Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2025

Η ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ «ΡΩΣΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

 Ιωάννης Λότσιος

Η​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας (2019) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο προκάλεσε μία από τις σοβαρότερες εκκλησιαστικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών. Και δεν ήταν μόνο θέμα κανονικών ή διοικητικών ρυθμίσεων. Η κρίση αυτή, να το πούμε απλά, αποκάλυψε μια βαθιά και δομική σύγκρουση στον ορθόδοξο κόσμο: την αντιπαράθεση δύο διαφορετικών εκκλησιολογικών παραδόσεων, εκείνης του Πατριαρχείου Μόσχας και εκείνης του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στο επίκεντρο της ρωσικής προσέγγισης βρίσκεται η ιδεολογικο-εκκλησιολογική κατασκευή του «Ρωσικού Κόσμου» και θα έλεγα, η θεώρηση της Ρωσικής Εκκλησίας ως υπερεθνικής ενότητας που περιλαμβάνει Ρωσία, Ουκρανία και Λευκορωσία. Η απονομή αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία αμφισβήτησε ευθέως αυτό το σχήμα, προκαλώντας έντονη αντίδραση από τη ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌Μόσχα.


Η​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ εκκλησιολογική θεμελίωση του «Ρωσικού Κόσμου»

Η ιδέα του «Ρωσικού Κόσμου» θεωρείται, στη ρωσική εκκλησιαστική αυτοαντίληψη, κάτι σαν θεμέλιος λίθος. Μιλάμε για μια νοητή ενότητα που δεν ταυτίζεται με τα σημερινά κράτη, αντίθετα, παραπέμπει σε έναν κοινό πολιτισμικό και εκκλησιαστικό χώρο, ο οποίος, κατά την εκεί πρόσληψη, ανάγεται στη Βάπτιση των Ρως του Κιέβου το 988. Κατά​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ το Πατριαρχείο Μόσχας, η βαπτισματική κοινότητα που γεννήθηκε στην Κιέβη εξελίχθηκε σιγά σιγά σε ένα ενιαίο πνευματικό σώμα και όπως υποστηρίζουν, εξακολουθεί να κρατά ενωμένους τους λαούς της περιοχής υπό την πνευματική καθοδήγηση της Μόσχας, να το πούμε έτσι. Η έννοια αυτή μαζεύει, θα έλεγα, και θεολογικές και ιστορικές παραδοχές: η Μόσχα δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό της απλώς ως εθνική Εκκλησία, αλλά ως ένα υπερεθνικό θεσμικό κέντρο, διάδοχο της πνευματικής κληρονομιάς του Κιέβου. Από την άλλη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο βλέπει την Ουκρανία ως χώρο με δική του ιστορική αυτοτέλεια, που δικαιούται εκκλησιαστικής αυτοδιαχείρισης. Ο Πατριάρχης Κύριλλος έχει, ξανά και ξανά, τονίσει ότι η «ενότητα της Αγίας Ρωσίας» είναι όχι μόνο ιστορική αλλά και πνευματική πραγματικότητα: «Είμαστε ένας λαός, μία Εκκλησία, έχουμε ένα κοινό πνευματικό χώρο και κοινό Βάπτισμα». Η​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ λεγόμενη «Αγία Ρωσία» στηρίζεται, ιστορικά, στην ιδέα ότι η Εκκλησία ταυτίζεται με την πολιτισμική και εθνοτική ταυτότητα ενός ευρύτερου «ρωσικού κόσμου».

