εκφράζοντας την αγωνία και την ευαισθησία πολλών Ορθοδόξων πιστών για καλύτερη παρουσία και συνεργασία των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, και μάλιστα για σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου στο γνωστό εκκλησιαστικό όργανο της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας» του 1951 διαβάζουμε το ακόλουθο εύστοχο σχόλιο:
«Η σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνόδου είναι αναγκαιοτάτη. Πλείστα όσα Πανορθοδόξου ενδιαφέροντος ζητήματα αναμένουν από δεκάδων ετών την εξέτασιν αυτών και λύσιν. Είναι διά τούτο αξία ολοθύμου επικροτήσεως και υποστηρίξεως η πρωτοβουλία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Αθηναγόρου προς σύγκλησιν Πανορθοδόξου Συνόδου κατά το προσεχές έτος 1952. Το γεγονός δ’ ότι η Α.Θ.Π. αποστέλλει Επιτροπήν προς τας Ορθοδόξους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας προς συζήτησιν ζητημάτων σχετικών προς την Πανορθόδοξον Σύνοδον, υπό την Προεδρίαν Ιεράρχου επιλέκτου, του Μητροπολίτου Σάρδεων κ. Μαξίμου, μαρτυρεί την απόφασιν Αυτής, όπως πραγματοποιηθή η σύγκλησις της Συνόδου.
Ευχόμεθα εξ όλης ψυχής, ίνα, επερχομένης πλήρους συμφωνίας μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνέλθη η Πανορθόδοξος Σύνοδος, η οποία θα σημειώση εποχήν εν τη ιστορία της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα αποτελέση αφετηρίαν προόδου δι’ αυτήν και ακμής»[4].
 
Το νέο αξιόλογο στοιχείο στη παραπάνω αναφορά είναι ότι συνειδητοποιήθηκε εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριαρχείου η αναγκαιότητα της κατάλληλης προετοιμασίας με τις προσωπικές επαφές μετά των υπολοίπων Ορθοδόξων Εκκλησιών για την επιτυχία της οργάνωσης οποιασδήποτε Διορθόδοξης συνάντησης. Τελικά οδηγηθήκαμε στις Πανορθόδοξες Διασκέψεις που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 στη Ρόδο για τις οποίες θα γίνει αναφορά στη συνέχεια, μέσα στα πλαίσια παρουσιάσεως αξιόλογων ιστορικών κειμένων που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία της Πανορθόδοξης Συνόδου, αλλά πολύ περισσότερο για να συνεχίσουμε όλοι μας να προσευχώμαστε για την ορατή ενότητα των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, για τη συνεργασία τους και την επιτυχία των εργασιών της Πανορθοδόξου Συνόδου. (Βλέπε περισσότερα στο Βιβλίο του Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο σύγχονο κόσμο, Αθήνα, 2005, εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 63 - 87).

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Πανορθόδοξη Σύνοδος και Προκαταρκτική Διορθόδοξη Επιτροπή (Μονή Βατοπεδίου,1930)

 
ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΕΔΙΟΥ, 1930
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε Σεραφείμ Κυκκώτη
Κατόπιν συνεννοήσεως μεταξύ των Προκαθημένων των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Φώτιος συνεκάλεσε το 1930 Προκαταρτική Διορθόδοξη Επιτροπή στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους για να ετοιμάσει τα θέματα Μελλούσης Διορθοδόξου Προσυνόδου για την Μέλλουσα να συνέλθει Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
   Στη σχετική του επιστολή προς τους Προκαθημένους των Τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών αναφέρει τα ακόλουθα:
   “Eκ των ληφθεισών απαντήσεων των αδελφών Εκκλησιών περί της συγκλήσεως Προσυνόδου προ της Μεγάλης ή Οικουμενικής Πανορθοδόξου Συνόδου κατάδηλος εγένετο η ομόθυμος επιδοκιμαστική γνώμη αυτών υπέρ της τοιαύτης ελάσσονος το κατ’ αρχάς γενικής συναθροίσεως ως ευκοπώτερον τε εν ταις παρούσαις περιστάσεσι πραγματοποιησίμου και ως ασφαλέστερον επιτελούσης το ήσσονος εκτάσεως έργον αυτής, εν επί μέρους δε σημείοις τισί μόνον εξεφράσθησαν υπ’ ενίων αδελφών Εκκλησιών και γνώμαι ή ευχαί μικρόν τι απ’ αλλήλων διαφέρουσαι.
   Ούτως ουν της των αδελφών Εκκλησιών γνώμης εκδηλωθείσης, η Μετριότης ημών μετά της περί ημάς Αγίας και Ιεράς Συνόδου, στοχαζόμενοι της υπό πάσαν έποψιν αισίας και τελείας καταρτίσεως και ευοδώσεως της ιεράς ταύτης συναθροίσεως, ως πρώτης εν ταις εφέταις[1] και ελπιζομέναις τακτικαίς εφεξής, συν Θεώ, κανονικαίς Πανορθοδόξοις περί των γενικωτέρων εκκλησιαστικών ζητημάτων ιεραίς συνελεύσεσιν, έγνωμεν όπως προσκληθή και συνέλθη τη Κυριακή της Πεντηκοστής, 8η του προσεχούς μηνός Ιουνίου, εν τη εν Αγίω Όρει Ιερά Πατριαρχική Μονή του Βατοπεδίου προκαταρκτική Διορθόδοξος Επιτροπή, εν η εκπροσωπηθήσονται αι αδελφαί εκκλησίαι διά δύο εκάστη αυτών αγίων Αρχιερέων. Σκοπός και έργον της συγκαλουμένης Επιτροπής έσται, προς τη επισήμω εκ του σύνεγγυς πνευματική επικοινωνία αδελφών εν Χριστώ, εκπροσωπούντων την Αγίαν ημών Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ο διά κοινής εξετάσεως και αποφάσεως τελικός καθορισμός εξ ενός μεν του διαγράμματος των τη μελλούση συγκληθήναι Προσυνόδω συζητηθησομένων θεμάτων εν οις περιληφθήσονται, ως εικός, εκ των πρώτων τα υπό επείγουσαν μορφήν προβάλλοντα ζητήματα του Ημερολογίου40 και του Πασχαλίου, ανταλλασσομένων επί τούτω προκαταρτικώς σχετικών σκέψεων, ως και της αναγκαίας των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών συνεργασίας, προς αντιμετώπισιν και εξουδετέρωσιν των ενεργειών των κατά της Ορθοδοξίας εργαζομένων εν τω παρόντι θρησκευτικών δοξασιών, ουνι-τισμού, χιλιασμού και είτινος ετέρου, εξ άλλου δε του αριθμού των εν τη Προσυνόδω Αντιπροσώπων των Αγίων αδελφών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών»[2].
 Αποφάσεις της Διορθόδοξης Προκαταρτικής Επιτροπής του Αγίου Όρους, 1930
 
