Λότσιος Ιωάννης Δρ.Θ.
ECUMENISM IN "TIME" AND ECUMENISM "SPACE" IN ORTHODOX STATEMENT (1961) CONTRIBUTION OF GEORGIOU FLOROVSKY
Ακολουθώντας την προτροπή της Πατριαρχικής Εγκυκλίου του 1952 ως προς την μεθοδολογία και εκκλησιολογική διατύπωση θα επισημάνει σαφώς την συμμετοχή της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας στον Οικουμενικό διάλογο, που δεν αποτελεί μια μεθοδολογία παρελθοντική, ούτε μια ομοιομορφία, αλλά δια της μαρτυρίας της οφείλει να τονίζει την αποστολική πίστη η οποία δύναται να εκφραστεί και με διαφόρους τρόπους:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προθύμως μετέχει εἰς τὸ κοινὸν τοῦτο ἔργον ὡς ἡ μάρτυς, ἡ ὁποία διετήρησε συνεχῶς τὸν θησαυρὸν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως. Δὲν ἀντιμετωπίζεται βεβαίως στατικὴ ἀποκατάστασις παλαιῶν μορφῶν, ἀλλὰ μᾶλλον δυναμικὴ ἀνανέωσις τοῦ ἀειθαλοῦς ἤθους, τὸ ὁποῖον μόνον δύναται νὰ ἐξασφαλίση τὴν ἀληθῆ συμφωνίαν ὅλων τῶν αἰώνων. Οὔτε πρόκειται περὶ ἀκάμπτου ὁμοιομορφίας, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ πίστις καθ’ ἑαυτὴν μυστηριώδης ἐν τὴ οὐσία της καί της καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν τὴ ἐπαρκεία τῶν μορφῶν τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ, δύναται νὰ ἐκφρασθῆ ἀκριβῶς κατὰ διαφόρους τρόπους».
Η παραπάνω αναφορά απομακρύνει την σημασία της Συμβολής έναντι των Δηλώσεων που υπήρχαν, ένα άνοιγμα στην μεθοδολογία που δίνει την δυνατότητα μιας εκ νέου σύγχρονης αντιμετωπίσεως του οικουμενικού προβλήματος και την έκφραση της πίστεως με διάφορους τρόπους, ως εφικτή δυνατότητα. Η Ορθόδοξη Συμβολή απέναντι στο πρόβλημα της ενότητας και της διαίρεσης, θα δηλώσει ότι αυτό κυρίως είναι πρόβλημα του προτεσταντικού κόσμου: «Τὸ κύριον ζήτημα εἰς τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν εἶναι τὸ τῆς ‘ὁμολογιακῆς ὑποστάσεως». Κατ’ αὐτήν, τὸ πρόβλημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἢ τῆς χριστιανικῆς ἐπανενώσεως θεωρεῖται συνήθως ὡς ζήτημα πανομολογιακῆς συμφωνίας ἢ ἀποκαταστάσεως. Ἐν τὴ συζητήσει (ἐρεύνη) ἀπὸ προτεσταντικῆς πλευρᾶς τοῦτο εἶναι ὅλως φυσικὸν».
Αλλά πώς το βλέπει η Συμβολή το πρόβλημα της ενότητας; Στην προσπάθεια να εκφράσει αφ’ ενός την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας και της συμμετοχής στο διάλογο αφ’ ετέρου εισάγει την σημασία του σχίσματος: «Ἀλλὰ διὰ τοὺς Ὀρθοδόξους τὸ βασικὸν Οἰκουμενικὸν πρόβλημα εἶναι τὸ τοῦ σχίσματος».
Το σχίσμα τοποθετείται στο σημείο ακριβώς της διαίρεσης του αδιαίρετου χαρακτήρα της Εκκλησίας και της ορατής ενότητας της, που για την ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι αδιάσπαστα ενωμένα. Το σχίσμα λοιπόν, για την Συμβολή εισέρχεται για να διακρίνει την αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας έναντι του προτεσταντικού κόσμου, έναντι της Εκθέσεως της Ενότητας του Νέου Δελχί και της Εισήγησης του Νησιώτη. Η αναφορά της Έκθεσης της Ενότητας στην «Each place», της εκκλησιογέννησης, προκαλεί μια ίση αντιμετώπιση των εκκλησιών και ομολογιών, γιατί εκεί η ενότητα «made visible» και που αγνοεί την ύπαρξη των εκκλησιών και ομολογιών. Με αυτήν την κατανόηση η Συμβολή θα δηλώσει ότι: «Οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δεχθοῦν τὴν ἰδέαν «τῆς ἰσότητος τῶν ὁμολογιῶν» καὶ δὲν δύνανται νὰ ὁραματισθοῦν Χριστιανικὴν ἐπανένωσιν ὡς ἁπλὴν πανομολογιακὴν διευθέτησιν. Ἡ ἑνότης διεσπάσθη καὶ πρέπει νὰ ἀποκαταστασθῇ». Το σχίσμα δεν υπονοείται ως στοιχείο όλων των εκκλησιών και των ομολογιών συμπεριλαμβανομένης της Ορθόδοξης Καθολικής Εκκλησίας, αυτή είναι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι μία τῶν ὁμολογιῶν, μία μεταξὺ τῶν πολλῶν. Διότι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει καὶ ἔχει συνείδησιν τῆς ταυτότητος τῆς ἐσωτερικῆς της ὑποστάσεως καὶ τῆς διδασκαλίας της, μὲ τὸ ἀποστολικὸν κήρυγμα καὶ τὴν παράδοσιν τῆς ἀρχαίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας», με το οποίο τονίζει ακριβώς τον αρραγή δεσμό μεταξύ αδιαίρετου χαρακτήρα και ορατής ενότητας και που απομακρύνει την σημασία της «unity we seek».