Μόνο που, από ορθόδοξη σκοπιά, αυτή η θεώρηση ανοίγει, να το πούμε απλά, τρία βασικά ζητήματα: α) Αποκλειστικότητα και υπερεθνικότητα: Η Ρωσική Εκκλησία διεκδικεί πνευματική καθοδήγηση για λαούς και χώρες που έχουν δική τους, σαφή, ιστορική και εκκλησιαστική ταυτότητα, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Κι αυτό, συγκρούεται με την αρχή της ισότητας των αυτοκέφαλων Εκκλησιών, η οποία θεωρεί κάθε τοπική Εκκλησία πλήρως υπεύθυνη για την πνευματική της ζωή. β) Ταύτιση Εκκλησίας και κράτους/έθνους: Η έννοια της Αγίας Ρωσίας δένει την Εκκλησία με την εθνική και πολιτική ταυτότητα, κάτι που η Ορθοδοξία παραδοσιακά το αποφεύγει. Αυτή η σύνδεση μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε εθνοφυλετικές ή και πολιτικοποιημένες ερμηνείες της εκκλησιαστικής αποστολής, υπονομεύοντας την καθολική, υπερεθνική διάσταση της Εκκλησίας. γ) Αμφισβήτηση της ιστορικής μνήμης άλλων Εκκλησιών: Η Μόσχα διεκδικεί ότι η Βάπτιση των Ρως στο Κίεβο αποτελεί δικό της θεμέλιο, παραβλέποντας ή μάλλον παρακάμπτοντας τη σημασία της τοπικής εκκλησιαστικής ιστορίας και την αυτονομία που είχαν οι αρχικές εκκλησίες του ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌Κιέβου. Με αυτή τη λογική, κάθε κίνηση αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία χωρίς τη συγκατάθεση της Μόσχας εκλαμβάνεται ως παραβίαση της θεολογικής τάξης. Η θεολογική διάσταση του «Ρωσικού Κόσμου» επιμένει στην ενότητα της Εκκλησίας ως συνέχεια της βαπτισματικής παράδοσης. Έτσι, κάθε προσπάθεια αυτονομίας θεωρείται όχι μόνο κανονικό σφάλμα, αλλά και απειλή για τη συνοχή της πίστης και για την πνευματική ταυτότητα του ευρύτερου ρωσικού πολιτισμικού χώρου, αυτό είναι το κεντρικό ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌άγχος, Μέσα σε αυτό το σχήμα, η Μόσχα προβάλλεται ως θεμιτός διάδοχος της Εκκλησίας του Κιέβου και, λέμε τώρα, ως προστάτης της «ενότητας της Αγίας Ρωσίας». Μετά​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, να το πούμε απλά, διατύπωσε μια συνεκτική αντικανονική αυτοαντίληψη: ότι όλα τα εδάφη της πρώην ΕΣΣΔ αποτελούν «κανονική επικράτεια» της Μόσχας. Και η Ουκρανία εντάσσεται ρητώς σε αυτό το πλαίσιο.