    «Ο υπό της εν Αγίω Όρει συνελθούσης Προκαταρτικής Διορθοδόξου Επιτροπής καταρτισθείς κατάλογος των θεμάτων της μελλούσης Προσυνόδου.
1. Το ζήτημα της Ρωσικής Εκκλησίας. Η Προκαταρτική Διορθόδοξος Επιτροπή, αναγράψασα τούτο πρώτον εν τω Καταλόγω, παρακαλεί την Α.Θ.Μ. τον Οικουμενικόν Πατριάρχην όπως προ της συγκλήσεως της Προσυνόδου ενεργήση, ίνα καταστή δυνατή η παρουσία εν αυτή κατά τινα τρόπον και Αντιπροσώπων της Ρωσικής Εκκλησίας, προερχομένων είτε έσωθεν είτε έξωθεν της Ρωσίας.
2. Στενωτέρα σχέσις και επαφή των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς αλλήλας και τα προς τούτο μέσα, εν οις η ανταλλαγή σπουδαστών μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών και η αμοιβαία επίσκεψις διαφόρων Αποστολών εκ Κληρικών, Καθηγητών της Θεολογίας και Ιεροκηρύκων, χάριν πληρεστέρας επικοινω-νίας, δραστηριωτέρα συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν ζητήμασι πνευματικοίς, ηθικοίς και κοινωνικοίς, επ’ αγαθώ των Ορθοδόξων λαών.
3. Μόρφωσις του Κλήρου (Θεολογική και Ιερατική) και η ανάγκη της Οργα-νώσεως αυτής υπό την άμεσον επίβλεψιν της Εκκλησίας, εξουδετερουμένης πάσης αντιθέτου τάσεως.
4. Μελέτη της ενεστώσης καταστάσεως της εν Αμερική Ορθοδόξου Εκκλησίας και των μέσων της θεραπείας και βελτιώσεως αυτής.
5. Εξεύρεσις των μέσων προς επαναφοράν του Ορθόδοξου Ανατολικού Μοναχικού βίου εις το αρχαίον αυτού κάλλος και την λαμπρότητα διά τε της εμμονής εις τας παραδόσεις και τους μοναστικούς κανόνας και διά της ανανεώσεως της πάλαι δράσεως αυτού, επιστημονικής, φιλανθρωπικής, εκπολιτιστικής και ιδία διά της καλλιεργείας των ιερών τεχνών.
6. Εξεύρεσις τρόπου σενεργασίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών προς απόκρουσιν του αθεϊσμού και των διαφόρων πεπλανημένων Συστημάτων, οίον Μασωνισμού, Θεοσοφισμού, Πνευματισμού κ.τ.λ.
7. Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τας Ετεροδόξους Εκκλησίας εν τη Ανατολή και τη Δύσει, ήτοι:
Α. Σχέσεις εν πνεύματι αγάπης, ήτις κατά τον Απόστολον «πάντα ελπίζει», μετά
     των Ετεροδόξων Εκκλησιών (Αρμενίων, Κοπτών, Αβυσσηνών, Χαλδαίων,
     Ιακωβιτών, Παλαιοκαθολικών, Αγγλικανών), όσαι τείνουσι να προσεγγίσωσι
     προς την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και δεν ενεργούσι προσυλητισμόν μεταξύ των
     Ορθοδόξων.
Β. Σχέσεις προφυλάξεως και αμύνης κατά των Ετεροδόξων, οίτινες ενεργούσι
     προσυλητισμόν και προσπαθούσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον να βλάψωσι την
    Ορθόδοξον Εκκλησίαν (Ρωμαιοκαθολικισμόν – Ουνιτισμός, Προτεσταντισμός
     – Μεθοδισμός, Βαπτισταί, Χιλιασμός κ.τ.λ.).
8. Μελέτη του ζητήματος ποίοι των Αιρετικών και των Σχισματικών θα γίνωνται δεκτοί εις τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά Βαπτίσματος, ποίοι διά χρίσματος και ποίοι δι’ απλού λιβέλλου πίστεως.
9. Καθορισμός των όρων της ανακηρύξεως και αναγνωρίσεως του Αυτοκεφάλου Εκκλησίας τινός, ως και του αριθμού των γενικώς σήμερον ανεγνωρισμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προς αμοιβαίαν κανονικήν αυτών κοινωνίαν και προς απρόσκοπτον συμμετοχήν αυτών εν ταις Πανορθοδόξοις Συνελεύσεσι και Συνόδοις. Ωσαύτως καθορισμός των όρων της αναγνωρίσεως Εκκλησίας τινός ως Αυτονόμου.
10. Κωδικοποίησις των Ιερών Κανόνων και των Κανονικών Διατάξεων, ίνα τύχωσιν εν καιρώ της εγκρίσεως της Οικουμενικής Συνόδου.
11. Μελέτη της σημερινής πράξεως εν ταις κατά τόπους Εκκλησίαις ως προς τα κωλύματα του Γάμου, ως προς τους λόγους Διαζυγίου και ως προς την νόμιμο τούτων διαδικασία. Ωσαύτως μελέτη του τρόπου, καθ’ ον θα επιτευχθή, εφ’ όσον τούτο είναι δυνατόν, ομοιόμορφος ως προς τα άνωθι πράξις εν τη καθόλου Ορθοδόξω Εκκλησία.
12. Διοργάνωσις των Πνευματικών Δικαστηρίων κατά τρόπον, ει δυνατόν, ομοιό-μορφον εν τη καθόλου Ορθοδόξω Εκκλησία και καταρτισμός Εκκλησιαστικής Ποινικής Δικονομίας.
13. Μελέτη τρόπου εκλογής των Αρχιερέων και δη των Πρώτων των Αυτοκε-φάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, συμφωνοτέρου προς τους Ιερούς Κανόνας.
14. Μελέτη του ζητήματος του Ημερολογίου εν αναφορά προς την περί Πασχα-λίου Απόφασιν της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και εξεύρεσις του τρόπου προς αποκατάστασιν της συμφωνίας μεταξύ των Εκκλησιών εν τω ζητήματι τούτω.
15. Ενιαία κατά το δυνατόν διάταξις του Τυπικού, συμφώνως τη Εκκλησιαστική Παραδόσει.
16. Μελέτη και εξεύρεσις των μέσων, διά των οποίων δέον να ενισχυθή μεταξύ των Ορθοδόξων Λαών ο Ορθόδοξος Χριστιανικός Πολιτισμός, υφ’ όλας τας εκδηλώσεις αυτού.
17. Μελέτη των μέσων προς υποστήριξιν και ενίσχυσιν της κατά παράδοσιν Βυζαντινής Τέχνης, εν ταις διαφόροις αυτής εκφάνσεσιν, ήτοι Εκκλησιαστική Μουσική, Εικονογραφία, Αρχιτεκτονική και τη τέχνη των Ιερών Αμφίων και Σκευών»[3]. (Βλέπε Βιβλίο Σεραφείμ Κυκκώτη, Ενότητα και Μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο,Αθήνα, 2005, εκδόσεις Νεκτάριος Παναγόπουλος, σελ. 59 – 62).