Το σχίσμα, ως ‘‘διαίρεση’’ στην Λούνδ, στην Συμβολή αποτελεί ένα εκκλησιολογικό ερώτημα, είναι σχίσμα με την σημασία της ‘‘τμήματος’’; Στην κατανόηση της Εκθέσεως της Ενότητας στο Νέο Δελχί, και στην σχέση σχίσματος και ενότητας, της συνέχειας και της μη συνέχειας, αποτελεί για την Συμβολή το ιδιάζον χαρακτηριστικό της για την Εκκλησία, της φύσεως της αληθείας και της αυθεντίας της εμπειρίας.
Το σχίσμα δεν θεωρείται στην Συμβολή ως ‘‘τμήμα’’, στην αναζήτηση της εκκλησιολογικής κοινότητας ή Fellowship στην τοπική της διάσταση, εφόσον η διακηρύξει του Ευαγγελίου και της μαρτυρίας δεν βρίσκεται σε ενότητα, θα γίνει προς την κοινή μαρτυρία. Γιατί η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία προσφέρει την μαρτυρία ακριβώς αυτής της ενότητας. Οπότε η έννοια της συμμετοχής της δεν ταυτίζεται με την έννοια που συμμετέχουν οι άλλες εκκλησίες και ομολογίες ως μέλη του ΠΣΕ. Η σημασία του σχίσματος ανήκει σε όλες τις εκκλησίες και ομολογίες που με τον έναν ή άλλον τρόπον απομακρύνθηκαν από την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία: «ἀφ’ ἢς κατάγονται (ἀρχικῶς) ὄλαι αἳ ὑφιστάμεναι ὁμολογίαι δὶ’ ἀποσπάσεως ἢ χωρισμοῦ». Το σχίσμα αποτελεί το αίτιο αποχωρισμού και αποσπάσεως από την Εκκλησία και δεν συμπεριλαμβάνει την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, όπως το βλέπει ο Νησιώτης, που πάνω στην διάκριση μεταξύ Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας, τοποθετεί και την Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία.
Η νέα προσέγγιση στην μεθοδολογία για την κατανόηση τόσο της Εισηγήσεως όσο κα της Έκθεσης της Ενότητας θα γίνει με μια βασική διάκριση: της σημασίας του «οικουμενισμού εν χώρω» και της σημασίας του «οικουμενισμού εν χρόνω»: «Εξ’ απόψεως Ορθοδόξου, σύνηθης οικουμενική προσπάθεια δύναται να χαρακτηρισθή ως «Οικουμενισμός εν χώρω» αποσκοπών την συμφωνίαν μεταξύ των διαφορών ομολογιών, ως αυταί υφίσταται σήμερον. Αυτή η προσπάθεια (όμως) από ορθοδόξου απόψεως είναι ανεπαρκής και ελλειπής». «Ἐξ’ ἀπόψεως Ὀρθοδόξου, σύνηθης οἰκουμενικὴ προσπάθεια δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς «Οἰκουμενισμὸς ἐν χώρῳ» ἀποσκοπῶν τὴν συμφωνίαν μεταξὺ τῶν διαφορῶν ὁμολογιῶν, ὡς αὐταὶ ὑφίσταται σήμερον. Αὐτὴ ἡ προσπάθεια (ὅμως) ἀπὸ ὀρθοδόξου ἀπόψεως εἶναι ἀνεπαρκὴς καὶ ἐλλειπῇς». «Τὸ κοινὸν ἔδαφος ἢ μᾶλλον ὁ κοινὸς βάθος ὁρίζων (background) τῶν ὑφισταμένων ὁμολογιῶν δύναται νὰ εὑρεθῆ καὶ πρέπει νὰ ἀναζητηθῆ εἰς τὸ παρελθόν, εἰς τὴν κοινὴν ἱστορίαν τῶν, καὶ εἰς ἐκείνην τὴ παλαιὰν καὶ κοινὴν ἀποστολικὴν παράδοσιν, ἐξ ἢς πηγάζει ὕπαρξις τῶν. Αὐτοῦ του εἴδους ἡ οἰκουμενικὴ προσπάθεια δύναται πρεπόντως νὰ θεωρηθεῖ ὡς «Οἰκουμενισμὸ ἐν χρόνῳ». Η ανεπάρκεια και η έλλειψη στην προσπάθεια του χώρου «in each place» στο πρόβλημα της ενότητας για τις εκκλησίες και ομολογίες (αναφερόμαστε ως εκκλησίες και ομολογίες, όπως αναφέρεται το ΠΣΕ, γιατί η Συμβολή αναφέρεται ως ομολογίες και όχι ως εκκλησίες), χρειάζεται την συμπλήρωση του «Οικουμενισμού εν χρόνω», την επιστροφή στην παράδοση της Αρχαίας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας, εκ της οποίας δεν πηγάζει η ύπαρξης των εκκλησιών και ομολογιών όπως είναι σήμερα, αλλά προέρχεται δια αποσπάσεως ή χωρισμού.