Η ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ κανονική επικράτεια

Η έννοια της κανονικής επικράτειας, να το πούμε απλά, είναι το θεμέλιο της εκκλησιαστικής γεωπολιτικής της Μόσχας. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσική Εκκλησία έκρινε πως όλες οι χώρες της πρώην ΕΣΣΔ (εκτός Γεωργίας και Αρμενίας) ανήκαν στην κανονική της δικαιοδοσία. Και το έγγραφο Основы социальной концепции Русской Православной Церкви το λέει καθαρά: η Ρωσική Εκκλησία ασκεί ποιμαντική μέριμνα σε Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Μολδαβία, Καζακστάν και άλλες περιοχές, ερμηνεύοντας την κανονική επικράτεια ως αδιαίρετο χώρο. Η κανονική επικράτεια, λοιπόν, ενσωματώνει ιστορικά, πολιτισμικά και θεολογικά στοιχεία, όλα μαζί. Θεωρείται ότι η Μόσχα διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να παρέχει πνευματική καθοδήγηση στις περιοχές αυτές. Οπότε κάθε ανεξάρτητη εκκλησιαστική κίνηση, όπως η χορήγηση αυτοκεφαλίας, λογαριάζεται από τη Μόσχα ως παραβίαση του κανονικού δικαίου και της εκκλησιαστικής τάξης. Αυτή η θεώρηση πάει χέρι-χέρι με την εκκλησιαστική γεωπολιτική στρατηγική της Ρωσίας: η Μόσχα δεν βλέπει την Ουκρανία απλώς ως μια τοπική Εκκλησία, αλλά ως κρίσιμο κομμάτι της «Αγίας Ρωσίας». Η διατήρηση του ελέγχου της επικράτειας θεωρείται ισοδύναμη με τη διατήρηση της ιστορικής και πνευματικής ενότητας του ρωσικού ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌κόσμου. Από κανονική σκοπιά, όμως, η έννοια αυτή ανοίγει, και μάλιστα πλατιά, μια σειρά σοβαρών ζητημάτων: α) Πολιτικοποίηση της αντικανονικής δικαιοδοσίας: Η Μόσχα τείνει να βλέπει την Εκκλησία ως ένα ενιαίο σώμα με συγκεκριμένο γεωγραφικό κέντρο, και αυτό, κακά τα ψέματα, συγκρούεται με την ορθόδοξη αρχή της ισοτιμίας των αυτοκέφαλων Εκκλησιών. β) Αποκλειστική ερμηνεία του κανονικού δικαίου: Η ιδέα ότι η Ουκρανία ανήκει αυτομάτως στην επικράτεια της Μόσχας αγνοεί, να το πούμε απλά, την ιστορική πραγματικότητα της Μητροπόλεως Κιέβου και τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο, όπως είναι γνωστό, είχε το δικαίωμα να παρέχει αυτοκεφαλία. γ) Δυναμική για σχίσματα: Η υπερβολική έμφαση στην «κανονική επικράτεια» γεννά θεολογική και κανονική ένταση, οπότε δηλαδή, η τοπική εκκλησία μπορεί να αναζητήσει αναγνώριση από άλλες πηγές για να διασφαλίσει την αυτονομία της. Η λογική της «κανονικής επικράτειας» μετατρέπει την εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε γεωπολιτικό χώρο ή, καλύτερα, τη σπρώχνει προς τα εκεί και ανεβάζει την εκκλησιαστική παρουσία της Μόσχας στην Ουκρανία σε ζήτημα ύψιστης σημασίας. Οπότε δηλαδή, η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποκαταστήσει την κανονική τάξη στην Ουκρανία και να χορηγήσει αυτοκεφαλία αντιμετωπίστηκε από τη Μόσχα ως παρέμβαση στην κανονική της ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌αρμοδιότητα. Συνολικά,​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ η θεώρηση της Αγίας Ρωσίας ως υπερεθνικής πνευματικής ενότητας, θα έλεγα, είναι να θεωρηθεί θεολογικά προβληματική και όχι άδικα. Κι αυτό γιατί επεκτείνει την κανονική δικαιοδοσία πέρα από τις παραδοσιακές αρχές της ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌Ορθοδοξίας. Έτσι, η λεγόμενη κανονική επικράτεια, αντί να υπηρετεί την ενότητα, μπορεί τελικά να γίνεται εργαλείο εκκλησιαστικού συγκεντρωτισμού και γεωπολιτικής κυριαρχίας, αντί της υπερεθνικής και συνοδικής ενότητας που προβλέπει η παραδοσιακή εκκλησιολογία. Κάπως πικρό, αλλά ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌αληθινό.


Το​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ ιδεολόγημα της «Τρίτης Ρώμης»