Orthodox Fundamentalism-Ορθόδοξος φονταμενταλισμός (text in English & Greek)



 by George E. Demacopoulos: Professor of Historical Theology; Director and Co-Founder, Orthodox Christian Studies Center  at Fordham University

One of the cornerstones of Orthodox Christianity is its reverence for the great Fathers of the Church who were not only exemplars of holiness but were also the greatest intellectuals of their age.  The writings of men like St. Basil the Great, St. Gregory the Theologian, and St. Maximos the Confessor have been and will always remain essential guides to Orthodox Christian living and Orthodox Christian faith.

Thus it is alarming that so many Orthodox clerics and monks in recent years have made public statements that reflect a “fundamentalist” approach to the Church Fathers.  And unless leaders of the Orthodox Church unite to repudiate this development, the entire Orthodox Church is at risk of being hijacked by extremists.

Like other fundamentalist movements, Orthodox fundamentalism reduces all theological teaching to a subset of theological axioms and then measures the worthiness of others according to them.  Typically, this manifests itself in accusations that individuals, institutions, or entire branches of the Orthodox Church fail to meet the self-prescribed standard for Orthodox teaching.  For example, when the Theological Academy of Volos recently convened an international conference to examine the role of the Fathers in the modern Church, radical opportunists in the Church of Greece accused it and its bishop of heresy.

The key intellectual error in Orthodox fundamentalism lies in the presupposition that the Church Fathers agreed on all theological and ethical matters.  That miscalculation, no doubt, is related to another equally flawed assumption that Orthodox theology has never changed—clearly it has or else there would have been no need for the Fathers to build consensus at successive Ecumenical Councils. 