Οι εκκλησίες και οι ομολογίες, με βάση την Συμβολή οφείλουν να επιστρέψουν στην κοινή παράδοση με την σημασία της συμπληρώσεως αλλά να αποκαθάρουν την σημερινή τους ύπαρξη με αυτήν. Γιατί η Αρχαία και Αδιαίρετο Εκκλησία και Παράδοση δεν γνωρίζει εκκλησίες και ομολογίες, αλλά αυτήν την ίδια Μια, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Ο «Οικουμενισμός εν χρόνω» δεν ζητά την επιστροφή στην ιστορία της Εκκλησίας αλλά την συνεχής παρουσία της μέσα στο χωροχρόνο και την ανεύρεση του σημείου της αποκοπής και αποχωρισμού για την επούλωση τους. Η διαίρεση υπάρχει όχι μόνο εν χώρω αλλά και εν χρόνω. Γιατί εάν παραβλεφθεί ο «Οικουμενισμός εν χρόνω» έναντι του «Οικουμενισμού εν χώρου» θα καταλήξει σε μια συμφωνία που δεν θα επιφέρει αποτελέσματα με σοβαρούς κινδύνους για την περαιτέρω συνέχιση του διαλόγου.
Συνεχίζοντας η Συμβολή αναφέρει την σημασία «In all places and all ages» ως μια σοβαρή και βασική προϋπόθεση της ενότητας: «Αὐτὴ ἡ Ἔκθεσις τῆς «Πίστεως καὶ Διοικήσεως» ἀναφέρει τὴν (ἐν τὴ πίστει) συμφωνίαν πρὸς ὅλους τους αἰῶνας», ὡς μίαν ἀπὸ τὰς βασικᾶς προϋποθέσεις τῆς ἑνότητος. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι προτείνουν τὴν νέαν αὐτὴν μέθοδον οἰκουμενικῆς ἐκτιμήσεως, ὡς τὴν βασιλικὴν πέτραν, ἐπὶ τὴ ἐλπίδι ὅτι ἡ ἑνότης θὰ ἐπανευρεθῆ ὑπὸ τῶν διηρημένων ὁμολογιῶν διὰ τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῶν εἰς τὸ κοινὸν παρελθὸν».
Αυτό κατανοείται από την Συμβολή ως στόχος: «Τὸ ἄμεσον ἀντικείμενον τῆς οἰκουμενικῆς ἐρεύνης, κατὰ τὴν Ὀρθόδοξον ἀντίληψιν εἶναι ἡ ἀνασύστασις τῆς χριστιανικῆς νοήσεως, ἡ ἀποκατάστασι τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, ἡ πληρότης τῆς χριστιανικῆς ἐνοράσεως καὶ πίστεως ἐν συμφωνίᾳ πρὸς πάντας τοὺς αἰῶνας». Η αναφορά κινείται ανάμεσα στον χώρο που υπάρχει στο ΠΣΕ για την εκκλησιολογία της κάθε Εκκλησίας αλλά και στο γεγονός, ότι δεν υιοθετεί καμία εκκλησιολογία, στην οποία η έκφραση «(ἐν τὴ πίστει) συμφωνίαν πρὸς ὅλους τους αἰῶνας», το νέο κριτήριο και το έθος κατανοείται κατά διαφορετικό τρόπο και πάνω στην σχέση χώρου και χρόνου.