Η θεωρία της «Τρίτης Ρώμης», έτσι όπως διατυπώθηκε, έγινε, ουσιαστικά, θεμέλιο της ρωσικής εκκλησιαστικής αυτοαντίληψης. Μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Μόσχα αντιμετωπίστηκε ως διάδοχος της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Ως το νέο πνευματικό κέντρο της Ορθοδοξίας. Η θεωρία αυτή, να το πούμε απλά, δίνει στη Ρωσική Εκκλησία έναν υπερτοπικό ρόλο: η Μόσχα εμφανίζεται ως εγγυητής της ενότητας, της αλήθειας της πίστης και της πνευματικής καθοδήγησης των λαών της Ανατολικής Ευρώπης. Μέσα σε αυτό το σχήμα, η Ουκρανία λογίζεται ως αναπόσπαστο κομμάτι του πνευματικού και εκκλησιαστικού χώρου της Μόσχας. Και κάθε απόπειρα αυτονομίας διαβάζεται ως απειλή για τη συνολική πνευματική ενότητα.Η σύνδεση της έννοιας της «Τρίτης Ρώμης» με την κανονική επικράτεια και την ιδέα της Αγίας Ρωσίας κάνει, λοιπόν, την αντίληψη της Μόσχας για την Ουκρανία βαθιά θεολογική, ιστορική και πολιτισμική. Όχι μόνο κανονική ή διοικητική, δηλαδή. Η θέση αυτή απλώνεται σε μια συνολική εκκλησιολογική στρατηγική, που καλώς ή κακώς, επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο η Ρωσική Εκκλησία διαχειρίζεται την ενότητα και τη δικαιοδοσία στον πανορθόδοξο ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌χώρο.Τέλος, η «Τρίτη Ρώμη» προσδίδει στη Μόσχα υπερβολική θεολογική υπεροχή, υπονομεύοντας την αρχή της ισότητας των αυτοκέφαλων Εκκλησιών και συνδέοντας την πνευματική καθοδήγηση με εθνικά και πολιτικά συμφέροντα. Από εκκλησιολογική σκοπιά, ο «Ρωσικός Κόσμος» καταλήγει απορριπτέος. Η θεώρηση αυτή παραβιάζει τη συνοδικότητα, την υπερεθνική αποστολή της Ορθοδοξίας και την ιστορική μνήμη των τοπικών Εκκλησιών. Επιπλέον, όταν η εκκλησιολογία γίνεται εργαλείο πολιτικής ενίσχυσης, υπονομεύεται η πνευματική και η ποιμαντική αποστολή της Εκκλησίας. Ετσι ο «Ρωσικός Κόσμος» μοιάζει περισσότερο ιδεολογικό παρά θεολογικό φαινόμενο, να το πούμε απλά. Αυτή η αποδόμηση δείχνει πως η Μόσχα δεν ασκεί μόνο πνευματική καθοδήγηση, αλλά επιδιώκει και ιεραρχικό και γεωπολιτικό έλεγχο, κάτι που δύσκολα θεωρείται συμβατό με τις αρχές της Ορθοδοξίας του 21ου αιώνα. Οπότε, μια κριτική θεώρηση του «Ρωσικού Κόσμου» είναι απαραίτητη για την κατανόηση της ουκρανικής κρίσης και της αναγκαιότητας μιας πανορθόδοξης συνοδικότητας που υπερβαίνει γεωγραφικές και εθνοτικές επιρροές. Κοινώς, να μη μένουμε στα ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌σύνορα.

Αποδόμηση​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ του Ρωσικού Κόσμου 