The irony, as identified by recent scholarship on fundamentalism, is that while fundamentalists claim to protect the Orthodox Christian faith from the corruption of modernity, their vision of Orthodox Christianity is, itself, a very modern phenomenon.  In other words, Orthodoxy never was what fundamentalists claim it to be. 

Indeed, a careful reading of Christian history and theology makes clear that some of the most influential saints of the Church disagreed with one another—at times quite bitterly. St. Peter and St. Paul were at odds over circumcision.  St. Basil and St. Gregory the Theologian clashed over the best way to recognize the divinity of Holy Spirit.  And St. John Damascene, who lived in a monastery in the Islamic Caliphate, abandoned the hymnographical tradition that preceded him in order to develop a new one that spoke to the needs of his community.

It is important to understand that Orthodox fundamentalists reinforce their reductionist reading of the Church Fathers with additional falsehoods.  One of the most frequently espoused is the claim that the monastic community has always been the guardian of Orthodox teaching.  Another insists that the Fathers were anti-intellectual.  And a third demands that adherence to the teachings of the Fathers necessitates that one resist all things Western.  Each of these assertions is patently false for specific reasons, but they are all symptomatic of an ideological masquerade that purports to escape the modern world.

The insidious danger of Orthodox fundamentalists is that they obfuscate the difference between tradition and fundamentalism.  By repurposing the tradition as a political weapon, the ideologue deceives those who are not inclined to question the credibility of their religious leaders.

In an age when so many young people are opting out of religious affiliation altogether, the expansion of fundamentalist ideology into ordinary parishes is leading to a situation where our children are choosing between religious extremism or no religion at all.
It is time for Orthodox hierarchs and lay leaders to proclaim broadly that the endearing relevance of the Church Fathers does not lie in the slavish adherence to a fossilized set of propositions used in self-promotion.  The significance of the Fathers lies in their earnest and soul-wrenching quest to seek God and to share Him.


Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της Ορθοδοξίας είναι η ευλάβεια της για τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι δεν υπήρξαν  μόνο υποδείγματα αγιότητας, αλλά και οι μεγαλύτεροι  διανοούμενοι της εποχής  τους. Τα κείμενα αγίων όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Θεολόγος ή ο  Μάξιμος Ομολογητής, αποτέλεσαν, και θα συνεχίσουν να αποτελούν, απαραίτητους οδηγούς στη χριστιανική πίστη και ζωή.
Είναι, όμως, ανησυχητικό το γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια, αρκετοί ορθόδοξοι κληρικοί και μοναχοί έχουν προχωρήσει σε δημόσιες δηλώσεις και τοποθετήσεις, εκφράζοντας μια «φονταμενταλιστική» προσέγγιση των Πατέρων της Εκκλησίας. Αν οι ηγέτες της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ενωθούν και δεν συντονιστούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή την εξέλιξη,  η  Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό τηςκινδυνεύει να κυριευθεί από εξτρεμιστές.
Όπως και άλλα φονταμενταλιστικά κινήματα, έτσι και ο ορθόδοξος φονταμενταλισμός περιορίζει ολάκερη τη θεολογική διδασκαλία σε ένα υποσύνολο θεολογικών αξιωμάτων, κρίνοντας στη συνέχεια την αξία  των  άλλων σύμφωνα με αυτά. Η τάση αυτή εκδηλώνεται  συνήθως  με  κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες μεμονωμένα άτομα, θεσμοί ή ολόκληροι κλάδοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό το αυτο-επιβαλλόμενο πρότυπο ορθόδοξης διδασκαλίας.  Για παράδειγμα, όταν η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου  διοργάνωσε  το 2010 ένα διεθνές συνέδριο  προκειμένου να εξεταστεί ο ρόλος των  Πατέρων στη σύγχρονη  εποχή, διάφοροι επικίνδυνοι καιροσκόποι στην Εκκλησία  της  Ελλάδος την κατηγόρησαν, όπως και τον τοπικό επίσκοπο, για αίρεση.
Το βασικό πνευματικό σφάλμα του ορθόδοξου φονταμενταλισμού έγκειται στην υπόθεση ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνούν μεταξύ τους σε όλα τα θεολογικά και ηθικά θέματα. Αυτή η παρανόηση συνδέεται, χωρίς αμφιβολία, με μια άλλη εξίσου εσφαλμένη πεποίθηση, ότι δηλ. η ορθόδοξη  θεολογία δεν έχει υποστεί καμία μεταβολή –ωστόσο κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια, καθώς διαφορετικά δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη για τους Πατέρες  να ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση ενός consensus, μιας συμφωνίας δηλ.  στις διάφορες Οικουμενικές Συνόδους.
Η ειρωνεία, όπως προσδιορίζεται από την πρόσφατη μελέτη του φονταμενταλισμού, είναι ότι, ενώ οι φονταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι προστατεύουν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη από την διαφθορά της νεωτερικότητας, το όραμα που έχουν για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό  είναι καθ’ αυτό ένα πολύ σύγχρονο φαινόμενο. Με άλλα λόγια, η Ορθοδοξία  ποτέ δεν ήταν αυτό που φονταμενταλιστές ισχυρίζονται ότι είναι.
Πράγματι, μια προσεκτική ανάγνωση της χριστιανικής ιστορίας και θεολογίας καθιστά σαφές ότι ορισμένοι από τους πλέον σημαίνοντες αγίους της Εκκλησίας είχαν διαφωνίες μεταξύ τους, μερικές φορές μάλιστα πολύ έντονες. Για παράδειγμα οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος διαφωνούσαν σχετικά με την περιτομή. Ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος συγκρούστηκαν σχετικά με το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την αναγνώριση της θεότητας του Αγίου Πνεύματος. Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος έζησε σε ένα μοναστήρι στα όρια του ισλαμικού  χαλιφάτου, εγκατέλειψε την προγενέστερή του υμνογραφική παράδοση,  προκειμένου να αναπτύξει μια νέα που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της κοινότητάς του.
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι οι ορθόδοξοι  φονταμενταλιστές επιχειρούν να ενισχύουν την εκ μέρους τους απλουστευτική ανάγνωση των Πατέρων της Εκκλησίας, με επιπλέον αναλήθειες και ψεύδη. Ένα από αυτά τα πιο συνηθισμένα ψεύδη, είναι ο ισχυρισμός τους ότι ο μοναχισμός  υπήρξε ανέκαθεν ο θεματοφύλακας της ορθοδόξου διδασκαλίας.  Ένα άλλο επιμένει ότι οι Πατέρες ήταν αντίθετοι στο στοχασμό. Ενώ ένα τρίτο προβάλλει την ιδέα ότι η συμμόρφωση προς τη διδασκαλία των Πατέρων προϋποθέτει την αντίσταση προς οτιδήποτε προέρχεται από τη Δύση. Όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί είναι προφανώς λανθασμένοι  για συγκεκριμένους λόγους, ωστόσο αποτελούν όλοι μαζί συμπτώματα μιας ιδεολογικής μεταμφίεσης που επιδιώκει την απόδραση από το σύγχρονο κόσμο.
Ούπουλος κίνδυνος των ορθόδοξων φονταμενταλιστών είναι ότι συσκοτίζουν τη διαφορά ανάμεσα στην παράδοση και τον φονταμενταλισμό.  Χρησιμοποιώντας την παράδοση ως πολιτικό όπλο, ο ιδεολόγος εξαπατά εκείνους που δεν είναι διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των θρησκευτικών ηγετών τους.
Σε μια εποχή που τόσοι πολλοί νέοι άνθρωποι επιλέγουν να μείνουν μακριά από κάθε θρησκευτική παράδοση και εκλησιαστικό θεσμό, η εξάπλωση της φονταμενταλιστικής ιδεολογίας στις ενορίες οδηγεί σε μια κατάσταση όπου ταπαιδιά μας καλούνται να επιλέξουν μεταξύ ενός θρησκευτικού εξτρεμισμού ή της καθολικής θρησκευτικής αδιαφορίας.
Είναι καιρός οι ορθόδοξοι αρχιερείς και οι λαϊκοί που κατέχουν υπεύθυνες θέσεις να διακηρύξουν προς κάθε κατεύθυνση ότι η ιδιαίτερη σπουδαιότητα των Πατέρων της Εκκλησίας δεν έγκειται στη δουλική τήρηση ενός απολιθωμένου συνόλου προτάσεων που χρησιμοποιούνται με σκοπό την αυτοπροβολή. Η σημασία των Πατέρων βρίσκεται στην ειλικρινή και από τα βάθη της ψυχής τους προσπάθεια αναζήτησης του Θεού και της συνάντησής τουμε τον κόσμο. Η φονταμενταλιστική ανάγνωση τόσο των Πατέρων όσο και της Αγίας Γραφής δεν οδηγεί ποτέ στον Θεό. Αντίθετα οδηγεί στην ειδωλολατρία.


* Γεώργιος Δημακόπουλος Καθηγητής Ιστορικής Θεολογίας, Διευθυντής και Συν-Ιδρυτής του Κέντρου Ορθοδόξων Χριστιανικών Σπουδών Πανεπιστήμιου Fordham, Νέα Υόρκη, Η.Π.Α.
Μετάφραση: Νικόλαος Ασπρούλης, Υπ. Δρ. Φιλοσοφίας ΕΑΠ, Επιστημονικός Συνεργάτης Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών Βόλου και περιοδικού Θεολογία
ΠΗΓΗ: Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο έχει δημοσιευτεί στο ιστολόγιο της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής: blogs.goarch.org/blog/-/blogs/orthodox-fundamentalism. Η ελληνική μετάφραση του κειμένου έχει δημοσιευτεί στο Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων, Amen (amen.gr). Το είδα: http://www.acadimia.org/index.php/el/nea-anakoinoseis/deltia-typou/613-orthodoksos-fontamentalismos

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Environmental Justice and Peace Quotes by His All-Holiness Ecumenical Patriarch Bartholomew