Η έννοια του «Ρωσικού Κόσμου», έχει απλωθεί τα τελευταία χρόνια και παρουσιάζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως θεμελιώδης αρχή της ρωσικής εκκλησιολογίας και της γεωπολιτικής στρατηγικής. Κι όμως, αν το δούμε από τη σκοπιά της συνοδικότητας και της αυτοκεφαλίας των τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, πρόκειται για μια έννοια θεολογικά, κανονικά και ιστορικά προβληματική, που στην πράξη νομιμοποιεί κυρίως πολιτικές και πολιτισμικές διεκδικήσεις της Μόσχας. Ο «Ρωσικός Κόσμος» πατάει σε τρεις κύριες παραδοχές: την ιδέα της «Αγίας Ρωσίας» ως υπερεθνικής πνευματικής ταυτότητας, την κανονική επικράτεια ως αδιαίρετο χώρο δικαιοδοσίας και τη θεωρία της «Τρίτης Ρώμης». Καθεμιά από αυτές είναι, κατά βάση, ιδεολογική κατασκευή που χρησιμοποιείται για τη συγκέντρωση εκκλησιαστικής και πολιτικής ισχύος, και αυτό φαίνεται. Η «Αγία Ρωσία» προβάλλει τη Ρωσία ως ηθικό και πνευματικό κέντρο, αγνοώντας την ιστορική αυτοτέλεια των άλλων εκκλησιών, ιδίως της Ουκρανικής Εκκλησίας. Η θεωρία της κανονικής επικράτειας μετατρέπει την εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε εργαλείο γεωπολιτικού ελέγχου, παρακάμπτοντας τα κανονικά προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δημιουργώντας, στην πράξη, συνθήκες σχίσματος. Αντίθετα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσεγγίζει την αυτοκεφαλία ως μέσο προστασίας της συνοδικότητας, όχι εργαλείο ισχύος. Η ουκρανική εκκλησία βρισκόταν σε κατάσταση κανονικής ανωμαλίας λόγω σχισματικών δομών και παράλληλων επισκοπών. Η παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στόχευσε στην κανονική αναδιοργάνωση και την επαναφορά της πνευματικής τάξης, υπερβαίνοντας, όσο γίνεται, γεωπολιτικές και ιστορικές διεκδικήσεις. Η επίδραση του «Ρωσικού Κόσμου» δεν μένει στα χαρτιά, ας μη γελιόμαστε. Ενισχύει σχέδια πίεσης και απομόνωσης της ουκρανικής Εκκλησίας, καθώς η Μόσχα προβαίνει σε μη αναγνώριση, διακοπή μνημόνευσης και κινητοποιεί τις τοπικές κοινότητες υπό την ιδέα της «ενότητας της Αγίας Ρωσίας». Αυτές οι πρακτικές δείχνουν πώς η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» μετατρέπεται σε εργαλείο εκκλησιαστικής και πολιτικής επιρροής, αντί να υπηρετεί την πνευματική ενότητα που προβάλλει η Ορθοδοξία, τουλάχιστον ως ιδανικό. Παράλληλα, η ουκρανική αυτοκεφαλία προσφέρει, θα έλεγα καθαρά, ένα θεολογικό και κανονικό πρότυπο για την Ορθοδοξία του 21ου αιώνα: η αυτοτέλεια της τοπικής Εκκλησίας συνυπάρχει με την υπερεθνική συνοδικότητα, διασφαλίζοντας πνευματική ενότητα χωρίς ιεραρχική ή πολιτική κυριαρχία. Η περίπτωση αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για μια πανορθόδοξη θεώρηση της ενότητας, η οποία υπερβαίνει γεωγραφικές, ιστορικές ή εθνοφυλετικές επιρροές, όπως αυτές που προβάλλει ο «Ρωσικός Κόσμος».