"If human beings were to treat one another’s personal property the way they treat the natural environment, we would view that behavior as anti-social and illegal. We would expect legal sanctions and even compensation. When will we learn that to commit a crime against the natural world is also a sin?"
"The way we respond to the natural environment is directly reflects the way we treat human beings. The willingness to exploit the environment is revealed in the willingness to permit avoidable human suffering. So the survival of the natural environment is also the survival of ourselves. When we will understand that a crime against nature is a crime against ourselves and sin against God?"
"We have traditionally regarded sin as being merely what people do to other people. Yet, for human beings to destroy the biological diversity in God’s creation; for human beings to degrade the integrity of the earth by contributing to climate change, by stripping the earth of its natural forests or destroying its wetlands; for human beings to contaminate the earth’s waters, land and air – all of these are sins."
"We are treating our planet in an inhuman, godless manner precisely because we fail to see it as a gift inherited from above. Our original sin with regard to the natural environment lies in our refusal to accept the world as a sacrament of communion, as a way of sharing with God and neighbor on a global scale. It is our humble conviction that divine and human meet in the slightest detail contained in the seamless garment of God’s creation, in the last speck of dust."
"It should not be fear of impending disaster with regard to global change that obliges us to change our ways with regard to the natural environment. Rather, it should be a recognition of the cosmic harmony and original beauty that exists in the world. We must learn to make our communities more sensitive and to render our behavior toward nature more respectful. We must acquire a compassionate heart – what St. Isaac of Syria, a seventh century mystic once called a heart that burns with love for the whole of creation: for humans, for birds and beasts, for all God’s creatures.
"The fundamental criterion for an ecological ethic is not individualistic or commercial. It is deeply spiritual. For, the root of the environmental crisis lies in human greed and selfishness. What is asked of us is not greater technological skill, but deeper repentance for our wrongful and wasteful ways. What is demanded is a sense of sacrifice, which comes with cost but also brings about fulfillment. Only through such self-denial, through our willingness sometimes to forgo and to say “no” or “enough” will we rediscover our true human place in the universe."
"This sacrifice for the sake of sharing means learning to give, and not simply to give up. It is learning to share and to connect with others and with the natural world. It is a way of loving, of moving gradually away from what I want to what God’s world needs. It is liberation from fear, greed and compulsion. It is regaining a sense of wonder, being filled with a sense of goodness, seeing all things in God, and God in all things."
"If we are guilty of relentless waste, it is because we have lost the spirit of worship. We are no longer respectful pilgrims on this earth; we have been reduced to careless consumers or passing travelers. This spiritual vision of worship guides us to a life that sees more clearly and shares more fairly, moving away from what we want individually to what the world needs globally. Then, we begin to value everything for its place in creation and not simply its economic value to us, thereby restoring the original beauty of the world, seeing all things in God and God in all things."
"We have been commanded to taste of the world’s fruits, not to waste them; we have been commissioned to care for the world, not to waste it. When Christ fed the multitudes with a few loaves and fish on a hill in Palestine, he instructed his disciples to “gather up all of the remaining fragments, so that nothing may be lost.” (John 6.12) This instruction should serve as a model in a time of wasteful consumption, where even the refuse of affluent societies can nourish entire populations."
"It is a qualitative element of our faith that we believe in and accept a Creator, who fashioned the world out of love, making and calling it “very good.” Tending to and caring for this creation is not a political whim or a social fashion. It is a divine commandment; it is a religious obligation. It is no less than the will of God that we leave as light a footprint on our environment."
"It is never too late. God’s world has incredible healing powers; and human choices can change the tide in global warming. Within a single generation, we could steer earth toward our children’s future. With God’s blessing and help, that generation can begin now. For the first time in the history of our world, we recognize that our decisions and choices directly impact the environment. It is up to us to shape our future; it is up to us to choose our destiny. Breaking the vicious circle of ecological degradation is a choice with which we are uniquely endowed, at this crucial moment in the history of our planet."
"Ecology cannot inspire respect for nature if it does not express a different worldview from the one that prevails in our culture today, from the one that led us to this ecological impasse in the first place. What is required is an act of repentance, a change in our established ways, a renewed image of ourselves, one another and the world around us within the perspective of the divine design for creation. To achieve this transformation, what is required is nothing less than a radical reversal of our perspectives and practices."
"Poverty is not caused by the lack of material resources. It is the immediate result of our exploitation and waste. There is a close link between the economy of the poor and the warming of our planet. Conservation and compassion are intimately connected. The web of life is a sacred gift of God -- ever so precious, yet ever so delicate. Each of us dwells within the wider ecosystem; each of us is a part of a larger, global environment. We must serve our neighbor and preserve our world with both humility and generosity, in a perspective of frugality and solidarity."
"All of us have to work, each from his or her own place in the world; indeed, we must work together, irrespective of religious conviction, racial origin, and professional discipline. Our efforts will remain meaningless and fruitless if they remain fragmented and isolated. For, the protection of the world’s natural beauty is one consideration, one concern, one song, to the glory of God and all creation.
"Climate change is much more than an issue of environmental preservation. Insofar as human-induced, it is a profoundly moral and spiritual problem. To persist in our current path of ecological destruction is not only folly. It is suicidal because it jeopardizes the diversity of our planet. Moreover, climate change constitutes a matter of social and economic justice. For, those who will most directly and severely be affected by climate change will be the poorer and more vulnerable nations (what Christian Scriptures refer to as our “neighbor”) as well as the younger and future generations (the world of our children, and of our children’s children)."
"Indigenous peoples throughout the world are the stewards and guardians not only of the forests and the seas, as well as of a vast store of knowledge about the natural world, which they regard as the “library of life.” They know the properties and potential uses of every living thing around them. The rest of the world is sometimes jealous of that knowledge, and indigenous peoples are understandably, and often justifiably, cautious about sharing it."
"The word “ecology” contains the prefix “eco,” which derives from the Greek word oikos, signifying “home” or “dwelling.” How unfortunate, then, and indeed how selfish it is that we have reduced its meaning and restricted its application. This world is indeed our home. Yet it is also the home of everyone, just as it is the home of every animal creature and of every form of life created by God. It is a sign of arrogance to presume that we human beings alone inhabit this world. Moreover, it is a sign of arrogance to imagine that only the present generation enjoys its resources."
"Whenever we narrow religious life to our own concerns, then we overlook the prophetic calling of the Church to implore God and invoke the divine Spirit for the renewal of the whole polluted cosmos. For, the entire world is the space within which this transformation is enacted. When we are transformed by divine grace, then we discern the injustice in which we are participants; but then we will also labor to share the resources of our planet; then, we realize that eco-justice is paramount -- not simply for a better life, but for our very survival."
"As Orthodox Christians, we use the Greek word kairos to describe a moment in time, often a brief moment in time, which has eternal significance. For the human race as a whole, there is now a kairos, a decisive time in our relationship with God’s creation. We will either act in time to protect life on earth from the worst consequences of human folly, or we will fail to act. May God grant us the wisdom to act in time. Amen."
 

[Source: John Chryssavgis, Cosmic Grace – Humble Prayer: The Ecological Vision of the Green Patriarch Bartholomew I, Eerdmans Publishing Company, Grand Rapids MI, 2008.]

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΜΙΚΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΛΟΥΘΗΡΑΝΩΝ (ΡΟΔΟΣ, 28 ΑΠΡΙΛΙΟΥ - 5 ΜΑΪΟΥ 2015)

  Δημοσιεύση: Φως Φαναρίου
16th Session of the International Joint Commission on the Theological Dialogue 
between the Orthodox Church and the Lutheran World Federation 
Rhodes, Greece, 28 April – 5 May 2015 
COMMUNIQUE 
The 16th Plenary of the International Joint Commission on the Theological Dialogue between the Orthodox Church and the Lutheran World Federation was held in the Apostolic island of Rhodes, Greece (28 April - 5 May), hosted by the Ecumenical Patriarchate under the auspices of His Eminence Metropolitan Kyrillos of Rhodes. 
A message with blessings and prayers was received during the Meeting from His All Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew. 
The meeting was chaired by the two co-presidents, from the Orthodox side by H.E. Metropolitan Prof. Dr. Gennadios of Sassima (Ecumenical Patriarchate), and from the Lutheran World Federation side by Bishop (em.) Prof. Dr. Christoph Klein (Evangelical Church of Augsburg Confession in Romania). 
Orthodox participants were delegates from the following Churches: H. E. Metropolitan Prof. Dr. Gennadios of Sassima and V. Rev. Second Patriarchal Deacon Dr. Theodoros Meimaris (co-secretary, Ecumenical Patriarchate), H. E. Metropolitan Dr. Makarios of Kenya and Εirinoupolis (Patriarchate of Alexandria), V. Rev. Alexi Chehadeh (Patriarchate of Antioch), V. Rev. Protopresbyter Prof. Dr. George Dion Dragas (Patriarchate of Jerusalem), V. Rev. Dr. Valentin Vassechko (Patriarchate of Moscow), Dr. Rade Kisić (Patriarchate of Serbia), Rev. Prof. Dr. Viorel Ionita (Patriarchate of Romania), V. Rev. Protopresbyter Prof. Dr. Georgios Zviadadze (Patriarchate of Georgia), H. E. Metropolitan Dr. Isaias of Tamassos and Oreini (Church of Cyprus), Prof. Dr. Christos Voulgaris (Church of Greece), V. Rev. Andrzej Minko (Church of Poland), Mr. Nathan Hoppe (Church of Albania), and Consultants: Prof. Dr. Konstantinos Delikostantis (Ecumenical Patriarchate), Rev. Dr. Cosmin Pricop (Patriarchate of Romania) and V. Rev. Stefanos Chrysanthou (Church of Cyprus). 
The following Lutheran participants were representing various member churches of the Lutheran World Federation: Bishop Prof. Dr. Christoph Klein (Evangelical Church of the Augsburg Confession in Romania), Prof. Dr. Kenneth G. Appold (ELCA, USA), Rev. Dr. Stephanie Dietrich (Church of Norway), Rev. Prof. Dr. Hermann Pitters (Evangelical Church of the Augsburg Confession in Romania), Superintendent Klaus Schwarz (Evangelical Lutheran Church of Wurttemberg, Germany), Rev. Dr. Jeffrey Silcock (Lutheran Church of Australia), Rev. Dr. Jennifer Wasmuth (Evangelical Lutheran Church of Hannover, Germany), Rev. Prof. Dr. Risto Saarinen (Evangelical Lutheran Church of Finland), Rev. Prof. Dr. Sarah Hinlicky Wilson (Institute for Ecumenical Research, France, Consultant) and Rev. Dr. Kaisamari Hintikka (LWF, co-secretary). 
Contacts between the Ecumenical Patriarch Jeremias II (Tranos) and Lutheran professors of the University of Tübingen, Germany, began in Europe at the time of the Reformation in the 16th century. Thus, the dialogue has historical precedent. The present official conversations between the Orthodox Church and the Lutheran World Federation began in 1981 in Espoo, Finland, after three years of preparatory meetings. 