Συνέπειες της Αποδόμησης

Η​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌ ουκρανική κρίση και η επίδραση του «Ρωσικού Κόσμου» φέρνουν στο φως και μάλιστα ωμά τρεις θεμελιώδεις αλήθειες για την Ορθοδοξία του 21ου αιώνα. Και, για να μη γελιόμαστε, δείχνουν ταυτόχρονα πόσο αναγκαία είναι η οριστική απόρριψη της ιδεολογίας του «Ρωσικού Κόσμου» ως εκκλησιολογικού και κανονικού παραδείγματος.
Πρώτον, η ενότητα της Εκκλησίας δεν μπορεί να στηρίζεται σε ιστορικές ή γεωγραφικές διεκδικήσεις. Η Μόσχα επιχειρεί να διαβάσει την ιστορία και τη γεωγραφία ως θεμέλια της κανονικής δικαιοδοσίας της, δένοντας την ενότητα με την πολιτισμική και πολιτική επιρροή σε περιοχές όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία. Αυτή η λογική του «Ρωσικού Κόσμου» υπονομεύει την πραγματική πνευματική ενότητα, μετατρέποντας την Εκκλησία σε εργαλείο γεωπολιτικής και πολιτισμικής ηγεμονίας. Οπότε, δηλαδή, η απόρριψη αυτής της ιδεολογίας είναι καταλυτική για να διατηρηθούν η αυτοτέλεια των τοπικών Εκκλησιών και η συνοδική τάξη.
Δεύτερον, η αυτοκεφαλία δεν είναι απειλή, είναι εργαλείο κανονικής και πνευματικής τάξης. Η ουκρανική περίπτωση δείχνει καθαρά ότι η αυτοκεφαλία, όταν εφαρμόζεται μέσα σε συνοδική διαδικασία, ενισχύει και την κανονική τάξη και την πνευματική ενότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Η ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου», με την ιδέα της αδιαίρετης κανονικής επικράτειας και την ιστορική ταύτιση της Ουκρανίας με τη Ρωσική Εκκλησία, δεν αναγνωρίζει αυτή τη θεμελιώδη αρχή, ναι, όσο κι αν ακούγεται αυτονόητο, αντιθέτως, εμποδίζει την κανονική αναδιοργάνωση και την πνευματική αυτοτέλεια. Επομένως, η οριστική απόρριψή της είναι προϋπόθεση για την πραγματική εφαρμογή της αυτοκεφαλίας ως μέσου συνοδικότητας.
Τρίτον, η Ορθοδοξία οφείλει να προωθεί υπερεθνική πνευματική καθοδήγηση, υπερβαίνοντας πολιτισμικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Ο «Ρωσικός Κόσμος» επιχειρεί να δέσει την πνευματική καθοδήγηση με πολιτικά συμφέροντα και εθνοκρατική ταυτότητα, μετατρέποντας την Εκκλησία σε εργαλείο εθνικής επιρροής. Η ουκρανική αυτοκεφαλία, αντίθετα, προβάλλει ένα πρότυπο υπερεθνικής συνοδικότητας, όπου η πνευματική καθοδήγηση αποσυνδέεται από γεωπολιτικούς και πολιτισμικούς περιορισμούς και έτσι διασφαλίζεται η πνευματική ενότητα χωρίς εξαρτήσεις. Απλό στη διατύπωση, δύσκολο στην πράξη, αλλά αναγκαίο.
Η ουκρανική περίπτωση λειτουργεί λοιπόν ως καταλύτης για την απόρριψη του «Ρωσικού Κόσμου», δείχνοντας έναν δρόμο όπου η αυτοτέλεια της τοπικής Εκκλησίας συνυπάρχει με την υπερεθνική συνοδικότητα, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει τους κινδύνους της ιδεολογίας που ταυτίζει την Εκκλησία με πολιτικά και πολιτισμικά συμφέροντα. Η μελλοντική συνοδική ενότητα της Ορθοδοξίας απαιτεί διάλογο, κανονική υπευθυνότητα και πνευματική καθοδήγηση με παγκόσμια, υπερεθνική προοπτική, χωρίς την παρεμβολή γεωπολιτικών ή εθνοκρατικών παραδοχών. Έτσι απλά. Ή μάλλον, έτσι ​‍​‌‍​‍‌​‍​‌‍​‍‌πρέπει.


Summary

The 2019 granting of autocephaly to the Orthodox Church of Ukraine by the Ecumenical Patriarchate triggered a major ecclesiastical crisis, revealing a deep ecclesiological conflict between the Moscow Patriarchate and the Ecumenical Patriarchate. Moscow promotes the ideology of the “Russian World,” according to which the Russian Orthodox Church constitutes a supra-national entity encompassing Russia, Ukraine, and Belarus, linking ecclesiastical authority to political and cultural interests. In contrast, the Ecumenical Patriarchate interprets autocephaly as a tool for canonical order and spiritual conciliarity, safeguarding the autonomy of local Churches. The Ukrainian crisis highlights the dangers of the “Russian World” ideology and the need for its rejection. Key lessons for 21st-century Orthodoxy include: unity cannot rely on historical or geographical claims, autocephaly strengthens canonical order, and Orthodoxy must promote supra-national spiritual guidance beyond political and cultural constraints.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

1) Ενδέχεται το περιεχόμενο του άρθρου να μη συμπίπτει με τις απόψεις και θέσεις του Ιστολογίου.
2) Να μην χρησιμοποιείτε greeklish για τον καλύτερη κατανόηση των σχολίων σας.
3) Να τσεκάρετε το πλαίσιο "Να λαμβάνω ειδοποιήσεις" που βρίσκεται κάτω από το μήνυμα σας, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, ώστε να ειδοποιείστε για τα επόμενα σχόλια αυτής της ανάρτησης, μέσω της ηλεκτρονικής σας διεύθυνσης.
4)Τα σχόλια ελέγχονται από τον Διαχειριστή.
5) Για επικοινωνία : Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: Johhlotsios@gmail.com.