The Joint Commission, in its 15th Plenary Meeting in Wittenberg, Germany, in June 2011, launched the theme: ‘’The Mystery of the Church: F. Ordained Ministry/Priesthood’’. Meanwhile, the Commission held three preparatory meetings to study and consider specifically: 1. “The Understanding of Ministry/Priesthood in the Light of Holy Scripture and the Early Church” (London, United Kingdom, May 5-10, 2012), 2. a) ‘‘The Lutheran understanding of Ministry/Priesthood during the period of the Reformation’’, and b) ‘‘Apostolic Succession and Ordination from a historical, patristic and canonical point of view’’ (Sibiu, Romania, May 24-28, 2013), and 3. a) ‘‘Liturgical Texts on rites of ordination in Orthodox and in Lutheran traditions’’, and b) ‘‘The Lutheran understanding of the ordination of women to the priesthood, and the Orthodox understanding of the role and the place of women in the Church and the question of the ordination of women’’ (Tallinn, Estonia, May 8-13, 2014). 
The Commission studied papers and reports from the Preparatory Meetings of London, Sibiu and Tallinn, as well as new papers from both sides with commentaries on the above-mentioned Draft Statements. Intensive discussions revealed the need for further research especially on the Βiblical foundations and early Church teachings and on the Apostolicity of the Church, concerning the office of Ministry/Priesthood in both traditions. The Plenary Meeting formulated a new provisional Statement that will be developed further in the forth-coming meetings in the near future. 
The Commission, before completing its task, had an extended and thorough discussion about the landmark of the 500th anniversary of the Reformation initiated by the theology of Martin Luther, which will be solemnly celebrated in 2017. In addition, it was decided that appropriate festivities should take place during the next Joint Commission Plenary, to be hosted in 2017 by the Lutheran World Federation. 
H.E. Metropolitan Gennadios of Sassima informed the Commission about the intensive preparatory process for convening the Holy and Great Council of the Orthodox Church, scheduled to be held next year, 2016, in Constantinople upon the invitation of His All Holiness the Ecumenical Patriarch Bartholomew and the unanimous consent of all the Heads of the Holy Orthodox Churches. 
The intensive work of the Commission started with an opening Doxology Prayer at the Holy Monastery of the Mother of God ‘’Faneromeni’’, led by His Eminence Metropolitan Kyrillos of Rhodes, who, during the opening session, addressed the Commission and stressed the significance of continuing this important dialogue in truth and love. Warm greetings were also extended to the participants by Mr. Fotis Chatzidiakos, Mayor of Rhodes, and Mr. Charalambos Kokkinos, Deputy State Representative in the region. 
The Commission members, in a prayer service, expressed their sympathy for and solidarity with the victims, the people and the children suffering from the recent devastating earthquake in Nepal. In addition, they extended their prayers for peace and reconciliation for all suffering people in the Middle East and in Ukraine.
On Friday, 1 May, the participants visited the Ecumenical Center of the Evangelical Church (German speaking) in Rhodes, warmly welcomed with prayers by the local pastor Rev. Dr Bernt Busch, and met with members of the local community.


On Sunday, 3 May, the group attended the Divine Liturgy at the Cathedral Church of the Annunciation of the Virgin Mary in Rhodes celebrated by H.E. Metropolitan Isaias of Tamassos and Oreini, where the historic Pan-Orthodox Conferences of Rhodes started in 1961. Afterwards, the participants visited the archaeological sites and the medieval Castle of the old city, Lindos and the Philerimos Monastery. 
During the meeting the members further enjoyed the generous hospitality of the local Orthodox Church and of various parishes, and were grateful for the warm welcome extended by all. 
The next Preparatory Meeting of the Commission is scheduled to take place in 2016, hosted by the Orthodox. The meeting will deal with already identified topics from both sides which have not yet been fully developed on the way to constituting a final Statement on the discussed general theme ’’Ordained Ministry/Priesthood in the life of the Church’’. 

Rhodes, 4 May 2015


Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Η σημασία και σπουδαιότητα της Πανορθοδόξου Συνόδου του 2016. Επιστημονική Εκδήλωση


  
Επιμέλεια Ομ. Καθηγήτη Πέτρου Βασιλειάδη
ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ Η ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Πραγματοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία η εκδήλωση με θέμα: "Η σημασία και σπουδαιότητα της Πανορθοδόξου Συνόδου του 2016. Μια πρώτη επιστημονική καταγραφή και θεολογική εκτίμηση", στα πλαίσια των μεταπτυχιακών μαθημάτων οικουμενικής κατεύθυνσης του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ, των λοιπών επιλεγομένων και μεταπτυχιακών μαθημάτων των καθ. Νίκης Παπαγεωργίου και Στυλιανού Τσομπανίδη, και σε συνεργασία με το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου” (CEMES). Στην εκδήλωση εκτός του υπογράφοντος και των καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας Γ. Μαρτζέλου και Στ. Τσομπανίδη, μετείχε και ο πρόεδρος του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και μέλος της ad hoc προσυνοδικής επιτροπής, κ. Θ. Γιαγκου και ο ομότιμος καθ. της Θεολογικής Σχολής του Sibiu, και ιερεύς του Πατριαρχείου της Ρουμανίας, π. Βασίλειος Mihoc.